Η ιστορία του λευκαρίτικου κεντήματος χάνεται μέσα στο χρόνο, τότε που η Κύπρος ήταν κάτω από την κυριαρχία των Λουζινιανών (1191-1489) και των Βενετών (1489-1570). Την εποχή εκείνη, σύμφωνα με την παράδοση, κάποιες αρχόντισσες από τη Δύση οι οποίες παραθέριζαν στα Λεύκαρα, δίδαξαν την τεχνική του κεντήματος στις νέες του χωριού, που με την σειρά τους δίδαξαν τις επόμενες γενιές. Η ίδια παράδοση αναφέρει ότι ο μεγάλος Ιταλός ζωγράφος και επιστήμονας Λεονάρντο Ντα Βίντσι (1452-1519) επισκέφθηκε το 1481 τα Λεύκαρα, κατά την περίοδο που βασίλισσα στην Κύπρο ήταν η Αικατερίνη Κορνάρο. Ο Ντα Βίντσι, γοητευμένος από την ομορφιά και τη χάρη των λευκαρίτικων κεντημάτων, πήρε μαζί του φεύγοντας από το νησί μερικά κομμάτια εξαιρετικής τέχνης. Ανάμεσα σ’ αυτά και ένα μεγάλο τραπεζομάντηλο το οποίο δώρισε στον καθεδρικό ναό του Μιλάνου και με αυτό στολιζόταν για χρόνια η Αγία Τράπεζα. Αξίζει να σημειωθεί πως η κοινότητα των Λευκάρων ζωντάνεψε την παράδοση αυτή και προσέφερε, στις 19 Οκτωβρίου 1986, ημέρα που γιορτάζονταν τα 600 χρόνια από την ανέγερση του καθεδρικού ναού του Μιλάνου, ένα παρόμοιο κέντημα, το οποίο τοποθετήθηκε στην θέση όπου παλαιότερα υπήρχε αυτό του Ντα Βίντσι.
Μέχρι τις αρχές της Αγγλοκρατίας το κέντημα ήταν μία από τις σημαντικότερες απασχολήσεις των γυναικών του χωριού. Δεν ήταν όμως μέσο βιοπορισμού παρά περιοριζόταν στην κατασκευή μερικών εκλεκτών κομματιών που διακοσμούσαν το σπίτι ή που αποτελούσαν μέρος της προίκας των νέων γυναικών. Τότε τοποθετείται η έναρξη της νεότερης ιστορίας του, που έμελλε να διαφοροποιήσει μέχρι και την ίδια την ιστορία του χωριού. Η επίσκεψη κάποιων Άγγλων διοικητικών υπαλλήλων στα Λεύκαρα και το ενδιαφέρον που επέδειξαν οι σύζυγοί τους για τα κεντήματα, σε συνδυασμό με τις ψηλές τιμές που πρόσφεραν για να τα αγοράσουν, έκαναν την δασκάλα του Παρθεναγωγείου Λευκάρων Ευφροσύνη Πορφυροπούλου να αντιληφθεί την αξία τους και να εισαγάγει το μάθημα της κεντητικής στο Παρθεναγωγείο που με τον σύζυγό της Πορφύριο είχαν ιδρύσει το 1879.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1896, μια δυναμική κάτοικος των Λευκάρων, η Θεόφιλα Χατζηαντώνη, μάζεψε αρκετά κεντήματα από μερικές κεντήτριες και πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου προσπάθησε να τα πωλήσει στα μέλη της εκεί ελληνικής κοινότητας. Δυστυχώς το ταξίδι αυτό δεν είχε αίσια κατάληξη. Η επαφή της όμως με τις αισθητικές αντιλήψεις των υποψηφίων πελατισσών της συνέτεινε ώστε με την επάνοδό της στο χωριό να προωθήσει νέα σχέδια και νέους ρυθμούς.
Μάζεψε ξανά νέα κεντήματα από συγχωριανές της και αναχώρησε την επόμενη χρονιά και πάλι για την Αλεξάνδρεια. Την φορά αυτή πέτυχε απόλυτα τον σκοπό της. Οι εισπράξεις της υπερέβαιναν τις 500 λίρες, ποσό τεράστιο για την εποχή, και υπήρξε το έναυσμα ώστε αρκετοί Λευκαρίτες να ακολουθήσουν το παράδειγμά της και να προσπαθήσουν να πωλήσουν κεντήματα στην Αίγυπτο. Έτσι σε πολύ σύντομο χρόνο, και πριν καλά-καλά συμπληρωθεί το 1900, η αιγυπτιακή αγορά είχε κατακλυσθεί από τα λευκαρίτικα κεντήματα. Στο χωριό είχε διαμορφωθεί έτσι μια νέα κατηγορία κατοίκων του, οι περίφημοι «κεντηματέμποροι των Λευκάρων», που δεν άργησαν να διασκορπιστούν σε όλες τις χώρες του κόσμου και να κάνουν γνωστά τα κεντήματά τους στο παγκόσμιο. Η αρχή έγινε από τον κεντηματέμπορο Χαράλαμπο Σπύρου, που πρώτος μετέβη στο Παρίσι. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι που ταξίδεψαν αρχικά στη Μικρά Ασία, την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Αυστροουγγαρία, στις χώρες της Σκανδιναβικής χερσονήσου και ακολούθως στην Αγγλία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ελβετία, την Αμερική, την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νότιο Αφρική και σε πολλές άλλες χώρες. Οι περισσότεροι δεν γνώριζαν ξένες γλώσσες και ήξεραν ελάχιστα γράμματα αφού δεν είχαν τελειώσει παρά μόνο μερικές τάξεις στο δημοτικό σχολείο των Λευκάρων. Επίμονοι όμως, εργατικοί και υπομονετικοί, κατάφεραν να κατακτήσουν την παγκόσμια αγορά και να κερδίσουν αρκετά χρήματα. Ο καθένας τους αναχωρούσε μόνος του για τη χώρα του προορισμού του, αφού μάθαινε λίγες λέξεις και φράσεις από τη γλώσσα που μιλούσαν οι κάτοικοί της. Το ντύσιμο του κεντηματέμπορου ήταν εναρμονισμένο με τα ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής του και ξεχώριζε από τη χαρακτηριστική ρεπούπλικα και το περίεργο για την εποχή παντελόνι, αφού οι τότε Κύπριοι φορούσαν βράκες. Ο κεντηματέμπορας είχε ψαλιδισμένο μουστάκι και στα χέρια του κρατούσε πάντοτε δύο βαλίτσες με τα όμορφα λευκαρίτικα κεντήματα.
Το θέμα βέβαια της προώθησης των πωλήσεων των κεντημάτων δεν αφέθηκε μόνο στις δραστηριότητες των κεντηματεμπόρων. Η ίδια η κοινότητα πήρε πολλές πρωτοβουλίες και συμμετείχε σε εκθέσεις του εξωτερικού με εκλεκτές συλλογές, που τις αποτελούσαν οι περίφημες λευκαρίτικες δανδέλες και τα θαυμάσια κεντητά εργόχειρα. Η κυριότερη από αυτές τις εκθέσεις, στην οποία υπήρχαν πάντοτε Λευκαρίτες που επεδείκνυαν τα προϊόντα τους, ήταν η Διεθνής Έκθεση των Αθηνών, όπου υπογράφονταν μεγάλες συμφωνίες προς όφελος της κωμόπολης. Ειδικά όμως λευκαρίτικα κεντήματα συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον του αθηναϊκού κοινού στη μεγάλη κυπριακή έκθεση που έγινε το 1901 στην Αθήνα με πρωτοβουλία του Κυπρίου πολιτευτή Γεωργίου Φραγκούδη, οπότε δύο Λευκαρίτισσες, η Μαργαρώ Κολά και η Χρυσταλλού Ανδρόνικου, βραβεύτηκαν με χρυσό και αργυρό μετάλλιο αντιστοίχως. Ελάχιστα χρόνια μετά την έναρξη της πώλησης κεντημάτων σε ξένες χώρες, στο χωριό απασχολούνταν στη βιοτεχνία της κεντητικής 600 περίπου γυναίκες. Η οργάνωση της παραγωγής και ο τρόπος προώθησης των εμπορευμάτων απετέλεσε πρότυπο για άλλες βιοτεχνίες της Κύπρου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να δημοσιευθούν πολλά σχετικά σχόλια στον τύπο της εποχής. Στη συνέχεια η παραγωγή κεντημάτων επεκτάθηκε και σε άλλα χωριά του νησιού, όπως στην Αθηένου, στο Δάλι, στον Λυθροδόντα, στα Λύμπια, στον Κόρνο, στον Κάτω Δρυ και αλλού. Τοπικοί έμποροι μάζευαν τα κεντήματα που ετοίμαζαν οι γυναίκες των χωριών τους και τα μετέφεραν στα Λεύκαρα, από όπου οι κεντηματέμποροι τα προμηθεύονταν και τα διοχέτευαν στις χώρες που ταξίδευαν. Μαζί με την βιοτεχνία αυτή αναπτύχθηκε και μία άλλη που είχε να κάνει με την παραγωγή λινών υφασμάτων. Η προμήθεια της πρώτης ύλης γινόταν κυρίως από κατοίκους της Ζώδιας που καλλιεργούσαν λινάρι σε μεγάλες ποσότητες. Στη συνέχεια το επεξεργάζονταν και κατασκεύαζαν λινά υφάσματα και λινές κλωστές, όλα κατάλληλα για τη βιοτεχνία των λευκαρίτικων κεντημάτων.
Η αύξηση των πωλήσεων είχε ως αποτέλεσμα την εισροή μεγάλου ποσού χρημάτων στην κωμόπολη των Λευκάρων, γεγονός που συνέτεινε ώστε οι κάτοικοι να γνωρίσουν μέρες ευημερίας σε μία περίοδο που η οικονομική κρίση μάστιζε τα υπόλοιπα χωριά και πόλεις ακόμη της Κύπρου.
Έτσι το χρήμα που συσσωρεύθηκε επέτρεψε να γίνουν έργα υποδομής για την ανάπτυξη των Λευκάρων, που παρόμοια δεν συναντούμε ούτε στις πόλεις της εποχής εκείνης. Στη δεκαετία του '20 μάλιστα, όταν εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών ζωής πολλοί κάτοικοι της Κύπρου αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν στην Αμερική, στην Αργεντινή ή στην Αυστραλία ή σε χώρες της Αφρικής, τα Λεύκαρα γνώρισαν σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Οι 350 Λευκαρίτες κεντηματέμποροι του εξωτερικού εργάζονταν συνεχώς και εξασφάλιζαν σημαντικές πωλήσεις και μεγάλα κέρδη για την κοινότητα.
Λίγο αργότερα όμως ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και στη συνέχεια ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος (1939-1945) που διαφοροποίησαν τον τρόπο προώθησης των κεντημάτων. Η ιστορία του λευκαρίτικου κεντήματος πήρε μια άλλη τροπή για να καταλήξει στην σημερινή παραγωγή και εμπορία. Οι κεντηματέμποροι όμως είχαν στο μεταξύ καταστήσει το λευκαρίτικο κέντημα παγκόσμια γνωστό για την ομορφιά και τη χάρη των σχεδίων και των ρυθμών του. (Για το λευκαρίτικο κέντημα δες επίσης λήμμα κέντημα-κεντητική).
Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της ΟΥΝΕΣΚΟ την 1η Οκτωβρίου 2009 το λευκαρίτικο κέντημα συμπεριλήφθηκε στον παγκόσμιο Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco με τα κριτήρια πρώτον, ότι αποτελεί παράδοση που περνά από γενιά σε γενιά εδώ και αιώνες και αντανακλά αισθητικές και κοινωνικοοικονομικές αξίες, παρέχοντας στις γυναίκες των δυο οικισμών την αίσθηση της συνέχειας και της ταυτότητας και δεύτερον, επειδή η εγγραφή του στοιχείου στον κατάλογο συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση για τη σημασία των παραδοσιακών χειροποίητων τεχνικών και αναδεικνύει την επιτυχή ενσωμάτωση διαφορετικών πολιτιστικών επιρροών στο λευκαρίτικο κέντημα.
Δώρο στην Ελισάβετ
Στις 6 Φεβρουαρίου 1952, η Ελισάβετ Β΄ βρισκόταν σε περιοδεία με τον σύζυγό της Φίλιππο, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα της, Βασιλιά Γεωργίου ΣΤ’. Η νεαρή πριγκίπισσα θα γινόταν η νέα βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας. Επ ευκαιρία της στέψης της μία ομάδα γυναικών από τα Λέυκαρα αποφάσισε να της κάνει ένα δώρο τιμώντας τη στέψη της. Οι Λευκαρίτισσες Όλγα Μιχαήλ, Θεοδώρα Μιχαήλ, Ευδοκία Μιχαήλ Σταφυλάρη, Ευανθία Γεωργίου, Μαργαρίτα και Ανθούλα Κουμή, συγκεντρώθηκαν και ένωσαν την τέχνη τους, δημιουργώντας ένα κέντημα στο οποίο ευδιάκριτο ήταν το στέμμα. Οι κεντήτριες, δημιούργησαν ένα μεγάλο τραπεζομάντιλο χρησιμοποιώντας την τεχνική «ποταμός», όπως δήλωσε η κ. Ευδοκία στη «Μηχανή του Χρόνου». Όταν τελικά το τελείωσαν, το έστειλαν στη Βασίλισσα.
Η απάντηση όμως που έλαβαν δεν ήταν αυτή που περίμεναν. Το κέντημα επεστράφη στην Κύπρο με την αρνητική απάντηση της Βασίλισσας, η οποία όπως δήλωσε «δεν μπορούσε να το δεχτεί γιατί ήταν από ιδιώτες κι όχι από την κυπριακή τοπική διοίκηση. Τα δώρα έπρεπε να τα λαμβάνει σε συλλογικό επίπεδο από τους υπηκόους της Κύπρου στο σύνολό τους». Το κέντημα σήμερα εκτίθεται το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Λευκάρων.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
Μηχανή του Χρόνου