Λαπηθιού- Lapithiou. Χωριό της επαρχίας Πάφου, στη γεωγραφική περιφέρεια των αμπελοχωριών Λεμεσού - Πάφου, περί τα 26 χμ. βορειοανατολικά της πόλης της Πάφου. Γειτονεύει με το επίσης αμιγές τουρκοκυπριακό χωριό Μαμούνταλη, που βρίσκεται στα βορειοανατολικά του.
Η Λαπηθιού είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 530 μέτρων. Το τοπίο του χωριού είναι διαμελισμένο από το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού Έζουσα.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι άργιλλοι του σχηματισμού Μονής, οι αποθέσεις του σχηματισμού Κανναβιού (μπεντονίτες και ψαμμίτες) και οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκάρων (μάργες, κρητίδες και μαργαϊκές κρητίδες). Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ασβεστούχα εδάφη και μαμώνια.
Η Λαπηθιού δέχεται μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 680 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή της καλλιεργούνται κυρίως τα αμπέλια (οινοποιήσιμες ποικιλίες), τα σιτηρά και οι χαρουπιές. Εξάλλου πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 εκτρέφονταν στο χωριό, από 24 Τουρκοκυπρίους κτηνοτρόφους, 879 κατσίκες, 83 πρόβατα, 42 βόδια και 458 πουλερικά.
Το συγκοινωνιακό δίκτυο του χωριού δεν είναι πυκνό. Ένας μόνο δρόμος συνδέει τη Λαπηθιού στα βορειοδυτικά με το χωριό Κανναβιού (περί τα 2 χμ.).
Το χωριό γνώρισε πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 147 |
1891 | 126 |
1901 | 125 |
1911 | 127 |
1921 | 111 |
1931 | 108 |
1946 | 146 |
1960 | 156 |
1973 | 203 |
1976 | 1 (Ελληνοκύπριος) |
1982 | 8 (Ελληνοκύπριοι) |
1992 | - |
2001 | - |
2011 | - |
2021 | - |
Βλέπε λήμμα: Αττίλας '74 και Πρόσφυγες
Με τη μεταφορά, το 1975, των Τουρκοκυπρίων κατοίκων του χωριού στο κατεχόμενο από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής τμήμα της Κύπρου, εγκαταστάθηκε στη Λαπηθιού μικρός αριθμός Ελληνοκυπρίων προσφύγων.
Ιστορικά στοιχεία
Το χωριό υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, οπότε αποτελούσε φέουδο που είναι όμως άγνωστο σε ποια οικογένεια ευγενών ανήκε. Δεν αναφέρεται σε μεσαιωνικά κείμενα αλλά βρίσκεται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Papitiu. Στην ίδια περιοχή οι ίδιοι παλαιοί χάρτες έχουν κι ένα δεύτερο οικισμό με την ονομασία Lafsa.
Ο μεταγενέστερος, πάντως, ιστορικός Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) αναφέρει χωριό φέουδο της περιόδου της Φραγκοκρατίας με την ονομασία Lapithu, που επρόκειτο πιθανότατα για την Λαπηθιού. Γράφει συγκεκριμένα ότι κατά την αναδιανομή των φέουδων που έκανε ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄ μετά την άνοδό του στο θρόνο το 1460, η Λαπηθιού δόθηκε ως φέουδο σε κάποιον Περρίνο ντελ Αγρίδια. Όπως προκύπτει από το επίθετο, ο άνθρωπος αυτός (ή κάποιος πρόγονός του) υπήρξε κάτοχος και ενός των χωριών που ονομάζονταν Αγρίδια.
Βλέπε λήμμα: Ιάκωβος Β'
Το μοναστήρι της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας βρίσκεται σε μικρή μόνο απόσταση (περί τα 2 χμ.) προς τα βορειοανατολικά του χωριού. Στην ίδια περίπου απόσταση, αλλά προς τα νοτιοανατολικά, βρίσκεται και η Μονή των Ιερέων (ή Αγία Μονή).
Βλέπε λήμμα: Παναγία Χρυσορροϊάτισσα και Αγία Μονή
Στο ίδιο το χωριό Λαπηθιού βρίσκεται ερειπωμένο ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στην αγία Παρασκευή. Ο G. Jeffery σημειώνει ότι στην περιοχή όπου βρίσκεται το ξωκλήσι είχε επισημάνει ίχνη αρχαίου συνοικισμού. Πάντως το όνομα τουλάχιστον του χωριού, το συνδέει με αρχαιότατη κατοίκηση της περιοχής από Έλληνες αποίκους που είχαν ιδρύσει και την πόλη Λάπηθον στη βόρεια ακτή της Κύπρου.
Βλέπε λήμμα: Λάπηθος
Το χωριό ήταν ελληνικό μέχρι και την περίοδο της Tουρκοκρατίας. Μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου εγκαταστάθηκαν σ' αυτό αρκετοί Τούρκοι που σταδιακά κυριάρχησαν. Η εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στον άγιο Κήρυκο, μετετράπη σε τζαμί, γεγονός που προκάλεσε την οργή του ηγουμένου Χρυσορροϊάτισσας Ιωακείμ κατά το 1794, ο οποίος και υποκίνησε χριστιανική εκστρατεία των Ελλήνων κατοίκων της γειτονικής Παναγιάς κατά των Τούρκων της Λαπηθιού, με τραγικά επακόλουθα.
Βλέπε λήμμα: Ιωακείμ ηγούμενος
Μεταξύ της Λαπηθιού και του μοναστηριού της Χρυσορροϊάτισσας βρισκόταν και άλλο ξωκλήσι, αφιερωμένο στον άγιο Αμβρόσιο, όπου και μετόχι του μοναστηριού γνωστό ως ’ης Βροΐσης. Το μοναστήρι είχε αρκετή κτηματική περιουσία και ελαιώνες στην περιοχή της Λαπηθιού, που περιελάμβαναν και τσιφλίκι που αναφέρεται στον Κώδικα Β ' της Χρυσορροϊάτισσας ως τζηφληκίον λαπηθιοῦς. Μέρος της κτηματικής αυτής περιουσίας παραχωρήθηκε από τον ηγούμενο Νεόφυτο στους Τούρκους της Λαπηθιού το 1857, σ' ένδειξη καλής θελήσεως και αγαθών σχέσεων, για να το εκμεταλλεύονται. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, η παραχώρηση αυτή έγινε αιτία προστριβών γιατί οι Τούρκοι της Λαπηθιού επιζητούσαν τώρα και την κυριότητα των κτημάτων, η οποία τελικά τους παραχωρήθηκε από Τούρκο δικαστή.
Οι Τουρκοκύπριοι ονόμαζαν το χωριό Bozalan, που σημαίνει μετακινούμενο (ίσως εξαιτίας κατολισθήσεων).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια