Το λαούτον (ή και λαγούτο και λαβούτο) είναι έγχορδο μουσικό όργανο που έχει σχήμα μισού αχλαδιού κομμένου κατά μήκος. Η ονομασία του προέρχεται από την αραβική αλ-ιούντ. Ήταν γνωστό από τον 15ο αιώνα, αλλά στην Ευρώπη διαδόθηκε τον 16ο και 17ο αιώνα.
Το λαούτον ήταν γνωστό στην Κύπρο από την ίδια εποχή, κι απετέλεσε δημοφιλές όργανο που συνδέθηκε με τις παραδοσιακές κυπριακές φωνές. Το λαούτον, ως όργανο συνοδευτικό του βιολιού, μαζί με το βιολί απετέλεσαν τα δυο παραδοσιακά μουσικά όργανα που για πολλά χρόνια χρησιμοποιούνταν σε όλες τις μουσικές εκδηλώσεις. Το βιολί και το λαούτον χρησιμοποιούνταν και για τους γάμους και για τις μεγάλες διασκεδάσεις και για τους κυπριακούς χορούς και για τις γιορτές και για τα πανηγύρια*. Το βιολί και το λαούτον συνόδευαν και τους διαγωνιζόμενους λαϊκούς ποιητάρηδες στις εμφανίσεις τους.
Συνήθως χρησιμοποιούνταν επιτόπιας κατασκευής λαούτα, που τα έφτιαχναν ειδικοί μαστόροι, χρησιμοποιώντας κυρίως ξύλα από συκομουριά για τη ράχη του οργάνου που κατασκευαζόταν από πολλές κυρτωμένες λωρίδες. Η επάνω επίπεδη επιφάνεια ενός καλού λαούτου κατασκευαζόταν από ξύλο έλατου.
Λαουτάρης λέγεται όχι ο κατασκευαστής λαούτων αλλά ο οργανοπαίκτης που χρησιμοποιεί το όργανο αυτό (όπως βκιολάρης* λέγεται εκείνος που παίζει το βιολί κι όχι ο τεχνίτης που το κατασκευάζει).
Ο λαουτάρης συνοδεύει πάντοτε τον βκιολάρην (ή και δκιολάρην) σε όλες τις κυπριακές παραδοσιακές, μουσικές εκτελέσεις. Συνήθως δε το λαούτον συνοδεύει το βκιολίν, κρατώντας ένα συνεχή μονότονο μουσικό ρυθμό. Το λαούτον, μαζί με το βκιολίν, χρησιμοποιείται και σήμερα στην Κύπρο, ως το δεύτερο απαραίτητο όργανο για την εκτέλεση παραδοσιακής μουσικής.