Για την επισκοπή της Λαπήθου, που αναφέρεται και ως επισκοπή Λαμπούσης, υπάρχουν αναφορές από μεσαιωνικούς χρονογράφους και μεταγενέστερους συγγραφείς, αλλά δεν σώζονται στις πηγές επαρκή στοιχεία.
Γνωρίζουμε ότι την αρχαία πόλη της Λαπήθου είχε επισκεφθεί, κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία του στην Κύπρο στα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα, ο απόστολος Βαρνάβας*. Αναφέρεται όμως ότι δεν μπόρεσε ο απόστολος να εισέλθει στην πόλη και να διδάξει, επειδή διεξαγόταν σ’ αυτήν κάποια ειδωλολατρική τελετή. Έτσι, αφού ξεκουράστηκε στην πύλη της, μαζί με τη συνοδεία του, αναχώρησε (Πράξεις Βαρνάβα, 16):
...Γενομένων δέ ἡμῶν ἐν Λαπίθῳ καί εἰδωλομανίας ἐπιτελουμένης ἐν τῷ Θεάτρῳ, οὐκ εἴασαν ἡμᾶς εἰσελθεῖν ἐν τῇ πόλει, ἀλλά πρός τῇ πύλῃ ἀνεψύξαμεν μικρόν˙ Τίμων δέ μετά τό ἀναστῆσαι αὐτόν ἐκ τῆς νόσου ἦλθεν σύν ἡμῖν. Ἐξελθόντες δέ τῆς Λαπίθου διά τῶν ὀρέων ὡδεύσαμεν...
Στον Βίο του αγίου Αυξιβίου πάλι, αναφέρεται ότι η Λάπηθος ήταν ο πρώτος σταθμός της δεύτερης περιοδείας του Βαρνάβα στο νησί, οπότε και συνοδευόταν από τον ευαγγελιστή Μάρκο: Συμπαραλαβών καί Μᾶρκον κατήχθησαν ἐν Λαπίθῳ, γράφει ο Βίος. Δηλαδή ο Βαρνάβας κι ο Μάρκος έφθασαν με πλοίο στην Κύπρο κι αποβιβάστηκαν στη Λάπηθο, απ’ όπου ασφαλώς άρχισαν το αποστολικό τους έργο.
Δεν υπάρχουν γραπτές πληροφορίες εάν η Λάπηθος περιελήφθη και στην πρώτη περιοδεία των αποστόλων Βαρνάβα και Παύλου στην Κύπρο. Φαίνεται όμως πολύ πιθανό ότι οι δυο απόστολοι την είχαν επισκεφθεί, αφού ακολούθησαν μάλλον το ρωμαϊκό οδικό δίκτυο, κι αφού αναφέρεται στα ευαγγελικά κείμενα ότι είχαν περιοδεύσει ολόκληρη την Κύπρο.
Μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι η πόλη διδάχθηκε από τότε τον Χριστιανισμό. Δεν γνωρίζουμε όμως πότε ακριβώς ιδρύθηκε σ’ αυτήν επισκοπική έδρα. Αποδεικνύεται πάντως ότι κατά τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια υφίστατο λαμπρή βασιλική, στα ερείπια της οποίας είναι κτισμένο το μοναστήρι της Αχειροποιήτου*. Οι περίφημοι πάλι δίσκοι* της Λάμπουσας καθώς και άλλα πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη μεταξύ εκείνων που συνθέτουν τον γνωστό θησαυρό της Λάμπουσας*, αποδεικνύουν ότι η επισκοπή της Λαπήθου βρισκόταν σε μεγάλη ακμή κατά τον 6ο-7ο μ.Χ. αιώνα, πριν από τις καταστροφικές αραβικές επιδρομές.
Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς απαριθμεί, μεταξύ των κυπριακών επισκοπικών εδρών, την επισκοπή Λαπήθου, κατονομάζοντας — χωρίς χρονολόγηση — κι ένα επίσκοπό της, τον ένα εκ των δύο που γνωρίζουμε: πρόκειται για τον τοπικό άγιο Ευλάλιο, του οποίου εκκλησία σώζεται στην περιοχή. Ο Francesco Amadi απαριθμεί 14 επισκοπές της Κύπρου που υφίσταντο μέχρι τα χρόνια της Φραγκοκρατίας, τοποθετώντας τρίτη στη σειρά εκείνη της Λαπήθου (Lapitho), μετά τις επισκοπές Κιτίου και Σολέας. Ο Φλώριος Βουστρώνιος απαριθμεί 15 επισκοπές, μνημονεύοντας ως ένατη την επισκοπή Λαπήθου (Lapitho). Ο Le Quien απαριθμεί 16 επισκοπές, τοποθετώντας στον πίνακά του ένατη εκείνη της Λαπήθου (Lapithus).
Εκτός από τον (αχρονολόγητο) άγιο Ευλάλιο, τον οποίο ο Στραμβάλδι αποκαλεί Ευλάβιον (Santo Eulavio), γνωρίζουμε έναν ακόμη επίσκοπο Λαπήθου, κατά τα μέσα του 5ου μ.Χ. αιώνα. Πρόκειται για τον επίσκοπο Δίδυμο, γνωστό από τη συμμετοχή του στην τελευταία μόνο συνεδρία της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου που πραγματοποιήθηκε στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ. Στις προηγούμενες συνεδρίες της ίδιας συνόδου ο επίσκοπος Δίδυμος αντιπροσωπευόταν από τον Επαφρόδιτο, επίσκοπο Ταμασσού.
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η επισκοπή Λαπήθου ήταν σημαντική και διαδραμάτιζε ηγετικό μητροπολιτικό ρόλο στη βόρεια Κύπρο, μέχρι τον 7ο μ.Χ. αιώνα, οπότε η πόλη και η περιοχή επλήγησαν καίρια από τις αραβικές επιδρομές. Υπ’ αυτήν πιθανώς βρισκόταν και η επισκοπή της Κερύνειας. Δεν γνωρίζουμε την πορεία της, θα πρέπει όμως να επέζησε μέχρι και το πρώτο μισό του 13ου αιώνα, οπότε και καταργήθηκε από τους Λατίνους, όταν οι τελευταίοι μείωσαν τις ορθόδοξες επισκοπές του νησιού από 14 σε 4. Πάντως στη βούλλα του πάπα Σελεστίνου Γ΄ (13.12.1196), με την οποία επικυρώνονταν τα δικαιώματα και οι πρόσοδοι του λατινικού αρχιεπισκοπικού θρόνου της Λευκωσίας, η Λάπηθος μνημονεύεται ρητώς ως μια των περιοχών που θα εισέφεραν φόρο της δεκάτης στο Λατίνο αρχιεπίσκοπο του νησιού.
Η επισκοπή, με τον τίτλο Λαμπούσης, επανιδρύθηκε το 1811 από τον εθνομάρτυρα αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό, και διατηρήθηκε μόνο 5 περίπου χρόνια. Επίσκοπος Λαμπούσης χειροτονήθηκε το Μάιο του 1811 ο Λαυρέντιος*. Αυτός όμως έγινε επίσκοπος Κερύνειας το 1816, εκτελέστηκε δε μαζί με τον Κυπριανό και άλλους στις 9 Ιουλίου του 1821.