Αρμενικό μοναστήρι στο όνομα του Σουρπ Μακάρ (Αγίου Μακαρίου). Βρίσκεται στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου, σε υψόμετρο 520 μέτρων περίπου, στις παρυφές του δάσους Πλατανιώτισσας, στην περιοχή Χαλεύκας, 11 χλμ. βόρεια της Κυθρέας. Το μοναστήρι είναι κτισμένο στις βόρειες κλιτύες του βουνού, σε ωραία τοποθεσία με εξαιρετική θέα.
Η ιστορία της ίδρυσης του μοναστηριού αυτού δεν είναι γνωστή. Στην ίδια περιοχή φαίνεται ότι προϋπήρχε άλλο βυζαντινό μοναστήρι αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο. Το Αρμενομονάστηρον υφίστατο κατά τα μεσαιωνικά χρόνια κι ανήκε αρχικά στους Κόπτες, ειδικότερα στους Κόπτες της Αιγύπτου οι οποίοι είχαν τότε μικρή παροικία στην Κύπρο. Ήταν αφιερωμένο στον μεγάλο Αιγύπτιο άγιο των Κοπτών Μακάριο τον Ερημίτη ή Νεότερο, αν και γιόρταζε εξίσου και τη μνήμη του άλλου αιγυπτιακής καταγωγής αγίου Μακαρίου του Πρεσβυτέρου.
Άγνωστο επίσης παραμένει πότε ακριβώς το μοναστήρι περιήλθε στην κατοχή των Αρμενίων, όμως αναφέρεται ως αρμενικό από τον 15ο αιώνα.
Ο Στέφανος Λουζινιανός (1572) αναφέρει ότι οι Κόπτες είχαν μοναστήρι που ονομαζόταν «Σαιντ Μαχαίρ» στη βόρεια οροσειρά [του νησιού] κοντά στο χωριό Πλατάνι, προσθέτει δε ότι το μοναστήρι αυτό ανήκει στους Αρμενίους. Πρέπει να δεχθούμε ότι το αναφερόμενο μοναστήρι «Σαιντ Μαχαίρ» είναι το αρμενικό μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου, αν και τούτο δεν βρίσκεται τόσο κοντά στο Πλατάνι. Το χωριό Πλατάνι, ερειπωμένο σήμερα, ήταν ένα από μερικά χωριά της περιοχής (όπως ο Κορνόκηπος) στα οποία είχαν κατοικήσει Αρμένιοι κατά τα Υστεροβυζαντινά χρόνια ή και αργότερα. Πιστεύεται ότι ένας ή δυο αρμενικοί οικισμοί είχαν δημιουργηθεί γύρω από το Αρμενομονάστηρον και εντός της κτηματικής του περιουσίας, οι οικισμοί όμως αυτοί δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν και διαλύθηκαν σύντομα.
Εδώ κι αρκετά χρόνια δεν υπάρχουν μοναχοί στο μοναστήρι, την δε περιουσία του διαχειριζόταν μέχρι το 1974 η αρμενική Εκκλησία της Κύπρου που υπάγεται στον Μεγάλο Οίκο της Κιλικίας που εδρεύει στο Λίβανο. Τα έσοδα από την περιουσία του Αρμενομονάστηρου διετίθεντο υπέρ της αρμενικής κοινότητας της Κύπρου. Από το 1974 το μοναστήρι είναι απρόσιτο γιατί βρίσκεται στο κατεχόμενο από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής τμήμα της Κύπρου.
Φαίνεται ότι το μοναστήρι δεν είχε μεγάλο αριθμό μοναχών ούτε σε παλαιότερα χρόνια. Διατηρούσε όμως στενή και συνεχή επαφή με το αρμενικό πατριαρχείο της Κιλικίας, από το οποίο πολλοί αξιωματούχοι επισκέπτονταν συχνά το μοναστήρι κατά καιρούς, μερικοί μάλιστα παρέμεναν και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Σε παλαιότερες εποχές το μοναστήρι ήταν επίσης χώρος προσκυνήματος για Αρμενίους άλλων χωρών που ταξίδευαν προς ή από τους Αγίους Τόπους. Μετά τις πρώτες εκτεταμένες σφαγές των Αρμενίων από τους Τούρκους κατά το 1895/6, ιδρύθηκε στη Λευκωσία αρμενικό ορφανοτροφείο για περίθαλψη μερικών παιδιών, στη δε συντήρησή του φαίνεται ότι βοήθησε και το μοναστήρι. Επίσης τον χώρο του μοναστηριού χρησιμοποιούσαν τα ορφανά παιδιά και ως τόπο εξοχής τα καλοκαίρια.
Η κτηματική περιουσία του μοναστηριού υπολογίζεται σε 10.000 στρέμματα γης περίπου, με χαρουπιές, ελιές και πεύκα.
Ο σημερινός ναός του μοναστηριού είναι σχετικά νέος. Κτίστηκε το 1811. Τον ναό περιβάλλουν απ' όλες τις πλευρές διώροφα οικοδομήματα, κελλιά, ξενώνες και άλλοι βοηθητικοί χώροι. Από τα αρχικά οικοδομήματα δεν σώζονται παρά ελάχιστα ίχνη γιατί το μοναστήρι ανακαινίστηκε κατά καιρούς. Τα σημερινά του κτίρια έχουν υποστεί καταστροφές εξαιτίας της τουρκικής εισβολής του 1974. Το καλοκαίρι του 1996, συγκεκριμένα την 1η Ιουνίου, προκλήθηκε στην περιοχή μεγάλη πυρκαγιά που προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές στο μοναστήρι. Τα περισσότερα από τα μοναστηριακά του οικοδομήματα καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Το μοναστήρι γιορτάζει την πρώτη Κυριακή του Μαΐου.
Συντήρηση
Οι εργασίες συντήρησης του Αρμενομονάστηρου άρχισαν αρχές του 2020 από τη δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά.
Από το 1974, το Αρμενομονάστηρο βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή και για πρώτη φορά επιχειρείται η συντήρησή του. Το μοναστήρι υπέστη ζημιές από πυρκαγιά το 1995 ενώ αποτράπηκαν σχέδια μετατροπής του σε ξενοδοχείο δύο φορές: το 1999 και το 2005.
Το 2016, το Αρμενομονάστηρο κηρύχτηκε αρχαίο μνημείο β’ πίνακα.