Γεώργιος άγιος Κοντός, Λάρνακα

Image

Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Κοντού βρίσκεται στις βορειοδυτικές παρυφές της Λάρνακας και είναι γνωστό ως «του Κοντού» διότι βρίσκεται πιο κοντά στην πόλη, σε σχέση προς μικρό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μακρύ (βλ. Γεωργίου Αγίου εκλησίες) που βρισκόταν μακρύτερα από την πόλη, στη βόρεια όχθη της αλυκής.

 

Το μοναστήρι, όπως σώζεται σήμερα, είναι νεότερο, αφού δεν απαντάται πριν από τον 19ο αιώνα. Αρχαιότερο των οικοδομημάτων του είναι ο ίδιος ο ναός, μονόκλιτος, καμαροσκέπαστος, με επικάλυψη από κεραμίδια. Σύμφωνα και προς εντοιχισμένη επιγραφή πάνω από τη νότια είσοδο, μαρτυρεί οικοδόμηση του ναού εκ βάθρων το 1833 – 4, επί μητροπολίτη Κιτίου Λεοντίου Β΄ (1821 – 1837) και με δαπάνη του εκ Λευκάρων οικονόμου Μελετίου. Η ίδια επιγραφή αναφέρει ότι «τα εν τω ναώ», δηλαδή εικονοστάσι και άλλα, ολοκληρώθηκαν μόλις το 1853, επί μητροπολίτη Μελετίου Γ΄ (1846 – 1864). Το καμπαναριό είναι μεταγενέστερο.

 

Στη νότια και τη δυτική πλευρά εκτείνονται στοές με καμάρες και κεραμιδένια στέγη. Στο μέσον της μακρόστενης νότιας στοάς υπάρχει μεγαλοπρεπής είσοδος. Η στοά κτίστηκε το 1922 και αντικατέστησε σειρά από κελλιά που κατεδαφίστηκαν. Πάντως, ενώ αναφέρεται οικοδόμηση του ναού το 1833 – 4, υπάρχει και αρχαιότερη αναφορά, του 1818, σε επιγραφή επί εικόνας του αγίου Γεωργίου, ότι αυτή είχε επαργυρωθεί από τον ιερομόναχο Άνθιμο, επιστάτη του μοναστηριού. Πιθανότατα η εικόνα αυτή είχε μεταφερθεί στο μοναστήρι από αλλού, αφού άλλη επιγραφή σε ειλητάριο σε εικόνα του Χριστού, επιβεβαιώνει ότι ο εκ Λευκάρων Μελέτιος ανήγειρε εκ βάθρων το μοναστήρι «και κτήτωρ εκλήθη της μονής».

 

Υπάρχει ωστόσο και η άποψη ότι το μοναστήρι ήταν πολύ αρχαιότερο, ότι είχε διαλυθεί και ότι απλώς επανιδρύθηκε τον 19ο αιώνα. Το 1833 πάντως, κατά τη διάρκεια του επαναστατικού κινήματος του Νικολάου Θησέως*, φαίνεται ότι το μοναστήρι υπήρχε, πιθανότατα διαλυμένο και ερειπωμένο, αφού εκεί είχε συγκεντρωθεί ένα πλήθος λαού που σήμανε και την αρχή του κινήματος.

 

Το μοναστήρι γιόρταζε τρεις φορές το χρόνο  (στις 23 Απριλίου, την Κυριακή του Κατακλυσμού και στις 3 Νοεμβρίου), γινόταν δε πολύ μεγάλο πανηγύρι. Ο Αθανάσιος Σακελλάριος (1890) γράφει ότι «η μονή...έχουσα των πολλών ένεκα εις αυτήν συρρεόντων προσκυνητών πολλά εισοδήματα, χρησιμεύοντα προς συντήρησιν των εκπαιδευτηρίων Λάρνακας και Σκάλας...».

 

Οι προσκυνητές συνέρρεαν όχι μόνο κατά τις ημέρες των πανηγυριών αλλά συνεχώς. Η δε συμβολή του μοναστηριού στην εκπαίδευση υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική. Ωστόσο το μοναστήρι δεν φαίνεται να είχε πολλούς μοναχούς ενοίκους και δεν είχε λειτουργήσει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ως μοναστήρι. Ήδη τουλάχιστον από το 1860, τούτο ενοικιαζόταν. Το 1860, βάσει σωζομένου εγγράφου, το είχε νοικιάσει για 5 χρόνια ο οικονόμος Μελέτιος, που υπηρετούσε σ’ αυτό τουλάχιστον από το 1840. Το ενοίκιο ανερχόταν σε 22.000 γρόσια ετησίως και το ποσόν αυτό διετίθετο υπέρ των εκπαιδευτηρίων της πόλης. Το 1866 το ενοίκιο ήταν 1.000 γρόσια μηνιαίως. Το 1900 διοχετεύθηκε στο μοναστήρι νερό με αγωγό από τις «Καμάρες», το παλαιό υδραγωγείο της Λάρνακας.

 

Στο χώρο του μοναστηριού λειτούργησε, από το 1912, το πρώτο Παγκύπριον Ιεροδιδασκαλείον, και σ’ αυτό διέμεναν ως οικότροφοι σπουδαστές από διάφορα μέρη της Κύπρου. Το Ιεροδιδασκαλείον είχε ιδρυθεί το 1910 από τον μητροπολίτη Κιτίου Μελέτιον Μεταξάκη (1910 – 1917), μετέπειτα οικουμενικό πατριάρχη και πατριάρχη Αλεξανδρείας.    

Φώτο Γκάλερι

Image