Έλληνας Φαναριώτης, ο οποίος διαδέχθηκε τον Κύπριο δραγομάνο του σεραγίου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο μετά την πτώση του τελευταίου και την αναχώρησή του για την Κωνσταντινούπολη πριν από τις 25 Οκτωβρίου 1808, σύμφωνα με επιστολή του Γάλλου προξένου στη Λάρνακα (Κυπριακά Χρονικά, Ζ' [1930] σ. 156).
Ο διορισμός του Λάμπρου έγινε απευθείας και όχι όπως συνηθιζόταν μέχρι τότε, από τον αρχιεπίσκοπο της Κύπρου. Ο διορισμός αυτός είναι ενδεικτικός του περιορισμού της δικαιοδοσίας και της δύναμης του αρχιεπισκόπου από τους Οθωμανούς.
Ο Λάμπρος πριν από τον διορισμό του στην Κύπρο είχε υπηρετήσει, άγνωστο υπό ποίαν ιδιότητα, ίσως ως διερμηνέας, στον αγγλικό στρατό στην Αίγυπτο. Στην Κύπρο και μετά την πτώση του Χατζηγεωργάκη, τόσο ο δραγομάνος όσο και ο αρχιεπίσκοπος, που την εποχή αυτή θα είναι ο Κυπριανός (1810-1821), ο μετέπειτα εθνομάρτυρας, διατηρούσαν ακόμη το ρόλο τους σχετικά με την κατανομή και συλλογή της φορολογίας από τους υπόδουλους Κυπρίους και την παράδοσή της στον Τούρκο κυβερνήτη του νησιού. Ο Λάμπρος όμως δεν διατηρούσε καλές σχέσεις με τους Κυπρίους προκρίτους και με τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό. Σύμφωνα με τον Άγγλο ταξιδιώτη John Μ. Kinneir, που επισκέφθηκε την Κύπρο τον Ιανουάριο του 1814 και συναντήθηκε με τον δραγομάνο Λάμπρο, ο Λάμπρος κατηγορούσε τον Κυπριανό ότι ανακατευόταν σε θέματα που δεν τον αφορούσαν (Excerpta Cypria, σ. 417).
Η πληροφορία αυτή ίσως απηχεί μια νέα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο, όπου ο Κύπριος αρχιεπίσκοπος προσπαθεί να επανακτήσει την προηγούμενη δύναμη και επιρροή του στις τοπικές υποθέσεις. Αυτό όμως δεν έγινε κατορθωτό. Με τις φοβερές σφαγές της 9ης Ιουλίου του 1821 και τον απαγχονισμό του αρχιεπισκόπου, των επισκόπων και των προκρίτων, η δύναμη της Κυπριακής Εκκλησίας περιορίστηκε σημαντικά.
Δεν είναι γνωστό πότε τέλειωσε η δραγομανία του Λάμπρου. Πάντως δεν αναφέρεται άλλος δραγομάνος του σεραγίου μετά απ' αυτόν και γι' αυτό θεωρείται σαν ο τελευταίος δραγομάνος της Κύπρου. Μετά τον Λάμπρο οι αρμοδιότητες του δραγομάνου δόθηκαν σ' έναν άλλο αξιωματούχο, τον γραμματικό του σεραγίου.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια