Ο λαάρης ή ραάρης (ουραδάρης κατά παρετυμολογία) ήταν ένας από τους θεριστές των σπαρτών σε παλαιότερες εποχές στην Κύπρο, όταν δεν είχε εισαχθεί ακόμη η θεριστική μηχανή. Κατά τη διάρκεια του θερισμού, ο καλύτερος θεριστής έκοβκεν αντάτζ'ιν, δηλαδή έκοβε ένα μέρος από το αθέριστο χωράφι που έπρεπε να θεριστεί κατά τα διάφορα στάδια του θερισμού. Ο θεριστής αυτός λεγόταν πρωταρκάτης. Δίπλα του ήταν ο κκιαγιάς και στο τέλος της σειράς ο λαάρης ή ραάρης που κρατούσε κατά κάποιο τρόπο την ουρά του αντατζ'ιού.
Αν κανένας άφηνε αθέριστη γραμμή και ιδιαίτερα ο λαάρης, τα αστεία εις βάρος του ήσαν πολλά επειδή οι άλλοι εργάτες έκαμναν κυκλοτερή κίνηση δήθεν για να τον βοηθήσουν οπότε κάποιος αστειευόμενος τον καβαλλίκευε. Επίσης έλεγαν πειρακτικά τραγούδια όπως το πιο κάτω:
Του πρωταρκάτη πρέπει του μια όρνιθα κουντούρα¹
τζ'αι του λαάρη πρέπει του ανέμπατη² κουλλούρα.
Του πρωταρκάτη πρέπει του μια κούππα με το μέλι
τζ΄αι του λαάρη πρέπει του μια πίττα κλιθθαρένη.
Τζ΄αι του λαάρη πρέπει του καρρέττα³ να ξαπλώννει
τζ'αι γύρου γύρου να ν' μεζές να τρώ˙ να ξιφαντώννει.
Η μέση θέλει κόκκαλα τζ'ι η άκρα θέλ’ αρκάτην
τζ' όπου τον οκνιαρόττερον βάλλουν τον πρωταρκάτην.
Σσ'ύψε, κκιαγιά την κάραν σου μεν ιψηλώννεις πάνω
Τζ' έσ’ει αγκάλες4 τζ'αι ξαρκώ5
tζ' έγιώ με το δεματικόν6
εννά σου δκιώ που πάνω.
Αφησ’ τον κόρη τον κκιαγιάν να μας λαλεί τραούδκια
ψηλώννει πάνω τζ'αι πaντά7 τζ'αι νάκκον8 τα κουνούπια
Έφαν τες βάκλες9 τζ'όρεξιν εν έσ'ει να θερίσει
θωρείς φεύκει μeσάντακα τζ'αι πα να κατουρήσει.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
1. χωρίς ουρά
2. χωρίς να υποστεί τη ζύμωση
3. γεωργικό αμάξι
4. θερισμένα στάχυα
5. είμαι αργός
6. τα στάχυα με τα οποία δένουν το δεμάτι
7. διώχνει
8. λίγο
9. λωρίδες αθέριστες
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια