Το λάδανον ή και λήδανον (ladanum) των αρχαίων, το οποίο αναφέρουν ο Ηρόδοτος, ο Διοσκουρίδης και ο Πλίνιος. Πρόκειται για μια λιπαρή ουσία, βαλσαμώδη ρητίνη, που σχηματίζεται στο τέλος της άνοιξης ή και το καλοκαίρι στο φύλλωμα της ξισταρκάς (cistus creticus). Η ουσία αυτή μαζευόταν κι εχρησιμοποιείτο από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι και σχεδόν πρόσφατα ως φαρμακευτική, αντιλοιμική, για μαλακτικές εντριβές και για άλλες περιπτώσεις. Από την ίδια ουσία κατασκεύαζαν στην Κύπρο και μια αλοιφή που λεγόταν αποστολιτζ΄ή, την οποία χρησιμοποιούσαν για θεραπεία σπυριών, ιδίως της ασθένειας των παιδιών που λεγόταν περνάριν (το) και ήταν μικρά σπυριά κυρίως γύρω από τα αυτιά και στο σβέρκο.
Βλέπε λήμμα: Βότανον ή βοτάνι
Τη συγκομιδή του λάδανου περιγράφει ο Διοσκουρίδης (Περί Ὓλης Ἰατρικῆς, 1.97), από την ξισταρκά που λεγόταν κίσθος:
...Αλλά υπάρχει κι ένα άλλο είδος κίσθου που μερικοί το ονομάζουν «λήδον», θάμνο που φυτρώνει στα αυτά μέρη με τον κίσθο, αλλά έχει πιο μικρά και πιο μαύρα φύλλα... Από το «λήδον» αυτό γίνεται το λεγόμενο λάδανον˙ οι αίγες δηλαδή και οι τράγοι όταν βόσκουν και τρώγουν τα φύλλα, παίρνουν αυτή την λιπαρή ουσία που προσκολλάται εύκολα στο πηγούνι και στα μεριά τους, αφού είναι κολλώδης˙ αφού την αφαιρέσουν, τη διυλίζουν, την πλάθουν σε σβώλους και την φυλάγουν. Άλλοι πάλι σέρνουν σχοινιά πάνω στους θάμνους και η ουσία κολλάει σ’ αυτά˙ αφού την ξύσουν, την πλάθουν πάλι σε σβώλους. Το πιο καλό από το λάδανον είναι το μυρωδάτο, πρασινωπό, ευκολομάλακτο και λιπαρό, χωρίς άμμο κι ακαθαρσίες, που μοιάζει με ρητίνη. Τέτοιο είναι αυτό που παράγεται στην Κύπρο, ενώ το αραβικό και το λιβυκό είναι κατώτερης ποιότητος.
Ο Πλίνιος πάλι (Naturalis Historia, 26.47), μας δίνει τις ακόλουθες πληροφορίες:
...Με το λάδανον σταματά η ευκοιλιότητα, μ’ αυτό που φυτρώνει μέσα στα σπαρτά αφού κοπανισθεί και κοσκινισθεί. Πίνεται σε νερό με μέλι ή σε καλό κρασί. Λήδον λέγεται το φυτό από το οποίο παράγεται στην Κύπρο το λάδανον που προσκολλάται στα γένια των αιγών.
Ο Τζιοβάννι Μαρίτι, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1763, μας δίνει την πληροφορία ότι τότε μεγάλες ποσότητες λάδανου μαζεύονταν στην περιοχή των Λευκάρων κι εξάγονταν από το λιμάνι της Λάρνακας σε κιβώτια των 50 και 100 οκάδων προς τις χώρες της Ευρώπης.
Ο Παναγιώτης Γεννάδιος, στο έργο του Λεξικόν Φυτολογικόν (τόμος Α΄, Αθήνα, 1914, στο λήμμα κίστος), σημειώνει τα ακόλουθα σχετικά κατά τις αρχές του 20ού αιώνα:
...Σήμερον ἐν Κύπρῳ τό λάδανον συλλέγεται μόνον περί τήν Τηλιριᾶν· καί μέρος μέν τοῦ προϊόντος καταναλίσκεται ἐν τῇ νήσῳ, μέρος δέ ἐξάγεται ἐν μορφῇ μαγίδων διά τήν Αἴγυπτον ἔνθα πωλεῖται πρός 3-4 σελίνια κατ’ ὀκάν. Τό πλεῖστον τοῦ λαδάνου συλλέγεται ἐν Κύπρῳ δι’ ὀργάνου ὀνομαζομένου ληονίστρα καί συνισταμένου ἐκ ράβδου μήκους 90-120 ἑκ. μετρ. ἀπό τοῦ ἑτέρου ἄκρου τῆς ὁποῖας ἐξαρτᾰται ξύλινον τόξον φέρον πολλάς παχείας καί περί τά 30 ἑκ. μετρ. μακράς δερματίνους λωρίδας ἤ ράμματα. Καθ’ ὅσον τό τόξον σύρεται ἄνωθεν τῶν Κίστων αἱ θίγουσαι αὐτούς λωρίδες ἤ τά ράμματα προσλαμβάνουσι τό λάδανον, ὃπερ προσκολλᾰται ἐπ’ αὐτῶν καί τό ὁποῖον ὁ λαδανοσυλλέκτης ἀποξέει κατά διαλείμματα καί ἀναπλάσσει εἰς βώλους ἤ μαγίδας... Πολύ καθαρώτερον εἶναι τό λάδανον τό συλλεγόμενον ἀπό τοῦ πώγωνος καί τῶν παραγναθίων καί παραμηριαίων τριχῶν τῶν εἰς κιστοφόρους τόπους βοσκόντων τράγων καί αἰγῶν... Τό κατά τούς ἀνωτέρω δύο τρόπους συγκομιζόμενον λάδανον καθαρίζεται θερμαινόμενον ἐν ὕδατι καί διηθούμενον διά λεπτοῦ ὑφάσματος. Ἀπαλλασσόμενον οὓτω τῶν ξένων ὑλῶν, ἀναπλάσσεται εἰς μαγίδας, ἑκάστη τῶν ὁποίων συνήθως ζυγίζει περί τά 200 δράμια. Ἡ Ἀλεξάνδρεια εἶναι σήμερον ἡ μόνη ὁπωσδήποτε σπουδαία ἀγορά τοῦ προϊόντος τούτου...
Εκτός από τον Τζιοβάννι Μαρίτι, αναφέρουν το λάδανον της Κύπρου κι άλλοι επισκέπτες παλαιοτέρων εποχών, όπως ο Delpa Valle (1625) που είχε εντυπωσιαστεί από μια ποσότητα που του είχαν δώσει στη Λάρνακα κι είχε μαζέψει σχετικές πληροφορίες (βλέπε Excerpta Cypria, p. 214), ο Van Bruyn (1683), που περιγράφει τον τρόπο περισυλλογής του στην περιοχή των Λευκάρων, τρόπο παρόμοιο με αυτόν που περιγράφει κατά την Αρχαιότητα ο Διοσκουρίδης (Exc. Cypr., p. 241), o Pococke (1738) που δίνει παρόμοιες πληροφορίες (Exc. Cypr., p. 267) και ο Sibthorp (1787) που επίσης γράφει παρόμοια, παραπέμποντας μάλιστα και στον Διοσκουρίδη (Exc. Cypr., pp. 330-331).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια