Σχολή που ιδρύθηκε στη Λευκωσία το 1953 ως διακοινοτική, με την ονομασία Σχολή Κωφαλάλων. Στην ίδρυσή της είχαν πρωτοστατήσει ο Ροταριανός Όμιλος Λευκωσίας, ο Δήμος Λευκωσίας και η τότε αποικιοκρατική κυβέρνηση η οποία, τρία χρόνια αργότερα, ανέλαβε πλήρως την ευθύνη της Σχολής. Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητη Δημοκρατία, την ευθύνη ανέλαβε το κράτος. Από το 1965 η Σχολή υπάγεται στο υπουργείο Παιδείας.
Η Σχολή στεγάστηκε αρχικά στο πρώην «Απομονωτήριο» κοντά στην αγορά Αγίου Αντωνίου, και δέχθηκε 22 κωφά παιδιά τόσο από την ελληνοκυπριακή όσο και από την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Τη διεύθυνση της Σχολής, στην οποία υπηρετούσαν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δάσκαλοι, είχε αναλάβει ο Γεώργιος Μάρκου, ο οποίος παρέμεινε διευθυντής της Σχολής μέχρι το 1979 που αφυπηρέτησε.
Το 1958 η Σχολή μεταφέρθηκε στη Μόρφου, στα κτίρια του πρώην Διδασκαλικού Κολλεγίου, όπου μπόρεσε να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό κωφών παιδιών. Το 1962 ο αριθμός των μαθητών ξεπέρασε τους 90, από τους οποίους οι 18 ήσαν Τουρκοκύπριοι. Στη Μόρφου έγινε επίσης σημαντική επέκταση των προγραμμάτων και δραστηριοτήτων της Σχολής. Το 1970 η Σχολή μεταφέρθηκε σε ιδιόκτητες κτιριακές εγκαταστάσεις στον δρόμο Λευκωσίας - Γερολάκκου, όπου μπορούσαν τώρα να εισαχθούν όλα τα κωφά παιδιά της Κύπρου. Παράλληλα, στα εργαστήρια της Συνεργατικής Εταιρείας Κωφαλάλων, δίπλα στη Σχολή, απασχολούνταν βιοποριστικά 60 περίπου απόφοιτοι, κατασκευάζοντας έπιπλα, υφαντά, είδη αγγειοπλαστικής κ.α. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την κατάληψη της περιοχής, η Σχολή λειτούργησε αρχικά σε αντίσκηνα, μέσα σε χωράφι στην Ανθούπολη, ως Προσφυγική Σχολή Κωφών Παίδων και στη συνέχεια σε κτιριακές εγκαταστάσεις στη Μακεδονίτισσα, σε χώρο που παραχώρησε η μονή Κύκκου.
Το 1987 φοιτούσαν στη Σχολή 66 μαθητές από τις ελεύθερες περιοχές, από τους οποίους οι περισσότεροι διέμεναν στο οικοτροφείο της Σχολής. Στη Σχολή λειτούργησαν τρία βασικά τμήματα που κάλυπταν τις βαθμίδες από την προδημοτική ως τη μέση / τεχνική / επαγγελματική εκπαίδευση. Λειτούργησε επίσης η Συνεργατική Εταιρεία Κωφαλάλων δίπλα στη Σχολή, προσφέροντας εργασία σε 60 περίπου άτομα. Σημαντικός αριθμός αποφοίτων της Σχολής βρήκαν εργασία σε κυβερνητικά τμήματα, ενώ άλλοι κωφοί σε ιδιωτικές εταιρείες.
Το 1993 ψηφίστηκε ο «Νόμος που προνοεί για την Ένταξη και Ενσωμάτωση Κωφών Παιδιών στο Εκπαιδευτικό Σύστημα (Προδημοτική, Στοιχειώδη και Μέση Εκπαίδευση)».Το 1999 αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της εκπαίδευσης κωφών και της ειδικής εκπαίδευσης γενικότερα. Τη χρονιά αυτή ψηφίστηκε «Ο περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμος». Ο Νόμος σαφώς προβλέπει ότι τα παιδιά με απώλεια ακοής εκπαιδεύονται μέσα σε γενικά σχολεία εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, που δυνατόν να αποφασιστεί διαφορετικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου.
Σήμερα, ο αριθμός των παιδιών της Σχολής Κωφών έχει συρρικνωθεί σημαντικά, αφού τα παιδιά φοιτούν σε γενικά σχολεία. Τα μισά παιδιά της Σχολής είναι ηλικίας 3 μέχρι 6 χρόνων και προετοιμάζονται εκεί για να ενταχθούν σε κανονικό σχολείο.
Ο όρος «κωφάλαλος» έχει καταργηθεί διεθνώς, γιατί με την εκπαίδευση της οποίας τυγχάνουν τα άτομα με ακουστική αναπηρία, κάθε άλλο παρά «άλαλα» είναι.