Στη σύγχρονη εποχή αρμάριν λέγεται το έπιπλο στο οποίο φυλάσσεται ρουχισμός κυρίως, καθώς και οικιακά σκεύη. Το έπιπλο αυτό είναι είτε ανεξάρτητο τεμάχιο, είτε εντοιχισμένο.
Σε παλαιότερες εποχές το αρμάριν ήταν εκβάθυνση σε τοίχους του κυπριακού σπιτιού που έκλεινε με ξύλινη θύρα. Στην εκβάθυνση αυτή φυλάγονταν τροφές ή ρουχισμός ή διάφορα σκεύη ή και άλλα αντικείμενα όπως κοσμήματα.
Υπάρχουν διάφορες εισηγήσεις ως προς την προέλευση της λέξης:
α) Από τη γαλλική λ. armoire, ίσως επειδή σε τέτοια αρμάρια φυλάγονταν και όπλα.
β) Από το όνομα του αρχαίου θεού Ερμή, ίσως επειδή σε τέτοιες εσοχές των τοίχων τοποθετούνταν αγαλμάτια του θεού (εξού και ερμάριν αντί αρμάριν).
γ) Από τη λ. έρμα (=σαβούρα πλοίου), ίσως επειδή στο ερμάριν τοποθετούσαν και αντικείμενα που δεν ήσαν απαραίτητα στην καθημερινή ζωή.
αρμαρόλλα: Σχετική με το αρμάριν είναι και η αρμαρόλλα, που δεν είναι εντοιχισμένη αλλά κατασκευασμένη από πελεκάνο, με πολύ λεπτό δικτυωτό σύρμα ώστε να εισέρχεται ο αέρας αλλά όχι οι μύγες και άλλα έντομα. Η αρμαρόλλα εχρησιμοποιείτο για τη φύλαξη διαφόρων τροφίμων. Ένα είδος αρμαρόλλας ήταν και το έπιπλο που εχρησιμοποιείτο για τη φύλαξη οικιακών σκευών, όπως πιατικών, ποτηριών κλπ.