«Κυρκελέησον»

Image

Παραδοσιακό κυπριακό θρησκευτικό τραγούδι που επιζεί ακόμη σε διάφορες περιοχές της Κύπρου, σε ποικίλες παραλλαγές. Ακόμη και σήμερα σε μερικά χωριά (ιδίως της περιοχής Μόρφου), οι γυναίκες συνηθίζουν να τραγουδάνε μέσα στο πενηντάμερον το τραγούδι αυτό, «προκειμένου να τους συγχωρεθούν οι αμαρτίες» (Κ.Γ. Γιαγκουλλής, Κυπριακός Λόγος, αρ. 15-16,1971, σ. 164, όπου δημοσιεύεται και παραλλαγή του τραγουδιού από το χωριό Αργάκι. Παραλλαγές βλέπε επίσης στο βιβλίο του Χρ. Κυπριανού, Τό Παγκύπριον Γυμνάσιον καί ἡ Λαογραφία, Α', Λευκωσία, 1967, σ. 123 και στη Μαθητική Ἑστία του Παγκ. Γυμν., ΚΑ', αρ. 50, 1970-71, σ. 76).

 

Όπως και οι γνωστοί Θρήνοι της Παναγίας και άλλα θρησκευτικά τραγούδια, έτσι και το Κυρκελέησον φαίνεται να έχει τις καταβολές του στα Μεσαιωνικά χρόνια, οπότε πιθανότατα τραγουδιόταν κι αυτό στις εκκλησίες, ως μέρος κάποιου είδους θεατρικής εκκλησιαστικής ζωής (για την οποία βλέπε αναφορά στο λήμμα θέατρο). Το ίδιο το τραγούδι έχει, εξάλλου, και διαλογικά μέρη. Αρκετά αποσπάσματά του απαντώνται αυτούσια και στους Θρήνους που τραγουδιούνται ακόμη στις εκκλησίες μερικών χωριών το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής.

 

Είναι χαρακτηριστικό πως το ίδιο το τραγούδι αρχίζοντας, καλεί τους πιστούς να το τραγουδούνε, προκειμένου να σωθούν:

 

Λαλούν το Κυρκελέησον, λαλούν το τζι' ας το πούμεν

λαλούν το τζ' ας το ψάλλωμεν, τζ' ας το καλοναρκούμεν.

Τζ' απού το λέει να σωθεί, τζ' απού το λέει ν' αγιάσει

Τζ' απού το συνεργιάζεται, Παράδεισον να φτάσει.

Εγιώ το λέω να σωθώ, εγιώ το λε' ν' αγιάσω.

εγιώ το συνεργιάζομαι, Παράδεισον να φτάσω.

Καλλι' ώρα του που το λαλεί τρεις φορές την ημέραν

ππέφτει λαμπρόν δεν κάφκεται, με ποταμός τον παίρνει,

μήτε μασ 'αίριν δίστομον πάνω του δεν ιμπαίννει...

 

Ιδιαίτερα εντυπωσιακά στο τραγούδι αυτό είναι τα διαλογικά μέρη μεταξύ του πάσχοντος Χριστού και της μητέρας του, που φανερώνουν όχι μόνο τη δραματική υφή και τη θεατρικότητα του ποιήματος, αλλά και υψηλή ποιητική σύλληψη:

 

-Τζ' α, γιε μου, πώς εβάσταξες κανιά πελετζ'ημένα

τζ' α, γιέ μου, πώς εβάσταξες παλλούτζ'ια σιερένα;

-Εγιώ τα βάσταξα, μανά, να με δοξολογούσιν

τζ'αι να με κράζουσιν Χριστόν τζ'αι να με προσκυνούσιν.

-Τζ'αι πού μασ'αίριν να σφαώ τζ'αί λάκκον για να δώσω

τζ'αι πού ποτάμιν σύθθολον να μπω να παραδώσω;

-Μανά, τζ' αν ισφαής εσού, σφάζουντ' οι μάνες ούλλες,

μανά, τζ' αν λατσ'ιστείς εσού, λατσ'ιούντ' οι μάνες ούλλες...