Όνομα δυο ηγουμένων του μοναστηριού της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας, της επαρχίας Πάφου, που ήταν γνωστοί ως Κύριλλος Α' και Κύριλλος Β'.
Κύριλλος Α΄: Καταγόταν από το χωριό Επτακώμη της Καρπασίας κι ήταν γνωστός και ως Κύριλλος ο μακρύς εξαιτίας του ότι ήταν πανύψηλος. Διετέλεσε ηγούμενος του μοναστηριού της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας για πολλά χρόνια, από το 1910 μέχρι το 1947 που πέθανε. Είχε σπουδάσει στο Σχολαρχείο της Λευκωσίας, εθεωρείτο πολύ καλός «χειριστής τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου», διακρινόταν δε για τη φιλοπατρία του και την ικανότητά του σε διαχειριστικά ζητήματα. Εργάστηκε για την οικονομική ανόρθωση του μοναστηριού του και, μεταξύ άλλων, αγόρασε και αξιοποίησε διάφορα κτήματα που είχαν παλαιότερα περιέλθει στα χέρια Τούρκων. Προώθησε επίσης την κατασκευή αμαξωτού δρόμου που να συνδέει το μοναστήρι της Χρυσορροϊάτισσας με την πόλη της Πάφου, το δε πρώτο αυτοκίνητο ανήλθε μέχρι το μοναστήρι (όπου του έγινε υποδοχή με κωδωνοκρουσίες) στις 26 Σεπτεμβρίου 1925.
Ο Κύριλλος Α' διακρίθηκε επίσης για τα διοικητικά του προτερήματα, τόσο μάλιστα ώστε η Ιερά Σύνοδος τον διόρισε στις 3.3.1920 και διευθυντή του μοναστηριού του Αγίου Νεοφύτου, όπως ἀναλάβῃ τό θεάρεστον ἔργον τῆς ἀναστηλώσεως καί ἀναδιοργανώσεώς του, σύμφωνα προς σχετική επιστολή που του είχε σταλεί τότε. Επίσης, τον Φεβρουάριο του 1926 η αδελφότητα του μοναστηριού του Αποστόλου Ανδρέα τον εξέλεξε οικονόμο του δικού της μοναστηριού, αλλά αυτός δεν απεδέχθη την εκλογή προτιμώντας να παραμείνει στην Χρυσορροϊάτισσα.
Κύριλλος Β': Ηγούμενος του μοναστηριού της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας από το 1965 και για την επόμενη δεκαετία. Γεννήθηκε στο χωριό Κρίτου Μαρόττου της επαρχίας Πάφου το 1930. Το 1948 χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1956 συνελήφθη από τους Βρετανούς και φυλακίστηκε. Από το 1960 μέχρι το 1965 είχε σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.