Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο θεμελιωτής του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (γνωστού αργότερα ως Βυζαντινού) που θεωρήθηκε άγιος και που τιμάται ιδιαίτερα στην Κύπρο μαζί με τη μητέρα του, αγία Ελένη. Το πλήρες όνομά του ήταν Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος. Γεννήθηκε
στις 27 Φεβρουαρίου 280 μ.Χ. στη Ναϊσό της Ιλλυρίας (σημερινή πόλη Νις της Γιουγκοσλαβίας) και πέθανε στις 22 Μαϊου το 337 μ.Χ. Μητέρα του ήταν η αγία Ελένη, κόρη ενός κάπελα (=ταβερνιάρη) ή, κατ’ άλλη παράδοση, κόρη «βάρβαρου ηγεμόνα», την οποία πάντως ο Ζώσιμος αποκαλεί «γυναῖκα οὔ σεμνήν». Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος Χλωρός, συναυτοκράτορας στο σύστημα τετραρχίας του Διοκλητιανού. Στην αυλή του Διοκλητιανού μεγάλωσε ο Κωνσταντίνος και σύντομα έγινε χιλίαρχος. Πήρε μέρος σε εκστρατεία του πατέρα του στη Βρετανία, όπου ο Χλωρός πέθανε το 306 κι ο Κωνσταντίνος διακρίθηκε. Μετά τον θάνατο του Χλωρού, ο στρατός του ανακήρυξε συναυτοκράτορα τον γιο του Κωνσταντίνο, παρά το ότι του προσεφέρθη ο τίτλος του καίσαρα. Την εποχή αυτή, ανακατατάξεις, φιλοδοξίες και αντιζηλίες έχουν ως αποτέλεσμα την ανακήρυξη πολλών αυτοκρατόρων, που είναι συνολικά έξι: Κωνσταντίνος, Σεβήρος, Μαξιμιανός και Μαξέντιος στη Δύση, και Γαλέριος και Μαξιμίνος στην Ανατολή. Το 307, μετά από ήττα του, αυτοκτόνησε ο Βαλέριος Σεβήρος, ενώ ο Κωνσταντίνος συμμάχησε με τον Μαξιμιανό, του οποίου την κόρη Φαύστα νυμφεύθηκε, παίρνοντας και τον τίτλο του αυγούστου. Η κατάσταση περιπλέκεται πιο πολύ από νέες εξελίξεις: ο Γαλέριος διορίζει στη Δύση αύγουστο τον Λικίνιο, ενώ ο Μαξέντιος ανατρέπει τον πατέρα του Μαξιμιανό. Ο τελευταίος εκδιώκεται από τον Κωνσταντίνο και καταφεύγει στη Μασσαλία όπου θανατώνεται το 310. Το 311 πεθαίνει και ο Γαλέριος, οπότε ξεσπά εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Μαξιμίνου και Λικινίου, ενώ οι γενικότερες εξελίξεις στη Ρώμη στρέφουν τα πράγματα κατά του Κωνσταντίνου.
Ο Κωνσταντίνος, που αποβλέπει στην επανένωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τη νέα κι ανερχόμενη θρησκευτική δύναμη, που έχει ήδη εξαπλωθεί πολύ, τον Χριστιανισμό, κατά του βασικού του αντιπάλου στη Ρώμη, του Μαξεντίου, στου οποίου τον στρατό υπηρετεί πλήθος Χριστιανών. Το «όραμα» του Κωνσταντίνου (ἐν τούτῳ νίκα) είναι μεταγενέστερη εκδοχή που «ερμηνεύει» την ενέργεια του να προσθέσει στα λάβαρά του τα γράμματα Χ και Ρ (=Χριστός) τα οποία επιτρέπει να τοποθετηθούν και στις ασπίδες των Χριστιανών στρατιωτών του. Στη σύγκρουση που έγινε στο Ταυρίνο (σημερινό Τουρίνο) ο Κωνσταντίνος συνέτριψε τον Μαξέντιο εκμεταλλευόμενος τη δύναμη των Χριστιανών, εκ των οποίων πολλοί εγκατέλειψαν τον Μαξέντιο και προσχώρησαν στις δικές του δυνάμεις. Το 312, λίγο έξω από τη Ρώμη, ο Μαξέντιος νικήθηκε ξανά και οριστικά πλέον, χάνοντας και τη ζωή του. Ο Κωνσταντίνος εισήλθε νικητής στη Ρώμη. Ακολούθησε συνάντησή του με το Λικίνιο στο Μεδιόλανο (σημερινό Μιλάνο) το 312, όπου εξεδόθη και το περίφημο διάταγμα περί ανεξιθρησκίας, γιατί ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να στηριχθεί οριστικά πλέον στους Χριστιανούς. Ο Λικίνιος, που κατέβαλε τους δικούς του αντιπάλους, νυμφεύθηκε την Κωνσταντία, αδελφή του Κωνσταντίνου. Αναπόφευκτη ήταν όμως η σύγκρουση των δυο, ο δε Λικίνιος συνετρίβη κυριολεκτικά σε δυο μάχες στη Θράκη το 314. Ακολούθησαν και άλλες συγκρούσεις των δυο ηγετών και τελικά ο Λικίνιος παραδόθηκε στον Κωνσταντίνο τον Σεπτέμβριο του 323. Εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου λίγο αργότερα εκτελέστηκε. Έτσι ο Κωνσταντίνος παρέμεινε πλέον μονοκράτορας, εκκαθαρίζοντας και άλλους πιθανούς διεκδικητές ανώτατων αξιωμάτων, θανατώνοντας και αυτή τη σύζυγό του Φαύστα, ύστερα από υπόδειξη της μητέρας του Ελένης.
Μέσα στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεών του, ο Κωνσταντίνος επέλεξε την πόλη Βυζάντιον στη θάλασσα του Βοσπόρου, σαν νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Η πόλη πήρε τότε το όνομά του κι έγινε Κωνσταντινούπολις (γνωστή αρχικά και σαν Νέα Ρώμη). Η επιλογή δεν ήταν τυχαία, γιατί το Βυζάντιον συγκέντρωνε πολλά πλεονεκτήματα. Μεταξύ άλλων, βρισκόταν περίπου στο κέντρο της αχανούς αυτοκρατορίας και κτισμένο σε θέση που στρατηγικά πρόσφερε θαυμάσιες δυνατότητες οχύρωσης /άμυνας.
Ο Κωνσταντίνος πέθανε στη Νικομήδεια την 21 Μαίου 337, χωρίς να γίνει ποτέ Χριστιανός. Ωστόσο η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο, όπως και τη μητέρα του, η δε μνήμη τους τιμάται την 21η Μαΐου.
Οι σχέσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου με την Κύπρο είναι έμμεσες. Οι σημαντικότερες, εξάλλου, απ’ αυτές αφορούν σοβαρούς αντίκτυπους που είχαν στην Κύπρο πράξεις κι ενέργειές του. Η πρώτη σχέση που αναφέρεται στις πηγές, αφορά συμμετοχή κυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων κατά του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όπως γράφει ο Ζώσιμος στο Ἱστορικόν του (2.22,1-2),όταν ο Λικίνιος πληροφορήθηκε πως ο Κωνσταντίνος ετοίμαζε πόλεμο, έστειλε αγγελιαφόρους του στα υπό την εξουσία του έθνη, για να του ετοιμάσουν πολεμικά καράβια και στρατιωτικές πεζικές και ιππικές δυνάμεις. Και όσο πιο σύντομα ήταν δυνατό, του έστειλαν 80 τριήρεις οι Αιγύπτιοι, 80 οι Φοίνικες, 60 οι Ίωνες και 60 οι Δωριείς της Μικράς Ασίας, 30 οι Κύπριοι, 20 οι Κάρες, 30 οι Βιθυνοί και 50 οι Λίβυοι. Δεν υπάρχουν, ωστόσο, ιστορικές πληροφορίες για το πώς, πού και πότε χρησιμοποιήθηκαν οι μικρές κυπριακές δυνάμεις από τον Λικίνιο. Πάντως ο στόλος του Λικινίου καταστράφηκε στον Ελλήσποντο από τον Κρίσπο, γιο του Κωνσταντίνου, το 324 μ.Χ.
Σημαντικό για τις κυπριακές εξελίξεις στάθηκε το περί ανεξιθρησκίας διάταγμα του Μεδιολάνου που αποτελεί, στην πραγματικότητα, την πρώτη μεγάλη νίκη του Χριστιανισμού. Οι εκκλησιαστικές πηγές αναφέρουν φοβερούς διωγμούς Χριστιανών και στην Κύπρο, μέχρι τα χρόνια του Διοκλητιανού. Το διάταγμα του Μεδιολάνου είχε επιπτώσεις σημαντικές και στην Κύπρο, όπου οι Χριστιανοί εγκαταλείπουν πλέον τις κατακόμβες και ελεύθερα ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, ιδρύοντας σε λίγο και τις πρώτες εκκλησίες. Η Κυπριακή Εκκλησία είναι πλέον ισχυρή, και η ειδωλολατρία νικάται πλέον οριστικά. Είναι χαρακτηριστικό το ότι μεγάλης φήμης ιεράρχες της Κύπρου, ιδίως ο άγιος Σπυρίδων, άκμασαν στα χρόνια της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Σπυρίδων, μαζί με άλλους Κυπρίους ιεράρχες, εκπροσωπούν επάξια την Κυπριακή Εκκλησία στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Νίκαια το 325 μ.Χ. Η σύνοδος εκείνη συνεκλήθη από τον ίδιο τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Σοβαρή επίδραση επί της Κύπρου είχαν και οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η ίδρυση της Νέας Ρώμης ή Κωνσταντινουπόλεως (της οποίας τα θεμέλια τέθηκαν το 324 μ.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν το 330 μ.Χ.) και η χρησιμοποίησή της ως πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού κράτους, σήμανε ουσιαστικά τον διαχωρισμό της αχανούς αυτοκρατορίας σε Ανατολική (που εξελίχθηκε σε Βυζαντινή) και σε Δυτική (αν και διοικητικά ο Κωνσταντίνος χώρισε την αυτοκρατορία σε τέσσερα τμήματα). Η Κύπρος υπήχθη τότε στο Ανατολικό τμήμα και στη διοίκηση της Εώας (=Ανατολής). Πιο συγκεκριμένα, η αυτοκρατορία είχε διαιρεθεί σε 13 διοικήσεις. Η πρώτη απ’ αυτές, η διοίκηση της Εώας, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια, ήταν διαιρεμένη σε 15 επαρχίες, εκ των οποίων μια ήταν η Κύπρος. Συνεπώς στη συνέχεια η Κύπρος απετέλεσε επαρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, πράγμα που επέδρασε τελεσίδικα επί του όλου χαρακτήρα του νησιού και των κατοίκων του.
Το 332 μ.Χ. η Κύπρος επλήγη από καταστρεπτικούς σεισμούς (όπως και το 342 μ.Χ., λίγο μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου), υπέφερε δε και από άλλα δεινά, όπως οι πειρατικές επιδρομές. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έστειλε τότε στην Κύπρο ύστερα από υπόδειξη της μητέρας του, ως διοικητή τον Καλόκαιρο, με την εντολή να εργαστεί για την ανόρθωση του νησιού. Ο Καλόκαιρος όμως θεώρησε τον διορισμό του αυτό ως ευκαιρία για τον ίδιο, κι αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητος ηγεμόνας. Ο αυτοκράτορας αντέδρασε αμέσως κι απέστειλε στρατιωτική δύναμη, με αρχηγό τον ανεψιό του, καίσαρα Δαλμάτιο κατά του κινηματία. Το κίνημα κατεστάλη εύκολα και ο Καλόκαιρος διέφυγε εκτός Κύπρου, για να συλληφθεί όμως και να εκτελεστεί στην Ταρσό.
Ο Καλόκαιρος συνδέεται στην παράδοση και με την εκτροφή γάτων για καταπολέμηση των ερπετών, στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στο Ακρωτήρι της Λεμεσού (βλέπε λήμμα γάτες Αγίου Νικολάου).
Στο Μηνολόγιον της Εκκλησίας της Αβησσυνίας βρίσκουμε, στις 2 Ιανουαρίου, μια περίεργη αναφορά: Μνημονεύεται ένας επίσκοπος Σόλων, με το όνομα Πέτρος, με την παρατήρηση ότι αυτός είχε βαπτίσει Χριστιανό τον Μέγα Κωνσταντίνο. Ο Le Quien παρατηρεί ότι η σχετική διήγηση προήλθε από αλεξανδρινές πηγές. Κι ο Λεόντιος Μαχαιράς, στο Χρονικόν του, αρχίζει την περί Κύπρου αφήγησή του (παρ. 3) με αναφορά στο «βάπτισμα» του Μεγάλου Κωνσταντίνου:
Ὁ μέγας Κωνσταντῖνος μετά τό βαπτιστῆναι εἶπεν ὅτι ἡ δική μας χώρα ἡ Κύπρος ἔμεινεν χωρίς τινάς χρόνους λς΄ [=36], διατί ἐγίνην πεῖνα μεγάλη ἀπού ἀβροχίαν, καί οὓλη ἡ σπορά ἐχάθηκεν καί ἡ πεῖνα ἐγίνην μεγάλη, καί οὗλα τά νερά τῶν βρυσῶν ἐξεράναν, καί ἐπηγαῖνναν ἀπού τόπον εἰς τόπον μέ τά κτηνά τους... καί τό νησσίν ἔμεινεν χωρίς τινάν χρόνους λς΄ [=36].
Κι αμέσως πιο κάτω (παρ. 4):
Ὃνταν ἐστράφην ὁ μέγας Κωνσταντῖνος ἀπέ τήν εἰδωλολατρε/αν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ με ὃσους εἲχεν εἰς τήν Ρώμην, τότε ἐπῆρεν ὁρισμόν ἡ ἁγία δέσποινα Ἑλένη ἡ μητέρα του ἀπέ τόν υἱόν της νά πάγῃ νά γυρεύση τόν τίμιον σταυρόν εἰς τά Ἱεροσόλυμα· καί ἦρτεν πρός τήν ἀνατολήν, καί ἠρτεν εἰς τήν Κύπρον...
Βέβαια, όπως ελέχθη και πιο πάνω, ο Κωνσταντίνος δεν έγινε Χριστιανός. Ετάφη βέβαια σε χριστιανικό ναό, αλλά με ειδωλολατρικές τελετές. Ο Μαχαιράς εκφράζει εδώ μεταγενέστερη παράδοση, η οποία συνδέει μάλιστα την επίσκεψη της αγίας Ελένης στην Κύπρο με την αποθεραπεία του νησιού από τις πολλές πληγές και θεομηνίες, ιδιαίτερα τις σεισμικές καταστροφές. Κατά την παράδοση, πάλι, και η Σαλαμίς μετονομάστηκε σε Κωνσταντία από το όνομα του Μεγάλου Κωνσταντίνου (μάλιστα σε μερικές πηγές αναφέρεται ως Κωνσταντίνου πόλις), πράγμα που δεν είναι ορθό˙ η πόλη πήρε το όνομα Κωνσταντία από το όνομα του Κωνστάντιου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία του είχε διαιρεθεί μεταξύ των γιων του Κωνσταντίνου Β΄, Κωνσταντίου Β΄ και Κώνσταντος Α΄. Ο δεύτερος από τους τρεις, ο Κωνστάντιος Β΄ , κληρονόμησε την Ανατολή στην οποία περιλαμβανόταν και η Κύπρος.
Για τον Μέγα Κωνσταντίνο βλέπε και στο λήμμα Ελένη αγία και Κύπρος.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια