ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Κλείσανε τήν ψυχή μου σέ μιά γωνιά τῆς νύχτας.
Ἡ μελαγχολία σχίζει τό φεγγάρι, στό μέτωπό μου
δεθῆκαν τ’ ἂστρα κομπολόι ἐνός παράλυτου γέρου
πού κοιτάζει τά κοκαλιάρικα χέρια τῆς μοναξιᾶς.
Βαριά ὁμίχλη μαντάλωσε τά σκονισμένα παράθυρα
κι ὣρα ἔριξε τό τελευταῖο της νόμισμα στόν σακατεμένον ἐπαίτην
πού καθότανε τόσες ὧρες στό κατώφλι μου,
ποῦ νά βρῶ λευκές μαργαρίτες νά τοῦ χαρίσουμε
χορτασμένες ἀπ’ ἀγάπη καί φῶς.
Τώρα δέν ἔχομε φῶς νά ντύσομε τά γυμνά παιδιά μας
κι ἡ τριανταφυλλιά κοιμᾶται στήν ἄκρια χωρίς μιά φουχτίτσα
νερό.
Ποῦ νά βρῶ μές στό σκοτάδι τό χρῶμα τῆς γιασεμιᾶς.
Φέτος δέν εἶναι φέτος.
Ποιός φούχτιασε τήν ἲριδα τήν ὣρα πού χόρευε ὁ διθύραμβος
στό αἷμα τῶν κοριτσιών στό περιβόλι τῶν πόθων;
Οἱ πεταλοῦδες κρύφτηκαν σ’ ἓνα βυθό φόβου
καί στό μόλο π’ ὀνειρευόμασταν βηματίζει μι’ ἀνάμνηση.
Γεώργιος Κωνστάντης