«κύπριος χαρακτήρ»

Image

Φράση από την τραγωδία Ἱκέτιδες του Αισχύλου. Η φράση αυτή, που περιέχεται σε λόγο του βασιλιά Πελασγού προς τις Δαναΐδες, απετέλεσε αντικείμενο πολλών συζητήσεων και διαφωνιών σχετικά με τη σημασία της. Σύμφωνα με την υπόθεση της τραγωδίας, οι πενήντα Δαναΐδες, που αποτελούν και τον Χορό, συνοδευόμενες από τον πατέρα τους Δαναό, φθάνουν με πλοίο σε μια ερημική ακτή του Αργολικού κόλπου. Είναι κυνηγημένες από τα ξαδέρφια τους, τους πενήντα γιους του βασιλιά Αιγύπτου, που θέλουν, παρά την άρνησή τους να τις νυμφευθούν. Η αμφίεσή τους είναι ανατολική, βαρβαρική, τα πρόσωπά τους μελαψά. Κατέφυγαν στο Άργος γιατί από εκεί καταγόταν η μακρινή τους πρόγονος, η Ιώ, που, ύστερα από πολύχρονες περιπέτειες έφθασε στην Αίγυπτο, όπου γέννησε παιδί από τον Δία, τον Έπαφο, του οποίου οι Δαναΐδες είναι τρισέγγονες. Καθώς επικαλούνται τον Δία, υπενθυμίζοντάς του και την καταγωγή τους απ’ αυτόν, να τις βοηθήσει να βρουν προστασία στη γη των προγόνων τους, φθάνει κοντά τους ο βασιλιάς του Άργους Πελασγός, συνοδευόμενος από στρατό. Μένει έκπληκτος από τη ξενική τους εμφάνιση κι από το γεγονός ότι αποβιβάστηκαν στη χώρα του χωρίς προειδοποίηση . Στον διάλογο που ακολουθεί οι Δαναΐδες του λένε ότι είναι Αργείες στη γενιά, απόγονοι της καλλίτεκνης αγελάδας, της Ιούς. Ο βασιλιάς όμως δυσκολεύεται να πιστέψει στην αλήθεια των λόγων τους. Είναι αδύνατο να κατάγονται από το Άργος. Η ενδυμασία και η όψη τους δείχνουν ότι κατάγονται από την Ανατολή, από χώρες μακρινές, βαρβαρικές:

 

Χορός (Δαναΐδες): Ἀργεῖαι γένος

ἐξευχόμεσθα, σπέρματ’   εὐτέκνου βοός.

                                                            275

Βασιλιάς (Πελασγός): ἄπιστα μυθεῖσθ’,

ὦ ξέναι, κλύειν ἐμοί,

ὃπως τόδ’ ὑμῖν ἐστιν  Ἀργεῖον γένος.

Λιβυστικαῖς γάρ μᾶλλον ἐμφερέστεραι

γυναιξίν ἐστε κοὐδαμῶς ἐγχωρίαις. 280

καί Νεῖλος ἄν θρέψειε τοιοῦτον φυτόν,

Κύπριος χαρακτήρ τ’ ἐν γυναικείοις τύποις

εἰκώς πέπληκται τεκτόνων πρός ἀρσένων.

 

(Αισχ., Ἰκέτ. 274-275, 277-283)

 

(Μετάφραση):

Χορός: Αργείτικη, καυχιόμαστε, η γενηά μας,

απόγονοι είμαστε της αγελάδας            275

της καλλίτεκνης...

Βασιλιάς: Τα λόγια σας απίστευτα, π' ακούω,

ξένες, πως είν’ Αργείτικη η γενηά σας.

Γιατί είστε πιότερο όμοιες με γυναίκες

Λιβυκές και δε μοιάζετε καθόλου

με τις δικές μας ντόπιες

τις γυναίκες.                                            280

Μονάχα ο Νείλος θάτρεφε ένα τέτοιο

φυτό. Από αρσενικούς τεχνίτες

της Κύπρου ο χαρακτήρας σε γυναικείες

έχει αποτυπωθεί μορφές που μοιάζουν

με σας.

 

(μετφρ. Ε. Χατζηανέστη)

 

Οι δυο τελευταίοι στίχοι (282-283) μεταφράστηκαν με ποικίλους τρόπους και οι ιστορικοί, αρχαιολόγοι και φιλόλογοι που ασχολήθηκαν με τη φράση κύπριος χαρακτήρ της έδωσαν ποικίλες ερμηνείες και κατέληξαν σε διαφορετικά ο καθένας συμπεράσματα για τη σημασία της. Ανάμεσα σε όσους απασχόλησε ιδιαίτερα το θέμα περιλαμβάνονται και οι Βρετανοί ιστορικοί και αρχαιολόγοι George Hill, John Myres και Stanley Casson, ο Σουηδός αρχαιολόγος Einar Gjerstad, ο Ιταλός αρχαιολόγος Maurigio Borda και οι Κύπριοι Κωνσταντίνος Σπυριδάκις και Κυριάκος Χατζηιωάννου. Όλοι αυτοί, στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν την επίμαχη φράση των Ἱκέτιδων του Αισχύλου, κατέληξαν σε τέσσερα είδη ερμηνείας:

 

Οι αρχαιολόγοι είδαν στη φράση την έκφραση της καλλιτεχνικής ιδιοτυπίας της κυπριακής γλυπτικής, που είχε ένα δικό της, «κυπριακό», χαρακτήρα. Χρονολογικά πρώτος ο J. Myres, στην εισαγωγή που έγραψε στον Κατάλογο του Κυπριακού Μουσείου (Λονδίνο, 1899), παρατήρησε ότι οι αναθηματικές και επιτάφιες τερρακότες του Μουσείου αποτελούν δείγματα του «κύπριος χαρακτήρ» του Αισχύλου. Τις ίδιες απόψεις για τον ιδιότυπο χαρακτήρα της κυπριακής τέχνης επανέλαβε και αργότερα στον Κατάλογο των κυπριακών αρχαιοτήτων της συλλογής Cesnola (1914). Το 1926 ο A.W. Lawrence, σε μελέτη του στο Journal of Hellenic Studies, υποστήριξε ότι τα κυπριακά αγαλμάτια, που ο Myres θεωρεί ως προϊόντα ανατολικών (ασσυριακών) επιδράσεων, είναι επηρεασμένα από την αρχαϊκή ελληνική τέχνη και ότι η κυπριακή γλυπτική της εποχής αυτής είναι περισσότερο ελληνική παρά ανατολική. Ένα από τα επιχειρήματα του Lawrence ήταν ότι η κυπριακή γλυπτική περιλαμβάνει ως επί το πλείστον αγάλματα και όχι ανάγλυφα, όπως συμβαίνει στην Ασσυρία.

 

Ο επίσης Άγγλος αρχαιολόγος και ιστορικός Stanley Casson στο βιβλίο του Αρχαία Κύπρος, η Τέχνη και η Αρχαιολογία της (1937), διατύπωσε την άποψη ότι υπάρχει ένας «κύπριος χαρακτήρ» αισθητός σε κάθε γλυπτό στο νησί. Ο Σουηδός αρχαιολόγος Einar Gjerstad, σε δημοσίευμά του στον τέταρτο τόμο της Σουηδικής Αποστολής στην Κύπρο, διατύπωσε σαφέστερα την αρχαιολογική ερμηνεία της φράσης με τα ακόλουθα: Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής και της Αρχαϊκής περιόδου ο κυπριακός πολιτισμός (culture) αναπτύχθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Τα ξένα στοιχεία είχαν προσαρμοσθεί, είχαν ενσωματωθεί στον κυπριακό οργανισμό και μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν νέες μορφές, νέοι ρυθμοί, έργα τέχνης ενός ξεχωριστού χαρακτήρα. Αυτός ο «κύπριος χαρακτήρ» είναι πολυεδρικός. Το 1973, σε ομιλία του με τον τίτλο «Αρχαϊκή Κύπρος» στον Επιστημονικό και Φιλολογικό Σύλλογο Αμμοχώστου, επαναδιατύπωσε την ίδια θέση. Υπογραμμίζοντας ότι μετά το 670 π.Χ. η Κύπρος έζησε μιαν πλήρη πολιτική ελευθερία εκατό περίπου χρόνων και το «κυπριακό δημιουργικό πνεύμα» επιβεβαιώθηκε κατά τρόπο εξαιρετικό και κυριάρχησε στην   αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη χειροτεχνία, πρόσθεσε ότι τα αριστουργήματα της κυπριακής τέχνης της εποχής αυτής είναι οι αντιπροσωπευτικότεροι διερμηνείς του «κύπριος χαρακτήρ».

 

Αντίθετα προς την αρχαιολογική ερμηνεία, που συγκεντρώνει την προσοχή της στις αισθητικές μορφές της κυπριακής τέχνης, ιδίως της γλυπτικής, ο Βρετανός ιστορικός George Hill, στον πρώτο τόμο της Ιστορίας της Κύπρου (1940), εισήγαγε μιαν εθνολογική ερμηνεία της φράσης. Υποστήριξε ότι με το «κύπριος χαρακτήρ» ο Αισχύλος εννοούσε ότι οι Κύπριοι ανήκαν σε κάποιο ξένο, μη ελληνικό τύπο. Έγραψε: Από τα προηγούμενα γεννιέται, πολύ φυσικά, το ερώτημα κατά πόσον το κυπριακό έθνος ήταν ελληνικό. Για μένα έχει εν μέρει απαντηθεί από την εκπεφρασμένη γνώμη ενός Αθηναίου ποιητή επάνω στο τι είναι κυπριακό, φαίνεται ότι γι’ αυτόν ο κυπριακός τύπος ήταν κάτι εντυπωσιακά ξένο. Αυτό είναι το ουσιαστικό νόημα ενός περίεργου χωρίου στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Ο Αργείος βασιλιάς απαριθμώντας ξένους φυλετικούς τύπους, στους οποίους οι γυναίκες του φαίνονται ότι ανήκουν... τοποθετεί τις Κύπριες γυναίκες ανάμεσα στις Αιγύπτιες και τις Ινδές. Η χρήση όρων που προσιδιάζουν στις πλαστικές τέχνες είναι πιθανόν να υποβάλλει την ιδέα ότι ο ποιητής είχε υπόψιν του κάποιο συγκεκριμένο έργο κυπριακής τέχνης· ελάχιστη όμως αμφιβολία υπάρχει ότι απλώς χρησιμοποιούσε αυτούς τους όρους μεταφορικά. Οι λόγοι του δεν εκφράζουν τη γνώμη του για την κυπριακή γλυπτική. Το χωρίο έβαλε σε δοκιμασία την ευφυία όλων των διορθωτών, όλοι όμως συμφωνούν στη γενική αντίληψη ότι οι «Ικέτιδες» γεννούν στον βασιλιά τη σκέψη ότι ανήκουν σε κάποιον ξένο, μη ελληνικό τύπο. Με βάση αυτό το γεγονός είναι προφανές ότι οι απόπειρες που έγιναν, και που αναμφίβολα θα γίνουν και στο μέλλον, για να αποδείξουν ότι οι Κύπριοι ήσαν γνήσιοι Έλληνες, θα πρέπει να είναι μάταιες.

 

Η ερμηνεία αυτή του Hill πρέπει να ενταχθεί μέσα στα πλαίσια της όλης πολιτικής ατμόσφαιρας που επικρατούσε στην Κύπρο κατά τη δεκαετία του 1930, ύστερα από την εθνική εξέγερση των Ελλήνων της Κύπρου το 1931, και μέσα στις σκοπιμότητες της αγγλικής αποικιακής πολιτικής που επεδίωκε τον αφελληνισμό του νησιού. Οι απόψεις του Hill προκάλεσαν μεταξύ των Ελλήνων της Κύπρου έντονες αντιδράσεις, που εκπροσωπούνται κυρίως από τις θέσεις του Κ. Σπυριδάκι, ο οποίος τις εξέθεσε με ανακοίνωσή του σε συνεδρία της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών. Με την ανακοίνωσή του αυτή εισήγαγε μια τρίτου είδους ερμηνεία, που απομακρύνεται από τις αρχαιολογικές και την εθνολογική του Hill. Αφού κάκισε τον Βρετανό ιστορικό επειδή ἐθεώρησεν ὀρθόν εἰς ἕνα σοβαρόν ἐπιστημονικόν περί Κύπρου ἔργον νά ἀναμείξῃ φθηνήν πολιτικήν ἐντελῶς ἀκαίρως καί νά συναγάγῃ  ἐθνολογικά πορίσματα ἑξ ἐνός ἀρχαίου χωρίου μέ πρόχειρον τρόπον, αποκαλύπτοντας με την ερμηνεία του ἄλλα ἐλατήρια παρά τά καθ’ αὑτό ἐπιστημονικά, υποστήριξε μιαν ερμηνεία τοπογραφική: Ο Αισχύλος, κατά τον Σπυριδάκι, συμπεριλαμβάνοντας και τους Κυπρίους ανάμεσα σε άλλους, μη ελληνικούς λαούς, στο σχετικό χωρίο, επεδίωκε απλώς να επισημάνει τη μη ελληνική εξωτερική εμφάνιση του Χορού των Δαναΐδων, χωρίς πρόθεση εθνολογικής διάκρισης. Με τη φράση του δηλαδή «κύπριος χαρακτήρ» κατατάσσει απλώς τοπογραφικά την Κύπρο στις ανατολικές χώρες όπου γεωγραφικά ανήκει. Αυτό δεν έχει, οποιαδήποτε εθνολογική σημασία, όπως επεχείρησε να συμπεράνει ο Βρετανός ιστορικός. Θα πρέπει ακόμη να προσεχθεί ότι ο Αισχύλος, αναφερόμενος στην εξωτερική εμφάνιση των Κυπρίων, Λιβύων, Αιγυπτίων και άλλων λαών της Ανατολής, δεν θέλησε να τους ξεχωρίσει από τους άλλους   Έλληνες γενικά, αλλά ειδικά από τους κατοίκους της Αργολίδας. Τη διάκριση αυτή έκαμε ο Αισχύλος ακριβώς για να δείξει κατόπιν ότι ο Χορός των Δαναΐδων, αν και εξωτερικά δεν είχε ομοιότητα προς τους Αργείους, είχε εντούτοις συγγένεια αίματος. Εξάλλου η αντίληψη του Αισχύλου για την εθνική ταυτότητα των Κυπρίων φαίνεται σαφώς από όσα σχετικά αναφέρει στην τραγωδία του Πέρσαι. Εκεί λέγει ρητά ότι μητρόπολις της κυπριακής Σαλαμίνος είναι η Σαλαμίς της Αττικής και κατατάσσει την Κύπρο ανάμεσα στα ελληνικά νησιά και τις ελληνικές πόλεις που κατέκτησε ο Δαρείος. Ο Αισχύλος, επιλέγει ο Σπυριδάκις, ο οποίος γνώριζε καλά τις εκστρατείες των Ελλήνων — ιδιαίτερα των συμπολιτών του Αθηναίων — για την απελευθέρωση της Κύπρου μετά τους Περσικούς πολέμους, δεν μπορούσε, λίγα χρόνια προηγουμένως, να χαρακτηρίσει στις Ἱκέτιδες τους Κυπρίους ως έθνος ξεχωριστό και όχι ελληνικό.

 

Εκτενώς ασχολήθηκε με το θέμα και ο Ιταλός αρχαιολόγος Maurigio Borda, επιχειρώντας, με μια μεγάλη μελέτη 68 σελίδων, να αποδείξει τον «κύπριον χαρακτήρα» της κυπριακής γλυπτικής. Η μελέτη του, με τον τίτλο Κύπριος χαρακτήρ. Απόψεις της αρχαϊκής κυπριακής γλυπτικής (1947), καταλήγει σε συμπέρασμα που δεν αρνείται την ελληνικότητα της Κύπρου, θεωρεί όμως ότι στη σκέψη του Αισχύλου υπερίσχυσε η επιβολή της ανατολίτικης αισθητικής αντίληψης πάνω στην ελληνική, στα έργα της κυπριακής γλυπτικής: ... Το αποτέλεσμα της επιβολής αυτής της ανατολίτικης αισθητικής αντίληψης πάνω στην ελληνική... είναι, στη γλώσσα της τέχνης, ο «κύπριος χαρακτήρ», εν ονόματι του οποίου ...ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Ικέτιδες», ξεχνώντας την ελληνικότητα του νησιού, θα εξομοιώσει τους Κυπρίους με τα ξενικά έθνη της Λιβύης και της Αιγύπτου...

 

Πλήρη απόρριψη όλων των προηγούμενων ερμηνειών εισηγήθηκε ο Κυριάκος Χατζηιωάννου, δηλώνοντας ότι ο «κύπριος χαρακτήρ» του Αισχύλου δεν έχει καμιά σχέση με τους Κυπρίους και εισηγούμενος μια τέταρτη, ολωσδιόλου διαφορετική ερμηνεία της φράσης. Ο Κ. Χατζηιωάννου ξεκίνησε από τη διαπίστωση ότι όσα συνοδεύουν τον «κύπριον χαρακτήρα» στο σχετικό απόσπασμα και είναι στενά συνδεδεμένα μαζί του, όπως τα «χαρακτήρ», «τύποις», «πέπληκται», «τέκτονες», είναι όροι κυριολεκτούμενοι στη νομισματοκοπία και αναγκάζουν να αναζητηθεί στη λέξη «κύπριος» μια έννοια που να ανήκει στη νομισματοκοπία.

 

Στην περίπτωση αυτή, υποστήριξε, το επίθετο «κύπριος» δεν παράγεται από το όνομα του νησιού Κύπρος, αλλά από τη λέξη «κύπρος» που σημαίνει χαλκός, και συνεπώς το «κύπριος χαρακτήρ» πρέπει να ερμηνευθεί ως «χάλκινη στάμπα», ως η ανάγλυφη δηλαδή απεικόνιση που σταμπάρεται στα χάλκινα νομίσματα, και η οποία με τον καιρό παίρνει σκούρο χρώμα. Με βάση την ερμηνεία αυτή της φράσης, όταν ο Αισχύλος χαρακτηρίζει τις Ικέτιδες όμοιες με «κύπριον χαρακτήρα», δηλαδή με απεικονίσεις σε χάλκινα νομίσματα που βγήκαν από γυναικεία καλούπια κτυπημένα από τεχνίτες αρσενικούς, εννοεί ότι οι Ικέτιδες ήσαν μελαψές, σκουρόχρωμες, όπως το χρώμα του χαλκού.

 

Για να ενισχύσει την ερμηνεία του αυτή παραθέτει μαρτυρίες από αρχαίες πηγές σχετικά με τη σημασία της λέξης «κύπριος» = χάλκινος και «κύπρος» = χαλκός (π.χ. κύπριος ἦλος = χάλκινο καρφί), και αποδεικνύει ότι η σημασία αυτή του επιθέτου ήταν γνωστή και στον Αισχύλο και στο ακροατήριό του. Την υιοθέτηση της ερμηνείας αυτής, προσθέτει, ενισχύει περισσότερο και η φράση του Ευριπίδη λαμπρόν χαρακτήρα αργύρου (Ἠλέκτρα, 558-559), με την οποία ο ποιητής παρομοιάζει τον ξανθόν Ορέστη με απεικόνιση σε λαμπερό ασημένιο νόμισμα.

 

Συνεπώς, καταλήγει ο Κ. Χατζηιωάννου, ο «κύπριος χαρακτήρ» του Αισχύλου δεν έχει καμιά σχέση ούτε με την εθνολογία των Κυπρίων, όπως υποστήριξε ο G. Hill, ούτε με την κυπριακή τέχνη, όπως υποστήριξαν ο Myres, Casson, Gjerstad και Borda, ούτε και με την τοπογραφική ερμηνεία του Κ. Σπυριδάκι. Απλώς ο Αισχύλος ήθελε να πει ότι οι Ικέτιδες γυναίκες του Χορού έμοιαζαν με Λίβυες, Αιγύπτιες ή Ινδές εξαιτίας του «κύπριου χαρακτήρα» τους, δηλαδή της σκουρόχρωμης, χαλκόχρωμης όψης τους.