Δεύτερος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, από τις 3 Σεπτεμβρίου 1977, και πρώην υπουργός των Εξωτερικών και πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Γεννήθηκε στη Λεμεσό στις 28 Οκτωβρίου 1932 και πέθανε στις 12 Μαρτίου 2002. Από την πλευρά του πατέρα του Αχιλλέα η καταγωγή του ήταν από το χωριό Λεύκαρα. Από την πλευρά της μητέρας του Μαρίας, το γένος Αραούζου, η καταγωγή του ήταν από τη Λεμεσό. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στη Λεμεσό και στη συνέχεια αποφοίτησε από το Ελληνικό Γυμνάσιο της ίδιας πόλης. Πήγε αμέσως μετά στην Αγγλία όπου σπούδασε οικονομικές και εμπορικές επιστήμες στο City of London College, καθώς και νομικά στο Gray’s Inn. Πήρε πτυχίο νομικής το 1954. Μελέτησε επίσης συγκριτικό δίκαιο κι έτυχε σχετικού διπλώματος.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του για σπουδές στην αγγλική πρωτεύουσα, ανέπτυξε παράλληλα και άλλες δραστηριότητες: Ίδρυσε το 1952, μαζί με άλλους, την Εθνική Φοιτητική Ένωση Κυπρίων Αγγλίας (Ε.Φ.Ε.Κ.Α.), της οποίας υπήρξε και ο πρώτος πρόεδρος (1952-1954). Επίσης, το Φεβρουάριο του 1952 διορίστηκε από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄ ως γραμματέας του για το Λονδίνο και δυο χρόνια αργότερα, το 1954, ανέλαβε και το γραφείο της Εθναρχίας στο Λονδίνο, του οποίου ένας από τους κύριους σκοπούς ήταν η διαφώτιση της βρετανικής και γενικά της διεθνούς κοινής γνώμης γύρω από το Κυπριακό ζήτημα. Στα πλαίσια αυτά ο Σπύρος Κυπριανού είχε πολλές επαφές με Βρετανούς επισήμους, ιδίως του Εργατικού κόμματος και του κόμματος των Φιλελευθέρων. Οργάνωσε επίσης διάφορες εκδηλώσεις, έδωσε διαλέξεις και πήρε μέρος σε συνέδρια. Η διαφωτιστική προσπάθεια εντάθηκε μετά την έναρξη, στην Κύπρο, του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα την 1 Απριλίου 1955. Τότε, για τις δραστηριότητές του στην Αγγλία, ο Σπύρος Κυπριανού διετάχθη να εγκαταλείψει την χώρα τον Ιούνιο του 1956. Πήγε τότε στην Ελλάδα, όπου συνεργάστηκε με την Πανελλήνια Επιτροπή Αυτοδιαθέσεως Κύπρου, κυρίως σε θέματα σχετικά με τη διεθνή προβολή του Κυπριακού ζητήματος. Στην Αθήνα νυμφεύθηκε, το 1956, τη σύζυγό του Μιμή η οποία κατάγεται από την Ελλάδα (Βέροια) και την οποία είχε γνωρίσει πιο πριν στο Λονδίνο κι είχε συνεργαστεί μαζί της στο πλαίσιο φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της Ε. Φ. Ε. Κ. Α. (όπως η παρουσίαση θεατρικών έργων με σκοπό να μαζεύονται χρήματα για ίδρυση νυκτερινού σχολείου για τα Κυπριόπουλα του Λονδίνου). Η Μιμή Κυπριανού απεβίωσε στη Λευκωσία στις 22 Νοεμβρίου 2021.
Από τον Αύγουστο του 1956 μέχρι το Μάρτιο του 1957 ο Σπύρος Κυπριανού έδρασε ως αντιπρόσωπος της Εθναρχίας στην έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Στο διάστημα αυτό είχε πολλές επαφές με αντιπροσωπείες χωρών μελών του ΟΗΕ, καθώς και με Αμερικανούς αξιωματούχους, γύρω από το Κυπριακό ζήτημα. Στην Αθήνα επέστρεψε το Μάρτιο του 1957 και, λίγο αργότερα, του επετράπη να επιστρέψει στο Λονδίνο όπου κι ανέλαβε ξανά τη θέση του εκεί εκπροσώπου της Εθναρχίας.
Στη βρετανική πρωτεύουσα παρέμεινε μέχρι και την επίτευξη συμφωνίας για το Κυπριακό, που έγινε στη Ζυρίχη τον Φεβρουάριο του 1959 κι υπεγράφη στο Λονδίνο μέσα στον ίδιο μήνα. Επέστρεψε στην Κύπρο το Μάρτιο του 1959, μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (από το Μάρτιο του 1959 μέχρι τον Αύγουστο του 1960 οπότε η Κύπρος ανακηρύχθηκε επίσημα σε ανεξάρτητη Δημοκρατία), ο Σπύρος Κυπριανού εργάστηκε μαζί με αρκετούς άλλους και μ’ επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, για την ίδρυση του νέου κράτους. Μεταξύ άλλων, αντιπροσώπευσε την ελληνοκυπριακή πλευρά στη διάσκεψη των Αθηνών για τη σύνταξη του κειμένου της συμφωνίας προς εφαρμογή της τριμερούς συμμαχίας (μεταξύ Κύπρου -Ελλάδας - Τουρκίας) που επρονοείτο από τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου.
Στις 16 Αυγούστου του 1960, ημέρα ανακήρυξης της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, διορίστηκε από τον πρώτο πρόεδρο της Δημοκρατίας αρχιεπίσκοπο Μακάριο, υπουργός Δικαιοσύνης. Λίγες όμως μέρες αργότερα του ανετέθη το υπουργείο των Εξωτερικών, ιδιαίτερα σημαντικό και από την άποψη ότι το νεοϊδρυθέν Κυπριακό κράτος μόλις έκανε τα πρώτα του διεθνή βήματα κι έπρεπε ν’ αναπτύξει τις διεθνείς του σχέσεις τόσο με τις διάφορες χώρες όσο και με διεθνείς οργανισμούς, ομάδες χωρών και συνασπισμούς. Υπό την ιδιότητά του ως υπουργός των Εξωτερικών εκτέλεσε πολλές επισκέψεις σε διάφορες χώρες, εκπροσώπησε την Κύπρο σε πολλές διεθνείς διασκέψεις και συνέδρια, συνόδευσε δε τον πρόεδρο Μακάριο κατά τις επίσημες και άλλες επισκέψεις του σε πολλές χώρες, μεταξύ δε αυτών στην Αίγυπτο (1961), Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας (1962), Ηνωμένες Πολιτείες (1962), Ελλάδα (1962), Τουρκία (1962), Ινδία (1962), Νιγηρία (1966), Δαχομέη (1966), Χιλή (1966), Ισημερινό (1966), Κολομβία (1966), Φιλανδία (1968), Σουηδία (1968), Δανία (1968), Βατικανό (1968), Τανζανία (1970), Ζαμβία (1970), Κένυα (1970) και Ιαπωνία (1970). Συνόδευσε επίσης τον πρόεδρο Μακάριο και παρέστη σε διασκέψεις των αρχηγών των χωρών της Κοινοπολιτείας και στις διασκέψεις κορυφής των Αδεσμεύτων στο Βελιγράδι, στο Κάιρο και στη Λουσάκα. (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ)
Ο Σπύρος Κυπριανού εμφανίστηκε επίσης πολλές φορές, ως υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου (Βιντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ) από τα επίσημα βήματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στις διάφορες μακρές συζητήσεις για το Κυπριακό ζήτημα, μετά την έναρξη της ένοπλης ανταρσίας των Τουρκοκυπρίων, κατά το 1964 και κατά τα χρόνια που ακολούθησαν. Κατά τις κρίσιμες περιόδους του 1964-1967, οπότε η Κύπρος απειλείτο από την Τουρκία με άμεση στρατιωτική εισβολή, ανέλαβε διάφορες σοβαρές διεθνείς αποστολές. Επίσης, τον Σεπτέμβριο του 1964, υπέγραψε στη Μόσχα συμφωνία για παροχή σοβιετικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Κύπρο.
Έκαμε επίσης πολλά ταξίδια στην Αθήνα, για διαβουλεύσεις με τις διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις. Συμμετείχε επίσης στις συνεδρίες της εξ υπουργών επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο και στο Παρίσι, διετέλεσε δε και πρόεδρος της επιτροπής αυτής κατά την περίοδο Απριλίου - Δεκεμβίου 1967.
Μετά την επιβολή δικτατορίας στην Ελλάδα (21 Απριλίου 1967), ήλθε σε σύγκρουση με μέλη του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών, σε σχέση προς το Κυπριακό πρόβλημα, κι ύστερα από άσκηση πιέσεων αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το υπουργικό του αξίωμα στις 5 Μαϊου 1972. Ιδιώτευσε μέχρι το 1974, ασκώντας το επάγγελμα του δικηγόρου.
Μετά το πραξικόπημα κατά του προέδρου Μακαρίου και την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής που το ακολούθησε, τον Ιούλιο του 1974, ο Σπύρος Κυπριανού πήγε στην Αθήνα μετά την μεταπολίτευση, και είχε συνομιλίες με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και άλλα μέλη της τότε κυβερνήσεως εθνικής ενότητας που είχε αναλάβει την εξουσία μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος. Στη συνέχεια μετακινείτο μεταξύ Αθηνών και Λονδίνου όπου βρισκόταν ο πρόεδρος Μακάριος μετά την αναγκαστική εξορία του από την Κύπρο. Το Σεπτέμβριο του 1974 ανέλαβε να ηγηθεί της κυπριακής αντιπροσωπείας στη Νέα Υόρκη, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Από τη Νέα Υόρκη επέστρεψε στην Αθήνα και βρισκόταν σε συνεχή επαφή με την ελληνική κυβέρνηση παρά δε το ότι δεν είχε τότε καμιά επίσημη ιδιότητα, πήρε μέρος και στις συνομιλίες μεταξύ του προέδρου Μακαρίου και της ελληνικής κυβέρνησης, το Δεκέμβριο του 1974, και λίγο αργότερα επέστρεψε στην Κύπρο. Τον Φεβρουάριο του 1975 απετέλεσε μέλος της κυπριακής αντιπροσωπείας στη συζήτηση του Κυπριακού στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
Το Μάιο του 1976 ίδρυσε το Δημοκρατικό Κόμμα (Δημοκρατική Παράταξη είχε ονομασθεί αρχικά) που εξασφάλισε, κατά τις βουλευτικές εκλογές της 5 Σεπτεμβρίου 1976, τις 21 από το σύνολο των 35 εδρών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ο ίδιος εξελέγη πρόεδρος της Βουλής.
Την προεδρία της Βουλής ο Σπύρος Κυπριανού διατήρησε μέχρι το θάνατο του προέδρου Μακαρίου στις 3 Αυγούστου 1977. Τότε, σύμφωνα προς το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανέλαβε ως προεδρεύων της Δημοκρατίας. Λίγο αργότερα, στις 3 Σεπτεμβρίου 1977, εξελέγη χωρίς ανθυποψήφιο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. (Βλέπε Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ) Δυνάμει των σχετικών προνοιών, η εκλογή του αυτή ήταν για υπηρεσία του υπόλοιπου χρόνου θητείας του προέδρου Μακαρίου τον οποίο είχε διαδεχθεί. Η θητεία αυτή έληγε στις 27 Φεβρουαρίου 1978. Στις 28 Φεβρουαρίου 1978 ο Σπύρος Κυπριανού επανεξελέγη, και πάλι χωρίς ανθυποψήφιο, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ύστερα από 5ετή θητεία, επανεξελέγη πρόεδρος εξασφαλίζοντας, στις προεδρικές εκλογές της 13ης Φεβρουαρίου 1983, ποσοστό 56,54% των ψήφων. Για τις εκλογές αυτές είχε συνεργασθεί με το ΑΚΕΛ, αντίπαλοί του δε ήταν οι Γλαύκος Κληρίδης και Βάσος Λυσσαρίδης.
Ύστερα από 10ετή και πλέον υπηρεσία στο ανώτατο αξίωμα του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Σπύρος Κυπριανού έχασε τις προεδρικές εκλογές τον Φεβρουάριο του 1988, οπότε και τερματίστηκε η προεδρική του θητεία. Κατά την πρώτη φάση των εκλογών (14 φεβρουαρίου 1988), υποψηφιότητα για το αξίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας είχαν θέσει 5 συνολικά άτομα: Ο μέχρι τότε πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού (υποστηριζόμενος από το Δημοκρατικό Κόμμα), ο Γλαύκος Κληρίδης (υποστηριζόμενος από το κόμμα Δημοκρατικός Συναγερμός), ο πρόεδρος της Βουλής Βάσος Λυσσαρίδης (υποστηριζόμενος από το Σ.Κ.ΕΔΕΚ), ο Γεώργιος Βασιλείου (ανεξάρτητος, υποστηριζόμενος από το ΑΚΕΛ) και ο ανεξάρτητος Θράσος Α. Γεωργιάδης. Τα αποτελέσματα:
Επειδή κανένας από τους υποψηφίους δεν εξασφάλισε το απαραίτητο ποσοστό ψήφων (50% συν ένα), δεν υπήρξε εκλογή. Ο Σπύρος Κυπριανού έχασε την εξουσία, εφ’ όσον στον δεύτερο γύρο των εκλογών στις 21 Φεβρουαρίου 1988, υποψήφιοι θα ήσαν οι δυο επικρατέστεροι. Τελικά εξελέγη ως νέος πρόεδρος ο Γιώργιος Βασιλείου, που υπήρξε έτσι διάδοχος του Σπύρου Κυπριανού στην προεδρία της Δημοκρατίας.
Ο Σπύρος Κυπριανού, ως ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος, ηγήθηκε τούτου και κατά τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 1996, και στη συνέχεια εξελέγη και πάλι πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων για άλλη μία 5ετή θητεία. Ο Σπύρος Κυπριανού εξακολούθησε επί σειρά ετών να αποτελεί σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο, ως αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος.
Η βασικότερη προσπάθεια των κυβερνήσεων Σπύρου Κυπριανού ήταν η δίκαιη επίλυση του Κυπριακού ζητήματος, όπως τούτο είχε διαμορφωθεί μετά την εισβολή του 1974 και τη στρατιωτική κατοχή από την Τουρκία μεγάλου τμήματος της Κύπρου. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής στενή ήταν η συνεργασία με τις ελληνικές κυβερνήσεις. Ο ίδιος ο Σπύρος Κυπριανού είχε συνάντηση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, το 1979, στην παρουσία του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, οπότε κι επετεύχθη μια εκ 10 σημείων συμφωνία, που όμως παρέμεινε χωρίς συνέχεια εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας. Το Κυπριακό πρόβλημα προσπάθησε να προωθήσει προς επίλυση μέσω του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, είχε δε κατά καιρούς σχετικές επαφές και διαβουλεύσεις. (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος-Αρχείο ΡΙΚ)
Το Μάιο του 1978 ο πρόεδρος Κυπριανού πήρε μέρος στην ειδική σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για τον Αφοπλισμό. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις Ηνωμένες Πολιτείες συναντήθηκε με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Τζίμμυ Κάρτερ και με άλλους αρχηγούς κρατών. Το Σεπτέμβριο του 1978 επεσκέφθη τις Βρυξέλλες, όπου είχε συνομιλίες πάνω σε διμερή και διεθνή θέματα. Αργότερα επεσκέφθη τις ΗΠΑ, είχε συνάντηση με τον πρόεδρο Κάρτερ και προσφώνησε τότε τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ την οποία προσφώνησε και πάλι τον Οκτώβριο του 1979 και το 1982. (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος-Αρχείο ΡΙΚ) Τον Αύγουστο του 1979 μετέσχε στη διάσκεψη κορυφής των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της Κοινοπολιτείας στη Λουσάκα. Το Σεπτέμβριο του 1979 μετείχε στην 6η διάσκεψη κορυφής των Αδεσμεύτων στην Αβάνα της Κούβας, και τον Μάρτιο του 1983 στην 7η διάσκεψη κορυφής των Αδεσμεύτων στο Νέο Δελχί.
Πραγματοποίησε επίσης πολλές επισκέψεις, επίσημες ή εργασίας, σε αρκετές χώρες όπως στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας τον Ιούνιο του 1979, στην Αραβική Δημοκρατία της Συρίας τον Οκτώβριο του 1979, στην Ιταλία και στο Βατικανό το Μάρτιο του 1980, στη Τσεχοσλοβακική Σοσιαλιστική Δημοκρατία τον Ιούνιο του 1980, στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας τον Ιούνιο του 1980, στην Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας τον Οκτώβριο του 1980, στις Ινδίες τον Οκτώβριο του 1980, στη Βρετανία και στο Λουξεμβούργο το Δεκέμβριο του 1980, στην Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας το Φεβρουάριο του 1981, στην Αυστραλία το Σεπτέμβριο - Οκτώβριο του 1981, στη Λαϊκή Δημοκρατία Βουλγαρίας τον Νοέμβριο του 1981, στη Λαοκρατική Δημοκρατία Ουγγαρίας τον Νοέμβριο του 1981, στο Ιράκ τον Δεκέμβριο του 1981, στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών τον Οκτώβριο - Νοέμβριο του 1981, στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1983, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας τον Ιούνιο - Ιούλιο του 1984, στην Ισπανία τον Ιούλιο του 1987. Κατά τις επισκέψεις αυτές ή και με άλλες ευκαιρίες, του απονεμήθηκαν πολλά παράσημα και άλλες τιμητικές διακρίσεις, μεταξύ δε αυτών: