Επίσκοπος Κιτίου (1868-1886), μια σημαντική πολιτική και εκκλησιαστική προσωπικότητα στην Κύπρο κατά τα οκτώ πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας.
Ο Κυπριανός γεννήθηκε στο Λευκόνοικο στις 21 Μαρτίου 1833. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Οικονομίδης. Ο πατέρας του ήταν ο Οικονόμος Μιχαήλ Γιαννή. Ο Κυπριανός ήταν ξάδερφος του πατέρα (μικρός θείος) του διαλεκτικού ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη και θείος του Ιωάννη Οικονομίδη, του ιδρυτή της Τράπεζας Κύπρου.
Μόρφωση - σπουδές
Τα πρώτα του γράμματα ο Κυπριανός τα διδάχτηκε σε ηλικία επτά χρόνων από κάποιο συγχωριανό του. Όταν έγινε 14 χρόνων πήγε στο Τρίκωμο κοντά στον ιερέα Παπαλουκά, όπου για δυο χρόνια διδάχτηκε τη βυζαντινή μουσική. Σ' αντάλλαγμα για τα μαθήματα που έπαιρνε βοηθούσε τον ιερέα - δάσκαλό του στα χωράφια σαν ζευγολάτης.
Το 1849 σε μια αρχιερατική περιοδεία του έτυχε να επισκεφθεί το Τρίκωμο ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Α΄ (1849-1854), ο οποίος, όταν άκουσε τον νεαρό Ιωάννη (Κυπριανό) να ψάλλει στην εκκλησία το Ἄξιόν Ἐστι τόσο του άρεσε, ώστε τον ζήτησε από τον πατέρα του για να τον έχει στην Αρχιεπισκοπή. Ο πατέρας του δέχτηκε και έτσι ο Ιωάννης ήρθε στη Λευκωσία σε ηλικία δεκαεπτά χρόνων και γράφτηκε στο αλληλοδιδακτικό σχολείο, για να συστηματοποιήσει την ατελή μόρφωση που είχε πάρει ως τότε. Ταυτόχρονα διδασκόταν και την εκκλησιαστική μουσική από τον ψάλτη της Αρχιεπισκοπής Γεώργιο Νικολαΐδη, που ήταν γνωστός ως Γιωργάκης του Κυρίου.
Το 1853 ο Ιωάννης, σε ηλικία 20 χρόνων, χειροτονήθηκε διάκονος από τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο, ο οποίος και τον μετονόμασε σε Κυπριανό, στη μνήμη του εθνομάρτυρα αρχιεπισκόπου Κυπριανού, που ήταν συγγενής και προϊστάμενος (γέροντας) του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου. Εν τω μεταξύ τη μόρφωσή του ο Κυπριανός την είχε βελτιώσει ακόμη περισσότερο φοιτώντας, προφανώς στις δυο ανώτερες τάξεις, στην Ελληνική Σχολή (ή Σχολαρχείο) Λευκωσίας. Από τη σχολή αυτή αποφοίτησε το 1855. Την ίδια χρονιά εστάλη στην Αθήνα να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές και μετά να εισαχθεί στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα έξοδα των σπουδών του κάλυπταν εν μέρει οι συγγενείς του και εν μέρει ο διάδοχος του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου, Μακάριος Α΄ (1854 - 1865).
Στην Αθήνα ο Κυπριανός είχε συμφοιτητή τον επίσης υπότροφο της Αρχιεπισκοπής Σωφρόνιο Φοινιέα, τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο Γ' (1850 - 1900), και τον Α. Διομήδη Κυριακού, τον μετέπειτα καθηγητή της θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και οι δυο, σύμφωνα με πληροφορία του Α.Κ. Παλαιολόγου, του εκδότη της εφημερίδας Ἀλήθεια Λεμεσού (αρ. 304, 30 Δεκεμβρίου 1886), εξεθείαζαν την επιμέλεια και οξύτητα του πνεύματος του Κυπριανού.
Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο ο Κυπριανός διορίστηκε ως δεύτερος δάσκαλος στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας, την οποία από το 1861 μέχρι το 1865 διηύθυνε ο συμφοιτητής και φίλος του Σωφρόνιος Φοινιεύς. Εκεί ο Κυπριανός στην αρχή δίδασκε γαλλικά, αντικαταστήσας τον Γάλλο γιατρό Α. Λαφφών, τον πατέρα του φιλέλληνα ποιητή και προξένου της Γαλλίας στην Κύπρο Γουσταύου Λαφφών, και κατόπιν θεολογικά. Μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Α΄και την ανάρρηση στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Σωφρονίου στις 28 Οκτωβρίου 1866/ 9 Νοεμβρίου 1866, ο Κυπριανός διορίστηκε από τη σχολική εφορεία ως διευθυντής (σχολάρχης) της σχολής. Στη θέση αυτή υπηρέτησε μέχρι τις 19 Μαϊου 1868, οπότε, ύστερα από την παραίτηση του μητροπολίτη Κιτίου Βαρθολομαίου, η εκλογική συνέλευση των Χριστιανών της μητρόπολης Κιτίου τον εξέλεξε ομόφωνα ἄνδρα παιδείᾳ καί φρονήσει κεκοσμημένον (κώδιξ Α΄ Αρχιεπισκοπής, παρά Λ. Φιλίππου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἐπί Τουρκοκρατίας, Λευκωσία, 1975, σ. 341) — επίσκοπον Κιτίου. Η χειροτονία του έγινε τρεις μέρες αργότερα, στις 22 Μαϊου 1868/3 Ιουνίου 1868, κατά τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος. Έτσι τέλειωσε η σύντομη εκπαιδευτική σταδιοδρομία του Κυπριανού, όχι όμως και το ενδιαφέρον του για την παιδεία του τόπου, και άρχισε η αρχιερατική και αργότερα και πολιτική του σταδιοδρομία, η οποία αν και σύντομη λόγω του πρόωρου θανάτου του στις 25 Νοεμβρίου 1886, υπήρξε εν τούτοις πολύ σημαντική και καρποφόρος.
Προσφώνηση στον Αγγλο Κυβερνήτη
Ο Μητροπολίτης Κυπριανός υπήρξε η πρώτη θεσμική αρχή στην Κύπρο που υποδέκτηκε τον πρώτο άγγλο Κυβερνήτη στην Κύπρο Σερ Γκάρνετ ο οποίος αποβιβάστηκε στη Λάρνακα στις 22 Ιουλίου 1878. Καλωσορίζοντας τον έθεσε το αίτημα για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα: "Αποδεχόμεθα την αλλαγήν της κυβερνήσεως καθ' όσον πιστεύομεν ότι η Βρετανία θα βοηθήσει την Κύπρον, όπως έπραξε και με τας νήσους του Ιονίου πελάγους, ίνα ενωθεί μετά της μητρός Ελλάδος μετά της οποίας φυσικώς συνδέεται..."
Μνημόσυνο
Το Σάββατο, 24 Νοεμβρίου 2018 στο Πολιτιστικό Κέντρο Αγίου Γεωργίου Κοντού Λάρνακα, ο Δήμος Λευκονοίκου, η Ιερά Μητρόπολη Κιτίου και το Προσφυγικό Σωματείο «Το Λευκόνοικο», οργάνωσαν το Α’ Φιλολογικό Συνέδριο με θέμα: «Μητροπολίτης Κιτίου Κυπριανός Οικονομίδης».
Ένα άρθρο του Κυπριανού από την Αθήνα
Στην «Επετηρίδα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών» (τόμος 2015), που κυκλοφόρησε το 2015, δημοσιεύτηκε άρθρο του Πέτρου Παπαπολυβίου για ένα άγνωστο κείμενο του Κυπριανού Οικονομίδη σε αθηναϊκή εφημερίδα του 1862.
Ο εντοπισμός του άγνωστου κειμένου του Κυπριανού για μια περίοδο για την οποία γνωρίζουμε ελάχιστα, κομίζει πολύτιμα στοιχεία για τις επαναστατικές, για την εποχή, αντιλήψεις του, την ευρεία μόρφωση και τα ενδιαφέροντά του, αλλά και τον τρόπο που βίωσε τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αθήνα, την οκταετία που έζησε εκεί (1855-1863).
Το εκτενές κείμενο (περίπου 8.000 λέξεις) δημοσιεύθηκε στη δισεβδομαδιαία εφημερίδα της ελληνικής πρωτεύουσας Αθηνά, σε οκτώ συνέχειες, τον Σεπτέμβριο – Νοέμβριο 1862, την περίοδο των παραμονών και της επαύριον της αντιοθωνικής εξέγερσης και της έξωσης του Όθωνα.
Ο Κυπριανός ξεκινά να γράφει ανώνυμα, με τίτλο «Εκκλησιαστικά», τις εντυπώσεις ενός κληρικού που ετοιμαζόταν να απέλθει από την Αθήνα για τη γενέτειρά του, αλλά και τις προτάσεις του για τη βελτίωση των εκκλησιαστικών και εθνικών πραγμάτων. Αφού μεσολάβησε η εξέγερση εκφράζει τη χαρά του επειδή «εξεδιώχθη άπαξ διά παντός ο τύραννος» (ο Όθων) και αποκαλύπτει την ταυτότητά του: Κ. Μ. Οικονομίδης, ιερεύς, Κύπριος σπουδαστής.
Στο κείμενο αναδεικνύονται πτυχές όπως η περιρρέουσα περιφρόνηση που εισέπραττε προσβλητικότατα ένας μορφωμένος νέος κληρικός στην Αθήνα της οθωνικής περιόδου και η σκαιή αντιμετώπισή του από τα κρατικά όργανα, που συγκρίνεται μάλιστα με τον αντίστοιχο σεβασμό προς τον κλήρο στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο. Γράφει: «Είχον μεν την δυστυχίαν να γεννηθώ δούλος, αλλά δεν είχον ακούσει την παραμικράν ύβριν από Τούρκον αξιωματικόν, αν και είχον ιδεί τόσους, όσους είδον ενταύθα στρατιώτας!» Άξια ιδιαίτερης μνείας είναι η ριζοσπαστική πρότασή του για κατάργηση της αγαμίας του ανώτερου κλήρου, αλλά και η πεποίθησή του ότι το ζήτημα θα λυνόταν στη «μεθ’ ημάς γενεάν», που δείχνει τόσο την ευρύτητα της σκέψης του όσο το ότι ανάλογα θέματα συζητούνταν ευχερέστερα τις πρώτες δεκαετίες ίδρυσης του ελληνικού κράτους από ότι αργότερα (ή σήμερα…). Αντίστοιχα, με τολμηρό τρόπο θέτει και το ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων -ως πολιτών- των αποσχηματισθέντων κληρικών.
«Ω! Είθε μη ηρχόμην εις την Ελλάδα!
Ως προς τις πολιτικές απόψεις του Κυπριανού, όπως αυτές διαφαίνονται από το κείμενό του, διαπνέονται από τον δημοκρατικό φιλελευθερισμό της εποχής. Τοποθετεί τον εαυτό του στη «νεολαία», που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον αντιδυναστικό αγώνα. Γράφει με περιφρόνηση (και ονόματα) για «τα μισαρά παραδείγματα των διεφθαρμένων πολιτικών» και οικτίρει το ελληνικό έθνος «του οποίου οι άρχοντες έχουν διεστραμμένον τον νουν και διεφθαρμένην την καρδίαν». Από τα πιο σημαντικά σημεία του κειμένου είναι όσα γράφει, με ρητορική έμφαση, απογοητευμένος για όσα συνάντησε στην ελεύθερη Ελλάδα, σε απόλυτη διάσταση με την εξειδανικευμένη εικόνα που είχε διαμορφώσει ως υπόδουλος, στην Κύπρο: «Ω! Είθε μη ηρχόμην εις την Ελλάδα! Ναι, είθε μη ήρχετο κανείς εκ της έξω Ελλάδος! Είχον τόσον λαμπράν ιδέαν περί της Ελλάδος πριν έλθω! Ναι ήναι, φευ! ολιγώτερον επιβλαβές εις την Ελλάδα να μη γνωρίζουν οι έξω τας Αθήνας· ενώ έπρεπε να χρησιμεύουν ως νέαι Θερμοπύλαι νέας Πανελληνίου αμφικτυονίας!»
Πηγές: