Αμιγές τουρκοκυπριακό χωριό της επαρχίας Λάρνακας, περί τα 24 χμ. νοτιοδυτικά της πόλης της Λάρνακας.
Η Κοφίνου είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 150 μέτρων. Στο βόρειο τμήμα του χωριού το τοπίο χαρακτηρίζεται από τους αποστρογγυλωμένους λόφους των λαβών ενώ νοτιότερα από τους αποστρογγυλωμένους λόφους των κιμωλιούχων πετρωμάτων.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκάρων (μάργες, κρητίδες και μαργαϊκές κρητίδες), οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (εναλλασσόμενες στρώσεις κρητίδων, μαργών και ψαμμιτών), οι λάβες του πυριγενούς συμπλέγματος του Τροόδους και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ασβεστούχα εδάφη, φαιοχώματα και ξερορεντζίνες.
Η Κοφίνου δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 430 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή του χωριού καλλιεργούνται τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά, τα αμπέλια (επιτραπέζιες και οινοποιήσιμες ποικιλίες), τα εσπεριδοειδή (κυρίως λεμόνια, πορτοκάλια και γκρέιπφρουτ), οι αμυγδαλιές, οι ελιές, οι χαρουπιές, τα λαχανικά (αγκινάρες, πεπόνια και μελιτζάνες) και λίγα όσπρια (κουκιά και λουβιά). Υπάρχουν επίσης ακαλλιέργητες εκτάσεις όπου φυτρώνει ποικίλη φυσική βλάστηση κυρίως από πεύκα, θυμαριές, σχινιές, μαζιές, σπαλαθκιές, αγριοελιές και αγριοχαρουπιές.
Η κτηνοτροφία του χωριού έχει επίσης αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό.
Η κτηνοτροφία μαζί με τη γεωργία ήσαν οι κύριες ασχολίες των Τουρκοκυπρίων κατοίκων του χωριού πριν από την τουρκική εισβολή του 1974. Το 1973 υπήρχαν στο χωριό 131 κτηνοτρόφοι που ασχολούνταν με την εκτροφή 1.166 προβάτων, 732 κατοίκων, 9 ντόπιων βοδιών και 19 αγελάδων.
Η μόνη βιομηχανική δραστηριότητα στο χωριό είναι η κατασκευή γιαουρτιού.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Κοφίνου βρίσκεται δίπλα στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού. Στα βορειοανατολικά συνδέεται με το χωριό Μενόγεια (περί τα 5,5 χμ.) και μέσω του με την πόλη της Λάρνακας και στα νοτιοανατολικά με το χωριό Αλαμινός (περί τα 5 χμ.). Ο καινούργιος δρόμος Λευκωσίας -Λεμεσού, που περνά πολύ κοντά στα δυτικά του χωριού, το συνδέει με τα μεγάλα αστικά κέντρα της Λευκωσίας και της Λεμεσού. Η Κοφίνου βρίσκεται περίπου στο μέσο του δρόμου αυτού και απέχει από την πρωτεύουσα, που βρίσκεται στα βόρειά της, περί τα 40 χμ.
Οι επίσημες απογραφές πληθυσμού δίνουν ξεχωριστά πληθυσμιακά στοιχεία για τους οικισμούς της Πάνω και της Κάτω Κοφίνου που υπήρχαν τότε. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Κάτω Κοφίνου
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 423 |
1891 | 166 |
1901 | 172 |
1911 | 181 |
1921 | 160 |
1931 | 193 |
Πάνω Κοφίνου
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | - |
1891 | 311 |
1901 | 325 |
1911 | 318 |
1921 | 381 |
1931 | 355 |
Οι απογραφές πληθυσμού που ακολούθησαν δίνουν στοιχεία για ολόκληρο το χωριό Κοφίνου.
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1946 | 680 |
1960 | 728 |
1973 | 1.065 |
1976 | 914 |
1982 | 1.261 |
1992 | 1.438 |
2001 | 1.311 |
2011 | 1.312 |
2021 | 1.306 |
Το 1973 η Κοφίνου ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο τουρκοκυπριακό χωριό της επαρχίας του μετά το χωριό Πέργαμος. Με τη μεταφορά, το 1975, των Τουρκοκυπρίων κατοίκων του χωριού στο κατεχόμενο από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής τμήμα της Κύπρου, κατοίκησαν την Κοφίνου Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες. Στην περιοχή του χωριού δημιουργήθηκε κυβερνητικός οικισμός στέγασης προσφύγων και συνοικισμός αυτοστέγασης.
Η Κοφίνου υφίστατο τουλάχιστον από την περίοδο της Φραγκοκρατίας και βρίσκεται σημειωμένη σε παλαιούς χάρτες ως Cophinia, Cofinia, ακόμη και Copno. Αναφέρεται, εξάλλου, από τον μεσαιωνικό χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά (Χρονικόν, παρ. 32) ως χώρος στον οποίο βρίσκονταν οι τάφοι αρκετών από τους Αλαμάνους* αγίους που είχαν έλθει στην Κύπρο από την Παλαιστίνη:
...Εἰς τήν Κοφίνουν ὁ ἅγιος Ἡράκλειος ἐπίσκοπος, ὁ ἅγιος Λαυρέντιος, ὁ ἅγιος Ἐλπίδιος, ὁ ἅγιος Χριστόφορος, ὁ ἅγιος Ὀρέστης καί ὁ ἅγιος Δημητριανός, ὁποῦ πολομοῦν ἄπειρα θαύματα...
Την Κοφίνου μνημονεύει και ο Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας), που την γράφει ακριβώς Cofinu. Αναφέρει το χωριό μόνο ως χώρο άσκησης των «Αλαμάνων» λεγομένων αγίων Ηρακλείου επισκόπου, Λαυρεντίου, Ελπιδίου, Χριστοφόρου, Ορέστη και Δημητριανού. Ειδικά του αγίου και επισκόπου Ηρακλείου σώζεται στην περιοχή της Κοφίνου ερειπωμένη εκκλησία, στην οποία βρίσκονται και τμήματα μεγάλης μαρμάρινης σαρκοφάγου.
Κοντά στο χωριό βρίσκεται επίσης η βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας που φέρει στο εσωτερικό της κατάλοιπα τοιχογραφιών. Στα βορειοδυτικά του χωριού βρίσκεται επίσης το μικρό μοναστήρι της Παναγίας Γαλακτοτροφούσας. Διάφορα τοπωνύμια παραπέμπουν επίσης σε αγίους, όπως οι τοποθεσίες «Αγία Μαύρη» και «Αρχάγγελος Μιχαήλ». Διάφορα άλλα τοπωνύμια φέρουν επίσης ελληνικές ονομασίες, όπως «Ασπρόσπηλιος», «Κάμπος του Σιμωνή», «Αππηδάκια», «Αργάκια» κλπ.
Στην περιοχή του χωριού υφίστανται επίσης κατάλοιπα που μαρτυρούν την κατοίκησή της κατά τη Νεολιθική εποχή.
Η ονομασία του χωριού πιστεύεται ότι προήλθε από γειτονικό λόφο που έχει σχήμα κοφινιού. Για τον ίδιο λόγο φέρει το όνομα Κοφινάς (ο) και ένα βουνό στην Κρήτη.
Από όλα αυτά τα στοιχεία (ονομασία, τοπωνύμια, εκκλησίες) μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το χωριό υφίστατο ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, οπότε απετέλεσε φέουδο (άγνωστο όμως σε ποιόν ευγενή ανήκε), συνέχισε να κατοικείται από Έλληνες. Τούρκοι εγκαταστάθηκαν σ' αυτό μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570-71), οπότε θα πρέπει να συνέβη και ο διαχωρισμός σε Πάνω και Κάτω Κοφίνου. Σταδιακά οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού εκτοπίστηκαν, τούτο δε εκτουρκίστηκε ολότελα, οπότε τελικά εγκαταλείφθηκε και ο διαχωρισμός του.
Μετά την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων (τέλη του 1963 κ.ε.) η Κοφίνου απετέλεσε ισχυρό τουρκοκυπριακό θύλακο, συνδεδεμένο με τον θύλακο των Τουρκοκυπρίων του γειτονικού χωριού Άγιος Θεόδωρος. Η στρατηγική σημασία του θυλάκου αυτού έγκειτο στο γεγονός ότι ήλεγχε μια από τις πιο σημαντικές οδικές αρτηρίες του νησιού, τον δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού. Σε αρκετές περιπτώσεις οι Τούρκοι της Κοφίνου, που διοικούνταν από στρατιωτικό ο οποίος εστάλη από την Τουρκία, παρενοχλούσαν τους διακινούμενους στον δρόμο αυτό, πετροβολούσαν διερχόμενα οχήματα ή και απέκοπταν την κυκλοφορία. Για χρόνια οι Ελληνοκύπριοι συγκεντρώνονταν σε σημεία έξω από το χωριό, προκειμένου να το διασχίσουν πολλοί μαζί σε αυτοκινητοπομπές, για προστασία τους.
Οι παρενοχλήσεις αυτές των κατοίκων της Κοφίνου οδήγησαν στην απόφαση για εξουδετέρωση του θυλάκου, εναντίον του οποίου επετέθη η Εθνική Φρουρά υπό τις διαταγές του αρχηγού της στρατηγού Γεωργίου Γρίβα* Διγενή στις 15 Νοεμβρίου 1967. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και στο γειτονικό χωριό Άγιος Θεόδωρος, σύντομα δε οι τουρκοκυπριακοί αυτοί θύλακοι εκκαθαρίστηκαν. Οι μάχες όμως αυτές οδήγησαν σε σοβαρότερη κρίση, την λεγόμενη κρίση της Κοφίνου. Η Τουρκία απειλούσε με πόλεμο κι έστελνε επί μέρες τα πολεμικά της αεροπλάνα να υπερίπτανται της Κύπρου. Παρενέβησαν οι Αμερικανοί δι΄ απεσταλμένου τους, του Σάυρους Βανς*, στο τρίγωνο Αθήνα - Άγκυρα - Λευκωσία. Η Άγκυρα με τελεσίγραφό της απαιτούσε την αποχώρηση από την Κύπρο του στρατηγού Γρίβα, την ανάκληση της ελληνικής μεραρχίας που βρισκόταν στο νησί από το 1964-65 και τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Ο Μακάριος αρνήθηκε να υποκύψει διαλύοντας την Εθνική Φρουρά, όμως το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών απεδέχθη τους όρους του τουρκικού τελεσιγράφου που το αφορούσαν και απέσυρε από την Κύπρο τη μεραρχία, ανακάλεσε δε και τον στρατηγό Γρίβα.