Κυπριανός αντιαρχιεπίσκοπος

Κύπριος διακεκριμένος κληρικός που αντικανονικά εξελέγη στην Κωνσταντινούπολη ως αρχιεπίσκοπος Κύπρου, προς αντικατάσταση του αρχιεπισκόπου Κύπρου Παϊσίου, το 1761-1762. Είναι ο υπ’ αριθμόν 77α στον κατάλογο των Κυπρίων Ορθοδόξων αρχιεπισκόπων της ΜΚΕ. Όταν αναμείχθηκε στα εκκλησιαστικά πράγματα της Κύπρου, το 1761-62, ήταν ιεροδιάκονος. Αργότερα, το 1766, εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας, αξίωμα που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του το 1783.

 

Ο Κυπριανός γεννήθηκε στην Κύπρο γύρω στα 1723. Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση που πιθανώς πήρε στην πατρίδα του, πήγε στην Πάτμο και συνέχισε τις σπουδές του στην Πατμιάδα Σχολή κοντά στον Μακάριο Καλογερά και στον Γεράσιμο τον Βυζάντιο. Στα 1742 τον βρίσκουμε στα Ιωάννινα να παρακολουθεί τα μαθήματα του Ευγένιου Βούλγαρη με τον οποίο συνεδέθη φιλικά και τον οποίο ακολούθησε το 1753 στο Άγιον Όρος όπου δίδαξε μαζί του στην Αθωνιάδα Σχολή. Λόγω εσωτερικών διαφωνιών αποχώρησε από τη Σχολή του Άθω και κατευθύνθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου διορίστηκε δάσκαλος κατά τη δεύτερη πατριαρχία του Κυρίλλου Ε' (1752-1757) στην Πατριαρχική Ακαδημία στη Ξηροκρήνη, φέροντας και τον ιερατικό βαθμό του διακόνου.

 

Στα 1761 επί πατριαρχίας Ιωαννικίου Γ΄ (1761-1763) αναμείχθηκε ενεργά στο εσωτερικά πράγματα της Εκκλησίας της Κύπρου, στην οποία εστάλη με προτροπή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κατόπιν πιέσεως της Πύλης για να αντικαταστήσει, αυθαίρετα, τον αρχιεπίσκοπο Παΐσιο*.

 

Μερικοί Κύπριοι, αντίπαλοι του Παϊσίου, κατόρθωσαν ύστερα από δωροδοκία να πείσουν την Πύλη να διώξει τον αρχιεπίσκοπο Παΐσιο, τον οποίο αντιπαθούσαν για οικονομικούς κυρίως λόγους. Την ίδια εποχή βρισκόταν σε αποστολή στην Πόλη για ελάφρωση των φόρων ο μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος μαζί με τον δάσκαλο Εφραίμ* τον Αθηναίο. Εκμεταλλευόμενοι οι Τούρκοι την εκεί παρουσία του Εφραίμ τον προέτρεψαν να δεχθεί τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου. Ο Εφραίμ αρνήθηκε και εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα ο θρόνος να δοθεί στον Κύπριο διάκονο Κυπριανό, ο οποίος πλήρωσε σαν αντάλλαγμα για την παραχώρηση του θρόνου 40 πουγγιά στις τουρκικές αρχές.

 

Φθάνοντας στο νησί, το Μάρτιο του 1761, είχε ως πρωταρχικό σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την πληρωμή των χρεών του, πράγμα που τον οδήγησε σε βίαια μέτρα εναντίον εκκλησιών, μοναστηριών και ευπόρων οικογενειών. Μεταξύ των άλλων καταπάτησε και τα προνόμια του μοναστηριού της Παναγίας του Κύκκου, παίρνοντας με τη βία 1.000 γρόσια.

 

Ενώ είχε αναλάβει στην Κωνσταντινούπολη την υποχρέωση να μη καταδιώξει τον αρχιεπίσκοπο Παΐσιο, δεν την τήρησε όπως φαίνεται από μερικές επιστολές του αρχιεπισκόπου Παϊσίου, ο οποίος διέφυγε στη Βηρυτό, χωρίς όμως να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στον θρόνο. Το νησί εγκατέλειψε και ο λόγιος Εφραίμ ο Αθηναίος, αξιόλογη προσωπικότητα της εποχής του, για να μη αναγκασθεί να βοηθήσει τον Κυπριανό.

 

Ο νέος Τούρκος διοικητής του νησιού Ατζέμ Αλή αγάς, δυσχέραινε περισσότερο τη θέση του Κυπριανού με τις συνεχείς απαιτήσεις του, καθ’ ην στιγμήν μεγάλωνε η λαϊκή δυσαρέσκεια εναντίον του. Εκμεταλλευόμενος προς όφελός του ο Αλή την κατάσταση, πρότεινε στον Κυπριανό 20 πουγγιά για να παραιτηθεί από τον θρόνο. Υστερα από εννέα μήνες παράνομης παραμονής στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου και μη μπορώντας να αντεπεξέλθει από τη δύσκολη θέση στην οποία περιέπεσε, παραιτήθηκε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με πολλή χρηματική και ηθική ζημιά, με το βαθμό του διακόνου — αφού ουδέποτε χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος, μια και ο Παΐσιος δεν εγκατέλειψε τα δικαιώματά του και ούτε καθαιρέθηκε από τη Μεγάλη Εκκλησία, ή από τους Κυπρίους επισκόπους.

 

Ο Αλή επανέφερε από το Λίβανο τον αρχιεπίσκοπο Παΐσιο αφού του έδωσε σαν αντάλλαγμα για την επαναφορά 100 πουγγιά.

 

Μετά την αποκατάστασή του ο αρχιεπίσκοπος Παΐσιος μαζί με τους άλλους αρχιερείς έστειλαν κατηγορητήριο εναντίον του Κυπριανού στο πατριαρχείο, ο ίδιος δε ο ηγούμενος Κύκκου Παρθένιος* πήγε στην Κωνσταντινούπολη για τον σκοπό αυτό. Ο πατριάρχης Ιωαννίκιος και η σύνοδος αφού τον δίκασαν, καθαίρεσαν τον Κυπριανό από το αξίωμα του διακόνου, τον Ιούλιο του 1762, την δε απόφαση της καθαίρεσης έστειλαν στην Κύπρο.

 

Ο Παΐσιος το 1764, ύστερα από προτροπή του πατριάρχη Σαμουήλ Χαντζερή (1763-1768), έστειλε στον Κυπριανό 2.500 γρόσια για τις ζημιές που έπαθε στο νησί. Μετά τα ατυχή γεγονότα της Κύπρου ο Κυπριανός κατέληξε στο πατριαρχείο Αλεξανδρείας όπου στις 9.7.1766 εξελέγη πατριάρχης.

 

Η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ανακοινώνοντας την εκλογή του, μεταξύ άλλων γράφει χαρακτηρίζοντάς τον: Ἀνήρ τά τε ἢθη κόσμιος καί τόν τρόπον σεμνός, θεοσεβείᾳ τέ συντεθραμμένος καί ἐπιστήμῃ κεκοσμημένος.

 

Η   δεκαεπτάχρονη πατριαρχία του Κυπριανού κατά το μεγαλύτερό της μέρος μας είναι άγνωστη. Από τα πρώτα του έργα ήταν η ανασύσταση της Ελληνικής Σχολής Καΐρου καθώς και η ίδρυση και άλλων για την αναβίωση των ελληνικών γραμμάτων στην Αίγυπτο. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα απουσίαζε από την έδρα του, πράγμα που δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα και ανωμαλίες στη λειτουργία του πατριαρχείου.

 

Το 1780 αναμείχθηκε ενεργά στο προϋπάρχον Σιναϊτικό ζήτημα, θέλοντας να υποτάξει στο πατριαρχείο Αλεξανδρείας το μοναστήρι του Σινά το οποίο βρισκόταν σε σχετική ευπορία και δεν βοηθούσε το πατριαρχείο.

 

Πέθανε στην Πόλη στις 20.6.1783.

 

Κατά τον Κωνσταντίνο Α΄ τον από Σιναίου, ο Κυπριανός είχε διαπρέψει και διακριθεί ως πατριάρχης Αλεξανδρείας, αφού κατόρθωσε να προσελκύσει τήν εὐλάβειαν πάντων τῶν κατά τήν Aἴγυπτον Ὀρθοδόξων, καί αὐτῶν τῶν ἑτεροδόξων.