Μεγάλο χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, που αναφέρεται και ως κωμόπολη, κατεχόμενο από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής. Βρίσκεται στη γεωγραφική περιφέρεια της Μεσαορίας, περί τα 15 χμ. βορειοανατολικά της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Στα νότια της Κυθρέας και μέσα στα διοικητικά της όρια βρίσκεται η Χρυσίδα, η οποία αρχικά ήταν ανεξάρτητος οικισμός, αργότερα όμως απετέλεσε μια από τις έξι ενορίες της Κυθρέας.
Η Κυθρέα είναι κτισμένη στους νότιους πρόποδες του Πενταδάκτυλου, σε μέσο υψόμετρο 160 μέτρων, με τα βόρειά της σύνορα να αποτελούν μέρος των διοικητικών ορίων των επαρχιών Λευκωσίας - Κερύνειας. Το χωριό βρίσκεται σε κοιλάδα με πλούσια βλάστηση, που αρδεύεται από το γνωστό κεφαλόβρυσο και περιβάλλεται από ψηλούς λόφους. Το υψόμετρο γενικά αυξάνεται από τα νότια προς τα βόρεια, όπου γίνεται βουνίσιο. Κοντά στα βόρεια σύνορα της Κυθρέας το υψόμετρο φθάνει τα 650 μ., μειώνεται στα 160 μ. κοντά στον οικισμό και στα 120 μ. κοντά στα νότιά της σύνορα. Το τοπίο είναι διαμελισμένο από μικρά ρυάκια που πηγάζουν από τους λόφους στα βόρεια του χωριού.
Γεωλογία της Κυθρέας: Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του φλύσχη της Κυθρέας, οι δολομιτικοί και άλλοι συμπαγείς κρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι, οι αποθέσεις των αναβαθμίδων (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι και χαλίκια), οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις και οι αποθέσεις του σχηματισμού Λαπήθου (σειρά πελαγικών κιμωλιών, μαργών και ασβεστόλιθων με παρεμβολές «ζωνών» λαβών). Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ξερορεντζίνες, τέρρα ρόζα και προσχωσιγενή εδάφη.
Η Κυθρέα δέχεται μια χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση που κυμαίνεται περί τα 380 χιλιοοτόμετρα. Ωστόσο, περί τα 3 χμ. βόρεια του χωριού βρίσκεται το κεφαλόβρυσο της Κυθρέας, που είναι η μεγαλύτερη πηγή νερού στην Κύπρο. Η πηγή διαδραμάτισε πριν από την εισβολή σημαντικό ρόλο στην όλη οικονομική ανάπτυξη και ευημερία της Κυθρέας και της περιοχής. Η μέση ημερήσια παροχή του κεφαλόβρυσου κατά την περίοδο 1945 - 1971 ήταν 13.000 μ³ νερού. Από αυτά, 680 μ³ περίπου χρησιμοποιούνταν για την υδατοπρομήθεια της Κυθρέας και των γύρω χωριών, και άλλα 650-1.000 μ³ νερού για την ύδρευση 13 χωριών της Μεσαορίας. Η υπόλοιπη παροχή νερού εχρησιμοποιείτο για την άρδευση των εκτεταμένων κήπων εσπεριδοειδών και άλλων αρδευόμενων καλλιεργειών της Κυθρέας. Στα εύφορα εδάφη του χωριού καλλιεργούνταν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, τα εσπεριδοειδή (κυρίως λεμόνια και πορτοκάλια), τα λαχανικά, οι χαρουπιές, οι ελιές, λίγα φυλλοβόλα οπωροφόρα δέντρα, τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά και λίγα αμπέλια. Υπάρχουν επίσης ακαλλιέργητες εκτάσεις που καταλαμβάνονται από άγρια φυσική βλάστηση, κυρίως πεύκα, αόρατους, κυπαρίσσια, σχινιές, μαζ΄ιές, ακακίες, αγριελιές και αγριοχαρουπιές. Μέρος του δάσους Κυθρέα ή Λακκοβούναρο στα δυτικά του χωριού, καθώς και μέρος του δάσους Βουφαβέντο στα βορειοδυτικά του, εμπίπτουν στα διοικητικά του όρια.
Το υδραγωγείο της Κυθρέα, το οποίο καταστράφηκε τον 7ο αιώνα, επισκευάστηκε και συνέχισε να υδροδοτεί τα γύρω χωριά όπως τον Άγιο Σέργιο, τον Απόστολο Βαρνάβα, τη Σαλαμίνα, τις Βασιλικές της Καμπανόπετρας και του Αγίου Επιφανίου, τα λουτρά, τους χώρους υγιεινής και τις κινστέρνες τους. Επιγραφικές μαρτυρίες, παρότι αποσπασματικές, επιβεβαιώνουν τις κατά διαστήματα εργασίες επιδιόρθωσης ή ανακαίνισης του υδραγωγείου.
Κτηνοτροφία: Αρκετά ανεπτυγμένη, πριν από την εισβολή, ήταν και η κτηνοτροφία. Το 1973 υπήρχαν στην Κυθρέα 458 κτηνοτρόφοι από τους οποίους εκτρέφονταν 2.172 πρόβατα, 2.257 κατσίκες, 67 ντόπια βόδια, 58 αγελάδες και 9.997 πουλερικά.
Βιομηχανία: Από βιομηχανικής απόψεως, το 1972 υπήρχαν στην Κυθρέα 22 βιομηχανικές μονάδες με 6 είδη βιομηχανίας. Τα κυριότερα είδη βιομηχανίας ήσαν τα είδη ένδυσης, είδη διατροφής, μη μεταλλικά ορυκτά προϊόντα, μηχανήματα, προϊόντα μετάλλου και βιομηχανία ξύλου και φελλού. Επίσης οι γυναίκες, κυρίως των πάνω ενοριών, ασχολήθηκαν συστηματικά με την υφαντουργία.
Σιτοπαραγωγικη πεδιάδα: Η θέση της Κυθρέας στη σιτηροπαραγωγική πεδιάδα της Μεσαορίας και ιδιαίτερα κοντά στο μεγάλο καταναλωτικό κέντρο της Λευκωσίας, βοήθησε στην ανάπτυξη της αλευροποιίας. Στην περιοχή του χωριού λειτουργούσαν παλαιότερα, με το νερό του κεφαλόβρυσου, 30 νερόμυλοι, αλέθοντας το σιτάρι της Μεσαριάς. Κατά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι νερόμυλοι απασχολήθηκαν σχεδόν πλήρως. Η κίνηση των ανθρώπων που έρχονταν να αλέσουν στην Κυθρέα ήταν πολύ μεγάλη και το χωριό εξελίχθηκε σταδιακά στο σημαντικότερο κέντρο αλευροποιίας σε ολόκληρη την Κύπρο. Περί τα μέσα ωστόσο της δεκαετίας του 1920 η εισαγωγή αλεύρου και οι μηχανοκίνητοι μύλοι άρχισαν να επηρεάζουν τη λειτουργία των νερόμυλων και οι πρώτοι από αυτούς έκλεισαν. Με το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου όλοι σχεδόν οι νερόμυλοι σταδιακά αχρηστεύονται και ο μόνος κυλινδρόμυλος που υπάρχει κινείται με ηλεκτρισμό.
Η Κυθρέα εξυπηρετείται με ένα πολύ καλό συγκοινωνιακό δίκτυο. Στα βορειοδυτικά συνδέεται με το χωριό Κλεπίνη (περί τα 9 χμ.) και μέσω του με την πόλη της Κερύνειας. Στα νότια συνδέεται με το Νέο Χωριό (περί τα 2 χμ.) και στα νοτιοδυτικά με το χωριό Μια Μηλιά (περί τα 8 χμ.) και μέσω του με την πρωτεύουσα Λευκωσία. Συνδέεται επίσης μέσω Χρυσίδας στα νοτιοανατολικά με τα χωριά Μπέη Κιογιού (περί τα 3 χμ.) και Βώνη (περί τα 3 χμ.).
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 1.630 |
1891 | 1.653 |
1901 | 1.856 |
1911 | 2.125 |
1921 | 2.264 |
1931 | 2.362 |
1946 | 2.818 |
1960 | 2.955 |
1973 | 2.947 |
Η γειτνίαση της Κυθρέας με τη Λευκωσία, η καλή οδική της σύνδεση, οι προσοδοφόρες γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και η ανάπτυξη της αλευροποιίας είναι παράγοντες που συνέβαλαν στην αξιόλογη πληθυσμιακή της αύξηση. Σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές πληθυσμού των ετών 1881, 1891, 1901, 1911 και 1921, η Κυθρέα ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο σε πληθυσμό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας μετά την κωμόπολη της Μόρφου. Με βάση την επίσημη απογραφή πληθυσμού του 1973, η Κυθρέα ήταν το δέκατο σε πληθυσμό χωριό της επαρχίας του.
Δήμαρχοι Κυθρέας: Η Κυθρέα συγκαταλέγεται στους δήμους της επαρχίας Λευκωσίας. Το Δημαρχείο της ιδρύθηκε το 1915. Δήμαρχοι διετέλεσαν, μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974, οι ακόλουθοι:
Νικόλαος Καττάμης (1915-1919)
Κυριάκος Λεμονοφίδης (1919-1929)
Χρίστος Καττάμης (1929-1937)
Αντώνης Ατταλίδης (1937-1940)
Χρίστος Καττάμης (1940-1948)
Ευέλθων Ιακωβίδης (1948-1949)
Στυλιανός Αθανασιάδης (1949-1953)
Γεώργιος Κυριακού (1953-1963)
Σάββας Χριστίδης (1964-1987)
Κώστας Φραγκούδης (1991-2001)
Μιχαλάκης Σάββα (2002-2011)
Πέτρος Καρεκλάς (2012- )
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια