Κτηνοτροφία

Image

Η Κύπρος υπήρξε ανέκαθεν χώρα στην οικονομία της οποίας η γεωργία και η κτηνοτροφία μαζί με την εξόρυξη ορισμένων μετάλλων διαδραμάτιζαν πρωταρχικό ρόλο. Η σημασία της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, δυο τομέων άμεσα συνυφασμένων μεταξύ τους, διατηρήθηκε αναλλοίωτη σχεδόν καθ' όλη την περίοδο της μακραίωνης ιστορίας του νησιού. Η κτηνοτροφία διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην οικονομία της Κύπρου ακόμη και σήμερα. Η ακαθάριστη παραγωγή της κτηνοτροφίας αποτελεί το 33% της συνολικής γεωργικής παραγωγής. Προς το παρόν η επιτόπια παραγωγή νωπού χοιρινού, πουλερικών και αυγών ικανοποιεί πλήρως την εγχώρια ζήτηση, αλλά το νησί δεν έχει ικανοποιητική παραγωγή βοδινού, μοσχαρίσιου και πρόβειου κρέατος και έτσι μεγάλες ποσότητες από αυτά εισάγονται. Η κτηνοτροφία το 1985 συνεισέφερε το 20% περίπου της συνολικής συνεισφοράς της γεωργίας στο μεικτό εγχώριο προϊόν.

 

Η κτηνοτροφία εμφανίζεται στην ιστορία του ανθρώπου σε υποτυπώδη μορφή πριν από τη γεωργική περίοδο και ευθύς μετά το στάδιο της θήρας. Όταν ο άνθρωπος ζούσε νομαδική ζωή, για να καλύψει τις ανάγκες της διατροφής του ήταν αναγκασμένος να ασχολείται με το ψάρεμα, το κυνήγι και την αναζήτηση φυτικών τροφών. Σε εποχές που το κυνήγι ήταν πλούσιο, οι άνθρωποι κρατούσαν ζωντανά ζώα για τη διατροφή τους αργότερα, σε μέρες ή περιόδους που ή δεν μπορούσαν να κυνηγήσουν ή δεν έβρισκαν θηράματα. Τα ζώα που κρατούσαν τα μετέφεραν μαζί στις μετακινήσεις τους. Το γεγονός αυτό ήταν η αρχή της κτηνοτροφίας, που κατ’ αυτό τον τρόπο εμφανίζεται πριν από τη γεωργία, η οποία αρχίζει με τη μόνιμη εγκατάσταση του ανθρώπου σ’ ένα τόπο. Από τα ζώα οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν αρχικά το κρέας για τη διατροφή τους, και τα δέρματα για το ντύσιμό τους, κι αργότερα το γάλα, το μαλλί και την κάθε λογής εργασία τους.

 

Από διάφορες πηγές της ιστορίας είναι γνωστό ότι αρκετές χιλιετηρίδες π.Χ. (από τα μέσα της Νεολιθικής εποχής) υπήρχαν κατοικίδια ζώα σε λαούς της Αμερικής, αλλά και σε λαούς της Ασίας, όπως στους Βαβυλωνίους. Η ύπαρξη κατοικιδίων ζώων στους Βαβυλωνίους ανάγεται στην 6η χιλιετηρίδα π.Χ., ενώ σε λαούς της Αμερικής υφίστατο προηγμένη κτηνοτροφία και σε παλαιότερους χρόνους, γεγονός που επιβεβαιώνεται από μνημεία της προκολομβιανής περιόδου. Στην Ευρώπη η κτηνοτροφία κατοικιδίων ζώων εμφανίζεται ότι εισήχθη από τους Αρείους, αλλά και από διάφορους νομάδες λαούς, που χρησιμοποιούσαν ορισμένα ζώα, κυρίως για τις μεταφορές τους. Επίσης η κτηνοτροφία αναπτύχθηκε από λαούς που ζούσαν στα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου και ειδικότερα στον ελληνικό χώρο.

 

Η εμφάνιση της κτηνοτροφίας στην Κύπρο δεν είναι άσχετη ή ανεξάρτητη από την εμφάνιση της κτηνοτροφίας στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Στην ελληνική μυθολογία ως ποιμενικοί θεοί εμφανίζονται ο Απόλλων, η Άρτεμις και ο Ερμής και μερικοί από τους άθλους του Ηρακλέους συνδέονται με την εκτροφή ίππων και βοδιών. Κατά τους Ομηρικούς χρόνους η εκτροφή βοδιών, χοίρων, προβάτων, αιγών, ημιόνων, περιστεριών και μελισσών εμφανίζεται εκτεταμένη. Η κτηνοτροφία προσλαμβάνει σημαντική θέση στην αγροτική οικονομία της χώρας κυρίως μετά την κάθοδο των Δωριέων. Ένδειξη για τη σημασία που αποδιδόταν στην κτηνοτροφία είναι και το γεγονός ότι ένας αριθμός συγγραφέων {Ξενοφών κ.ά.) ασχολήθηκαν άμεσα ή έμμεσα με τα θέματα της κτηνοτροφίας.

 

Οι πρώτοι Κύπριοι ήσαν ασφαλώς ποιμένες και γεωργοί, αφού το έδαφος του νησιού ήταν πρόσφορο και για τις δυο αυτές ασχολίες. Για ευρήματα της Νεολιθικής περιόδου και αργότερα, που σχετίζονται με την εκτροφή ζώων από τους προϊστορικούς Κυπρίους, καθώς και άλλες πληροφορίες, βλέπε στο λήμμα αγροτική ζωή.

 

Το γεγονός ότι η κτηνοτροφία ήταν γνωστή και ανεπτυγμένη στην Κύπρο από αρχαιοτάτων χρόνων βεβαιώνεται και από τις παραστάσεις πολλών αρχαιολογικών ευρημάτων στις οποίες απεικονίζονται πολύ ενδιαφέρουσες αγροτικές σκηνές με ζώα και πτηνά. Ενδεικτικά αναφέρουμε μόνο μερικές από τις σημαντικότερες: Μοναδική στο είδος της είναι μια γεωργική σκηνή σε πήλινο αγαλματίδιο (τερρακότα) της 3ης  χιλιετηρίδας π.Χ., που ανακαλύφθηκε στην τοποθεσία Βουνοί*, κοντά στο Πέλλα Πάις και σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λευκωσίας. Σ’ αυτή απεικονίζεται, κατά πολύ παραστατικό τρόπο, μια σκηνή αροτριάσεως με τη χρήση βοδιών.

 

Κατά την εποχή του Χαλκού (2500 - 1050 π.Χ.) στην Κύπρο, όπως μαρτυρείται από ευρήματα πολλών τάφων, σε πολλές περιπτώσεις θυσίαζαν προς τιμή των νεκρών ζώα (ίππους, καμήλες και άλλα). Επίσης σε κυπριακά αγγεία ανατολικού ρυθμού του 7ου   π.Χ. αιώνα απεικονίζονται παραστάσεις με διάφορα πτηνά.

 

Στο ναό της Αθηνάς, νότια του ανακτόρου του Βουνιού (5ος αι. π.Χ.), μεταξύ των άλλων ευρημάτων περιλαμβάνονται ένα ωραιότατο χάλκινο σύμπλεγμα λεόντων που κατασπαράσσουν ταύρο και ένας εκπληκτικός χάλκινος ταύρος. Πολύ ενδιαφέρουσες παραστάσεις, στις οποίες απεικονίζονται σκηνές κυνηγίου ή μεμονωμένα ζώα και πτηνά, διασώζονται και σε κυπριακά νομίσματα του 5ου και 4ου   αιώνα π.Χ. (φοινικικό νόμισμα της Κύπρου επί βασιλείας Βααλμελέκ κατά τα μέσα του 5ου αιώνα, νόμισμα του Ευαγόρα Α΄, πτολεμαϊκά τετράδραχμα του νομισματοκοπείου της Πάφου κ.α.) καθώς και σε διάφορα ψηφιδωτά της Ρωμαϊκής περιόδου στο Κούριον και στην Κάτω Πάφο.      

 

Κατά τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο, η κτηνοτροφία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη, κυρίως η ποιμενική και αγελαία, με κυριότερα ζώα το πρόβατο, τις αίγες, τα βόδια, τους χοίρους, τους ημιόνους και τους ίππους. Οι τελευταίοι χρησιμοποιούνταν και για πολεμικούς σκοπούς (ιππικό).

 

Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας κατά τη διάρκεια των αραβικών επιδρομών, όταν επί τρεις και πλέον αιώνες (7ος   - 10ος   αιώνας) λεηλατούνταν συστηματικά οι παραλιακές πόλεις, που ήσαν και τα κυριότερα εμπορικά κέντρα του νησιού. Εξαιτίας των επιδρομών αυτών, που προκαλούσαν μεγάλη ανασφάλεια, οι κάτοικοι του νησιού αναγκάζονταν συχνά να εγκαταλείπουν τις παράκτιες περιοχές που λεηλατούνταν, διαλύοντας έτσι πολλούς παραλιακούς αστικούς ή ημιαστικούς συνοικισμούς, και να μετακινούνται προς το εσωτερικό και ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές, όπου ασχολούνταν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Αξιόλογες πληροφορίες για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας περί τα τέλη της Βυζαντινής περιόδου και τις αρχές της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο, μας δίνει ο σύγχρονος άγιος Νεόφυτος, ο οποίος περιγράφοντας με τα πιο μελανά χρώματα τα δεινά που υπέστη ο λαός της Κύπρου σ' αυτά τα δύσκολα χρόνια αναφέρει: ...Σ’ αυτή τη χώρα έχουν συμβεί τέτοια παράξενα και ανήκουστα δεινά, που έχουν κάνει όλους τους πλουσίους να λησμονήσουν τον πλούτο, τα πολυτελή σπίτια... τα μεγάλα κοπάδια, τις αγέλες των βοδιών και των ίππων και κάθε είδους βοσκήματα... και με πολλή σπουδή να φύγουν κρυφά σε ξένες χώρες και στην Κωνσταντινούπολη...

 

Η κτηνοτροφία, όπως φαίνεται από το διασωθέν αρχειακό υλικό, εξακολουθούσε ν’ αποτελεί μια από τις κύριες ασχολίες του πληθυσμού της Κύπρου και κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας. Τούτο επιβεβαιώνεται και από διάφορα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αναφορές των ξένων περιηγητών που επισκέφθηκαν το νησί από το 14ον αιώνα και μετά. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται αξιόλογες πληροφορίες που μαρτυρούν την ύπαρξη σημαντικού αριθμού αγρινών, προβάτων, βοδιών, λαγών, περδίκων, αετών, αμπελοπουλιών και άλλων. Αρκετοί περιηγητές επισημαίνουν ακόμη την ύπαρξη άγριων θηρίων όπως αγριόχοιρων κ.α. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του περιηγητή Ο. d’ Anglure, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1395. Αυτός γράφει ότι ο βασιλιάς της Κύπρου [Ιάκωβος Α΄] έστειλε σε μας τους προσκυνητές ως δώρο 100 κοτόπουλα, 20 πρόβατα και 2 βόδια, ενώ την επόμενη Κυριακή μας έστειλε 100 πέρδικες, 60 λαγούς και 5 αγρινά... Άλλοι, πάλι, περιηγητές σημειώνουν ιδιαίτερα τα αμπελοπούλια που εξάγονταν σε σημαντικές ποσότητες.

 

Αξιόλογη ανάπτυξη παρουσιάζει η κτηνοτροφία και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ιδιαίτερα κατά το 18ο αιώνα. Μεταξύ των κυριοτέρων ζώων που διαθέτει η Κύπρος κατά την περίοδο αυτή περιλαμβάνονται ίπποι σε αγέλες, μουλάρια, γαϊδούρια, βόδια, πρόβατα σε μεγάλους αριθμούς και αίγες, χοίροι σε αγέλες και λίγα βουβάλια. Εκτός από ήμερα, το νησί διέθετε και πολλά άγρια ζώα και πτηνά, όπως φασιανούς, πέρδικες, τρυγόνια, αγριόπαπιες, μπεκάτσες, αγριόγιδια, λαγούς, αγριόχοιρους, αγριόβοδια και αγριογαϊδούρια που απαντώνταν κυρίως στα δάση του Ακάμα και της Καρπασίας.

 

Κατά την ίδια περίοδο, πολύ ξακουστά ήταν τα εξαίρετα τυριά, ιδιαίτερα της Ακανθούς και της Πάφου, οι αλμυρές μυζήθρες, τα χαλλούμια, ο βούτυρος και το ξινό γάλα. Μεγάλες ποσότητες τυριών εξάγονταν στο εξωτερικό. Επίσης στα πληρώματα των ξένων πλοίων, που προσέγγιζαν τα κυπριακά λιμάνια, πωλούνταν σε σημαντικές ποσότητες ξηροπαστά κρέατα από πρόβατα και αίγες καθώς και χοιρομέρια.

 

Η κτηνοτροφία ήταν αρκετά ανεπτυγμένη και κατά το 19ο αιώνα. Συναντούμε τα ίδια σχεδόν είδη ζώων που υπήρχαν και κατά τους προηγούμενους αιώνες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν πολυάριθμοι ίπποι, όνοι, ημίονοι, βόδια και αρκετές καμήλες που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά εμπορευμάτων και την εκτέλεση γεωργικών εργασιών. Στο νησί υπήρχαν επίσης και πολλά κοπάδια. Το 1863 ο αριθμός των προβάτων και αιγών, μη υπολογιζομένων των αμνών και ριφιών κάτω του ενός έτους, ανερχόταν στις 400.000. Από τα κοπάδια εξασφαλίζονταν μεγάλες ποσότητες μαλλιού. Το 1863 η Κύπρος εξήγαγε 3.000 κοντάρια (150 περίπου τόνους) μαλλί στην Ευρώπη. Ο αριθμός των αιγοπροβάτων το 1874 ανερχόταν στις 800.000, από τα οποία το 1/3 αποτελούσαν τα πρόβατα και τα 2/3 οι αίγες. Η παραγωγή μαλλιού το 1873 ανερχόταν στις 450.000 λίπρες ή 160.700 οκάδες και το 1874 στις 478.860 λίπρες ή 171.200 οκάδες.

 

Σημαντική συνεχίζει να είναι η κτηνοτροφία και κατά τις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας. Όπως κατά τους προηγούμενους αιώνες, έτσι και κατά την περίοδο αυτή, δεδομένης της ανυπαρξίας οιωνδήποτε αξιόλογων βιομηχανικών μονάδων και της πολύ περιορισμένης έκτασης του τομέα των υπηρεσιών, η γεωργία και η κτηνοτροφία απορροφούσαν κατ' ανάγκη τα 4/5 περίπου του εργατικού δυναμικού του τόπου. Βέβαια, θα πρέπει να τονιστεί ότι ανεπτυγμένη ήταν μόνο η φυσική κτηνοτροφία που περιλαμβάνει την «κτηνοτροφία των βοσκών», η οποία χρησιμοποιεί τα βοσκοτόπια και την «κτηνοτροφία των γεωργών», η οποία χρησιμοποιεί τα χωράφια που μένουν σε αγρανάπαυση ή τα υπολείμματα των καλλιεργειών. Αντίθετα, η τεχνητή ή σταβλική κτηνοτροφία, που είναι επιστημονικότερη και αποδοτικότερη και βασίζεται στην ενσταβλισμένη εκτροφή γεωργικών ζώων με ζωοτροφές που προέρχονται από την καλλιέργεια (καρποί, σανός, χλωρή νομή) και άλλες τροφές από υποπροϊόντα της βιομηχανίας και από ειδικά βιομηχανικά προϊόντα, ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ανάμεσα στα κυριότερα ζώα που εκτρέφονταν περιλαμβάνονταν τα αιγοπρόβατα, από τα οποία λαμβάνονταν το γάλα, τα δέρματα και το μαλλί. Κατά την άφιξη των Άγγλων στην Κύπρο το 1878, υπολογίζεται ότι στο νησί υπήρχαν 520.000 αιγοπρόβατα, ενώ το 1885 ο αριθμός τους έφθασε τις 600.000. Μετά τα αιγοπρόβατα ήσαν τα βόδια, που θεωρούνταν ως τα ζώα -κλειδιά, γιατί μερικές βασικές γεωργικές εργασίες, όπως το όργωμα και το αλώνισμα, εξαρτιόνταν σχεδόν αποκλειστικά από τη χρησιμοποίησή τους. Υπήρχαν δυο τύποι βοδιών στην Κύπρο: τα μεγάλα και δυνατά βόδια, που απαντώνταν κυρίως στις εύφορες πεδινές περιοχές και τα μικρά βόδια που χρησιμοποιούνταν στις ορεινές περιοχές. Το 1890, ο αριθμός των βοοειδών ανερχόταν σε 45.792, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα, το 1910, έφθασαν τις 62.964. Τα κυπριακά άλογα στο παρελθόν ήσαν αδύνατα, όμως έγιναν διάφορες προσπάθειες, τόσο το 1846 όσο και αργότερα από τους Άγγλους, για να ενισχυθούν μέσω διασταυρώσεων. Αυτά χρησιμοποιούνταν κυρίως για να σύρουν τις άμαξες. Τέλος, άλλα αξιόλογα ζώα ήσαν τα μουλάρια, τα γαϊδούρια και οι καμήλες που χρησιμοποιούνταν στις μεταφορές.

 

Το 1928, δηλαδή πενήντα χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της αγγλικής διακυβέρνησης στο νησί, η κτηνοτροφία διατηρούσε τον ίδιο ακριβώς χαρακτήρα, που είχε και κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Στην Κύπρο λειτουργούσαν δέκα κτηνοτροφικοί σταθμοί, υπήρχε δε έλλειψη φυσικών και τεχνητών βοσκοτόπων και καλλιεργειών άλλων κτηνοτροφικών φυτών. Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας βασιζόταν κυρίως πάνω στην καλλιέργεια του σιταριού και της βρώμης. Το έτος αυτό υπήρχαν στην Κύπρο: 4.567 ίπποι, 51.595 γαϊδούρια, 8.480 ημίονοι, 46.602 βόδια, 263.694 πρόβατα, 226.761 αίγες, 42.398 χοίροι και 1.696 καμήλες. Η παραγωγή των κυριοτέρων κτηνοτροφικών προϊόντων ήταν η ακόλουθη: 5.035 τόνοι γάλα, 700 τόνοι τυρί, 9 τόνοι βούτυρο και 270 τόνοι μαλλί. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των ειδών που εξάγονταν, εκτός από το μαλλί, το τυρί και τα αυγά, περιλαμβάνονταν επίσης ίπποι, μούλες, γαϊδούρια, καμήλες, βόδια, πρόβατα, χοίροι και πουλερικά.

 

Η κτηνοτροφία της Κύπρου, αν και λήφθηκαν ορισμένα μέτρα για την ανάπτυξή της, ιδιαίτερα όσον αφορά τη βελτίωση των υπαρχουσών ποικιλιών των ζώων και την αντιμετώπιση ορισμένων ζωικών ασθενειών, συνέχισε να έχει τον ίδιο περίπου χαρακτήρα μέχρι το τέλος της Αγγλοκρατίας. Βέβαια, με τη μηχανοποίηση της γεωργικής παραγωγής και την εισαγωγή του αυτοκινήτου ως μεταφορικού μέσου, άρχισε να μειώνεται αισθητά ο αριθμός τόσο των βοδιών, όσο και των άλλων ζώων, που χρησιμοποιούνταν γι’ αυτούς τους σκοπούς. Ιδιαίτερα σημαντικά μειώθηκε ο αριθμός των καμήλων. Παράλληλα άρχισαν να φαίνονται οι πρώτες τάσεις στροφής προς τη σταβλική κτηνοτροφία. Τούτο παρατηρήθηκε κυρίως στον τομέα της αγελαδοτροφίας.   Έτσι, ενώ το 1946 υπήρχαν μόνο 925 γαλακτοφόρες αγελάδες, το 1956 ο αριθμός τους ανερχόταν σε 2.288. Η σημαντική αυτή αύξηση του αριθμού των αγελάδων οφειλόταν στην ταχεία αύξηση της ζήτησης νωπού γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων. Στον ίδιο λόγο οφείλεται και η αύξηση των προβάτων που από 226.761 το 1928, αυξήθηκαν σε 394.255 το 1958. Σημαντική ανάπτυξη σημείωσε και η ορνιθοτροφία.

 

Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας τέθηκε πάνω σε προγραμματισμένη βάση, έτσι που η όλη δομή της άρχισε ν’ αλλάζει ριζικά. Όλα τα προγράμματα αναπτύξεως που υιοθετήθηκαν έκτοτε, στα πλαίσια της πολιτικής που εφαρμόστηκε για την ανάπτυξη της γεωργίας, έδιναν ιδιαίτερη σημασία και στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, της οποίας τότε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής καταναλωνόταν επιτοπίως. Εξαίρεση αποτελούσαν μόνο ορισμένα κτηνοτροφικά προϊόντα όπως τα δέρματα και το μαλλί που ως επί το πλείστον εξάγονταν.

 

Η όλη ανάπτυξη της κτηνοτροφίας επιδιωκόταν να τεθεί πάνω σε επιστημονική βάση, ώστε να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή αύξηση της παραγωγής. Κατά τη διάρκεια του πρώτου πενταετούς προγράμματος αναπτύξεως που κάλυψε την περίοδο 1962-66, ο στόχος αυτός επετεύχθη σε σημαντικό βαθμό. Η επιτόπια παραγωγή κρέατος αυξήθηκε σημαντικά, έτσι που ενώ το 1961 κάλυπτε μόνο το 70%, το 1966 κάλυπτε το 80% της εγχώριας κατανάλωσης. Κατά την ίδια περίοδο η παραγωγή γάλακτος αυξήθηκε κατά 67%. Σημαντική υπήρξε και η παραγωγή αυγών, ενώ οι εξαγωγές τυριών, όπως χαλλουμιού και κεφαλοτυριού, καθώς επίσης δερμάτων και μαλλιού διπλασιάστηκαν.

 

Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας περιλαμβανόταν στους βασικούς στόχους και των επόμενων προγραμμάτων αναπτύξεως. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στην ανάπτυξη της σταβλικής κτηνοτροφίας, την ποιοτική βελτίωση των φυλών των ζώων, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις τοπικές συνθήκες, την πρόληψη διαφόρων ασθενειών, τη βελτίωση των μεθόδων διαχειρίσεως στον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας, την αύξηση της παραγωγικότητας, την ίδρυση κτηνοτροφικών περιοχών κ.α.

 

Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας συνεχίστηκε με γοργό ρυθμό μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974. Τα γεγονότα όμως της εισβολής επέφεραν οδυνηρό πλήγμα στην κτηνοτροφία, γιατί είχαν ως αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός ζώων να παραμείνει στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού μαζί με τις διάφορες εγκαταστάσεις και φυσικά τους βοσκότοπους, τις αποθηκευμένες ζωοτροφές κ.α. Μετά την τουρκική εισβολή άρχισε μια νέα προσπάθεια για την επαναδραστηριοποίηση των εκτοπισθέντων κτηνοτρόφων βάσει διαφόρων σχεδίων δανειοδοτήσεώς τους για την εισαγωγή εγκύων μοσχίδων, την ανέγερση ή βελτίωση υποστατικών, την κάλυψη δαπανών για την αγορά ζωοτροφών κ.α. Τα μέτρα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της κτηνοτροφικής παραγωγής, η οποία έφθασε τα πριν από την εισβολή επίπεδα και τα ξεπέρασε.

 

Η συνεχής ανάπτυξη της κτηνοτροφίας φαίνεται και από τα στοιχεία που παρατίθενται ενδεικτικά πιο κάτω σχετικά με τον αριθμό των ζώων και τον όγκο της παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων.

 

 

Αριθμός ζώων κατά τύπο, 1976- 1985

Τύπος

1976

1977

1978

1979

1980

1981

1982

1983

1984

1985

Βοοειδή

17,1 

18,7

20,1   

22,3  

24,4  

27,2

31,0   

34,2 

38,1   

42,1

Πρόβατα και αρνιά

255,0

280,0

275,0 

295,0

300,0

310,0

315,0

325,0

334,0

325,0

Αίγες και ρίφια

230,0

240,0

233,0 

220,0

223,0

228,0

228,0

230,0

235,0

225,0

Χοίροι και γουρούνια

141,0

179,3

164,0

148,0

173,4

186,1

209,8

243,4

234,7

201,5

Πουλερικά

2.100

2.000

2.000

2.200

2.200

2.200

2.200

2.350

2.400

2.400

 

Η παραγωγή κρέατος κατά την περίοδο 1980-85 αυξήθηκε ως ακολούθως: του βοδινού από 2.022 σε 2.750 τόνους, του πρόβειου από 581 σε 700 τόνους, του αρνίσιου από 2.556 σε 3.500 τόνους και του κρέατος ριφιών από 1.692 σε 2.650 τόνους, ενώ η παραγωγή αιγινού κρέατος παρέμεινε στα ίδια επίπεδα. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η παραγωγή χοιρινού κρέατος, η οποία κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκε από 15.321 σε 23.600 τόνους και πουλερικών, που αυξήθηκε από 9.997 σε 12.556 τόνους.

 

Θεαματική υπήρξε και η αύξηση της παραγωγής γάλακτος, η οποία κατά την περίοδο 1980 -1985 από 71.883 ανήλθε σε 107.400 τόνους. Βέβαια τη μεγαλύτερη αύξηση σημείωσε η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος από 33.325 σε 63.500 τόνους. Εκφραζόμενη σε αξία, η συνολική κτηνοτροφική παραγωγή κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκε από £37,7 σε £64,7 εκατομμύρια.

 

Σύμφωνα με την τελευταία Απογραφή Γεωργίας που έγινε κατά την περίοδο Οκτωβρίου 2003 - Μαρτίου 2004, υπήρχαν οι ακόλουθες κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις: 883 μονάδες χοιροτροφίας (433.040 χοίροι), 320 μονάδες αγελαδοτροφίας (61.053 αγελάδες), 1.782 προβατοτρόφοι (262.243 πρόβατα), 3.179 αιγοτρόφοι (360.206 αίγες) και 9.450 μονάδες πτηνοτροφίας (4,5 εκατ. πουλερικά).

 

Η περαιτέρω ανάπτυξη της κτηνοτροφίας αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα. Αυτή εξαρτάται πολύ όχι μόνο από τη ζήτηση των παραγομένων προϊόντων, αλλά και από την επιτυχία ή αποτυχία της φυσικής βλάστησης και της παραγωγής κτηνοτροφικών φυτών τόσο για βόσκηση όσο και για σανοποίηση. Τα μόνα ζώα που μπορούν να ζήσουν μόνο με συμπυκνωμένες τροφές είναι οι χοίροι και τα πουλερικά, ενώ τα μηρυκαστικά, δηλαδή τα βόδια, πρόβατα, αίγες και κουνέλια, χρειάζονται χονδροειδείς τροφές που προσφέρονται από τη φυσική βλάστηση, το άχυρο και τον σανό. Η αύξηση της κτηνοτροφικής παραγωγής θα εξαρτηθεί από το βαθμό επίλυσης των πιο πάνω προβλημάτων, καθώς επίσης από τη μείωση του κόστους παραγωγής και την επίλυση των σοβαρών προβλημάτων εμπορίας που αντιμετωπίζουν ορισμένα κτηνοτροφικά προϊόντα.

 

XΡ. Γ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image