Τουρκοκύπριος πολιτικός που υπηρέτησε ως ο πρώτος αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 14 Μαρτίου 1906 και πέθανε στις 15 Ιανουαρίου 1984. Αφού αποφοίτησε από το Τουρκικό Λύκειο της Κωνσταντινουπόλεως, σπούδασε στη συνέχεια ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως καθώς και στην Ελβετία (Λωζάνη), συμπλήρωσε δε τις ιατρικές του σπουδές, με ειδικότητα στην παθολογία, στο Παρίσι. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του επέστρεψε στην Κύπρο κι από το 1938 άρχισε ν' ασκεί το επάγγελμα του γιατρού στη Λευκωσία.
Πολιτική
Από το 1938 άρχισε ν' αναμειγνύεται ενεργά και στα πολιτικά πράγματα του τόπου, σύντομα δε κατέστη ηγετικός παράγων των Τουρκοκυπρίων. Το 1943 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Λευκωσίας, στο αξίωμα δε αυτό υπηρέτησε για 6 χρόνια. Από το 1941 άρχισε να εκδίδει στη Λευκωσία την ημερήσια εφημερίδα Halkin Sesi (=Φωνή του Λαού) την οποία συνέχισε να διευθύνει μέχρι και το θάνατό του.
Στις 23 Απριλίου 1943 ίδρυσε το Κυπριακό Εθνικό Τουρκικό Λαίκό Κόμμα (KMTHP), το οποίο στις 15 Αυγούστου 1955 μετονομάστηκε σε Εθνική Τουρκική Ένωση Κύπρου ( τουρκικά: Kibris Milli Türk Birligi, KMTB).
Το 1946 ίδρυσε την πρώτη στην Κύπρο τουρκική εργατική συντεχνία. Μια σημαντική επιτυχία του, ύστερα από σκληρούς αγώνες 15 περίπου χρόνων, ήταν ν' ανατεθεί στην τουρκική κοινότητα της Κύπρου η διοίκηση του Εβκάφ.
Κατά την περίοδο μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου αναδιοργανώθηκε κι επανέφερε εντονότερα την απαίτηση των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού με την Ελλάδα, ο Φαζίλ Κουτσιούκ ηγήθηκε ενός παράλληλου και έντονου αγώνα των Τουρκοκυπρίων κατά του αιτήματος των Ελλήνων Κυπρίων για ένωση. Ταυτόχρονα, από το 1945, ο Φαζίλ Κουτσιούκ άρχισε και έντονο αγώνα κατά της αποικιοκρατίας, που περιελάμβανε και σειρά σκληρών άρθρων του στην Halkin Sesi. Συνολικά 47 φορές προσήφθησαν από την αποικιακή κυβέρνηση διάφορες κατηγορίες εναντίον του, στις περισσότερες δε των περιπτώσεων προσήχθη ενώπιον δικαστηρίου και του επεβλήθησαν πρόστιμα.
Με την υποστήριξη και της Τουρκίας, ο Φαζίλ Κουτσιούκ εργάστηκε προς την κατεύθυνση της εξάρσεως του εθνικισμού των Τουρκοκυπρίων, γεγονός που αποτελούσε πολιτική αντιδράσεως προς τον ενωτικό αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου. Στο ελληνοκυπριακό αίτημα για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, οι Τουρκοκύπριοι αντέταξαν το σύνθημα του ταξίμ (=διχοτόμηση). Το 1955 ο Φαζίλ Κουτσιούκ μετονόμασε το «Κυπριακό Τουρκικό Εθνικό Κόμμα», δίνοντάς του τη χαρακτηριστική των τουρκοκυπριακών προθέσεων κι επιδιώξεων ονομασία «Η Κύπρος είναι τουρκική»! Επίσης, το 1957 ο Φαζίλ Κουτσιούκ κυκλοφόρησε το βιβλίο The Cyprus Question - A Permanent Solution (= To Κυπριακό Ζήτημα - Μια Μόνιμη Λύση), αποκαλυπτικό των προσανατολισμών κι επιδιώξεών του, με χαρακτηριστικό εξώφυλλο το χάρτη της Κύπρου μοιρασμένης σε δυο τμήματα κατά μήκος του 35ου παραλλήλου. Η πολιτική της διχοτόμησης της Κύπρου προωθείτο ήδη και από την ίδια την Τουρκία στην οποία η Κύπρος προβαλλόταν είτε ολόκληρη ως τουρκική, είτε γεωγραφικά μοιρασμένη στα δυο, ακόμη και σε επίσημα σχολικά εγχειρίδια γεωγραφίας.
Το 1955, όταν άρχισε στο νησί ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων Κυπρίων, ο Φαζίλ Κουτσιούκ δραστηριοποιήθηκε και προς την κατεύθυνση της διεθνούς προβολής των τουρκικών και τουρκοκυπριακών θέσεων επί του Κυπριακού ζητήματος, μεταξύ δε άλλων πήγε στο Λονδίνο προκειμένου να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τις εργασίες της λεγόμενης τριμερούς διασκέψεως επί του Κυπριακού. Η διάσκεψη αυτή, που συνεκλήθη από τους Βρετανούς, έγινε με τη συμμετοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας, και παρά το ότι απέτυχε, εξαιτίας αυτής η Τουρκία κατακύρωσε το δικαίωμα ν’ αποτελεί πλέον το τρίτο επίσημο «ενδιαφερόμενο μέρος» για το Κυπριακό ζήτημα. Το δικαίωμα αυτό αναγνωρίστηκε και από την Ελλάδα, μια κι αυτή δεν αρνήθηκε να παρακαθίσει στη διάσκεψη αυτή, παρά τις έντονες αντιδράσεις του ηγέτη των Ελλήνων Κυπρίων αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ'.
Το 1958 ο Φαζίλ Κουτσιούκ οργάνωσε σειρά συγκεντρώσεων στην Τουρκία, κατά τις οποίες εξέθεσε τις θέσεις των Τούρκων της Κύπρου πάνω στο Κυπριακό ζήτημα, ενώ τον Νοέμβριο του ιδίου χρόνου πήγε στη Νέα Υόρκη όπου παρέστη ως παρατηρητής στη συνεδρία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στην οποία παρουσιάστηκε και συζητήθηκε το Κυπριακό. Ήταν η 13η σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, κατά τη διάρκεια της οποίας συγκρούστηκαν οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας Ευάγγελος Αβέρωφ και Φατίν Ζορλού, που όμως αμέσως μετά είχαν τις πρώτες μεταξύ τους επαφές που κατέληξαν, σε τρεις περίπου μήνες, στις γνωστές συμφωνίες της Ζυρίχης. Η τελική αποδοχή των συμφωνιών αυτών από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, έγινε στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 1959 και αποτέλεσμα ήταν η γέννηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο Λονδίνο, ο Φαζίλ Κουτσιούκ προσυπέγραψε τις συμφωνίες ως εκπρόσωπος των Τούρκων της Κύπρου και δήλωσε ότι αισθανόταν ιδιαίτερα ευτυχής.
Το τέλος του ιδίου χρόνου έγιναν οι πρώτες εκλογές στην Κύπρο για ανάδειξη προέδρου και αντιπροέδρου της υπό ίδρυσιν Κυπριακής Δημοκρατίας. Με βάση το Σύνταγμα που ετοιμάστηκε, κι όπως απέρρεε από τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα είναι Έλληνας Κύπριος και θα εκλέγεται από τους Έλληνες του νησιού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1959 τις πρώτες προεδρικές εκλογές κέρδισε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ'. Ο αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα είναι Τούρκος Κύπριος και θα εκλέγεται από τους Τούρκους κατοίκους του νησιού. Ο Φαζίλ Κουτσιούκ ανακηρύχθηκε, στις 3 Δεκεμβρίου 1959, αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς εκλογές, γιατί δεν υπήρξε ανθυποψήφιος. Ως αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Φαζίλ Κουτσιούκ μετείχε στην όλη διαδικασία σύστασης και λειτουργίας του νέου κράτους και στην παραλαβή της εξουσίας από τους Βρετανούς στις 16 Αυγούστου 1960 (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).
Στη συνέχεια, το νέο κράτος της Κύπρου αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα που απέρρεαν: αφ' ενός από την ανειλικρίνεια των ιδίων των Κυπρίων, τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων, αφού οι μεν πρώτοι δεν είχαν εγκαταλείψει τον αρχικό τους σκοπό για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, οι δε δεύτεροι απεδείχθησαν πειθήνια όργανα της Τουρκίας στην προώθηση των μακροπρόθεσμων στόχων της Άγκυρας για κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου˙ αφ' ετέρου από τις ιδιοτυπίες αυτών τούτων των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, κατ' ακολουθίαν δε και του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, πολλές διατάξεις του οποίου απεδείχθησαν μη λειτουργικές αλλά και προσφέρουσες τη δυνατότητα υπόσκαψης του κράτους. Το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) του αντιπροέδρου, για παράδειγμα, που ο Φαζίλ Κουτσιούκ άσκησε το 1962 σε μια προσπάθειά του να παρεμποδίσει τον πρόεδρο Μακάριο από του να εντάξει την Κύπρο στο κίνημα των Αδεσμεύτων και που δεν ελήφθη υπ' όψιν, αποτελούσε μια τέτοια ιδιοτυπία (βλέπε και λήμμα αντιπρόεδρος).
Επίσκεψη Κουτσουκ στη Λεύκα 1962
Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ
Διακοινοτικές ταραχές
Τις τέτοιες ιδιοτυπίες του Συντάγματος προσπάθησε να τροποποιήσει ο πρόεδρος Μακάριος, υποβάλλοντας στον αντιπρόεδρο Κουτσιούκ στις 30 Νοεμβρίου 1963 τις γνωστές από δεκατρία σημεία προτάσεις του, τις οποίες κοινοποίησε και στις κυβερνήσεις Ελλάδας, Τουρκίας και Αγγλίας.
Άμεσα, απόλυτα αρνητικά και σκληρά αντέδρασε στις προτάσεις αυτές του Μακαρίου για τροποποίηση δεκατριών άρθρων του Συντάγματος η Άγκυρα με δηλώσεις και απειλές. Το τέλος του επόμενου μήνα, εκδηλώθηκε η ένοπλη ανταρσία των Τουρκοκυπρίων. Παρά το ότι στην αρχή της σοβαρής κρίσης ο Φαζίλ Κουτσιούκ φάνηκε να συνεργάζεται - επίσημα τουλάχιστον - με τον πρόεδρο Μακάριο προς την κατεύθυνση ειρηνικής επίλυσης του θέματος, στη συνέχεια υπέκυψε εύκολα στις υποδείξεις της Άγκυρας για υπόσκαψη του Κυπριακού κράτους. Ο ίδιος, μαζί με τους Τουρκοκυπρίους υπουργούς, βουλευτές και δημόσιους υπαλλήλους, ακολούθησε από το 1964 πολιτική μη συνεργασίας με τους Έλληνες Κυπρίους. Η κρίση εντάθηκε και μονιμοποιήθηκε η διαχωριστική κατάσταση που δημιούργησαν οι Τούρκοι. Ωστόσο, με πολυμέτωπους χειρισμούς και διεθνή υποστήριξη, ο πρόεδρος Μακάριος κατόρθωσε ν' αποφύγει την κατάρρευση του Κυπριακού κράτους που, αντίθετα, εδραιώθηκε διεθνώς έστω και με τη μη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων οι οποίοι αυτοαπομονώθηκαν.
Απόπειρα επιστροφής
Λίγους μήνες μετά την κρίση του Δεκεμβρίου του 1963, και συγκεκριμένα στις 3 Ιουνίου 1964, ο Φαζίλ Κουτσούκ ζήτησε από τον Μακάριο την επιστροφή των Τουρκοκυπρίων στην κυβέρνηση, ο Πρόεδρος Μακάριος του απάντησε: «Δεν είσθε πλέον αντιπρόεδρος. Η ζωή και η ύπαρξη της κυβέρνησης δεν εξαρτάται από τη θέλησή σας». (Εφημερίδα Χαραυγή. 4 Ιουνίου 1964).
Η πρόταση Κουτσούκ δεν ήταν απολύτως ειλικρινής, αφού ζήτησε σύγκληση του Υπουργικού Συμβουλίου στην Πράσινη Γραμμή και επιπλέον όλους τους προηγούμενους μήνες δικαιολογούσε την απόσυρση των Τουρκοκυπρίων μιλώντας ανοικτά για λύση δύο κρατών (βλέπε συνέντευξη Le Mont 10 Ιανουαρίου 1964). Υποχρεώθηκε όμως να επιδείξει διάθεση συμβιβασμού εκ των πραγμάτων.
Με τις θέσεις Κουτσούκ διαφώνησε κάθετα ο Τούρκος πρωθυπουργός Ινονού, ο οποίος σε επιστολή του στον Τ/Κ ηγέτη στις 9 Μαρτίου 1964, επεσήμανε «ότι η φυγή των Τουρκοκυπρίων από τις εργασίες και τα χωριά τους, έδωσε την ευκαιρία στους Ε/Κ «να επωφεληθούν από την απουσία των Τούρκων από τις διάφορες βαθμίδες της κρατικής οργάνωσης και να λαμβάνουν μονομερώς αποφάσεις, που προκαλούσαν μεγάλη ζημιά στα τουρκικά συμφέροντα». Ο Κουτσούκ απάντησε στην επιστολή σε έντονο ύφος: «Θέλουμε να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει πλέον στην Κύπρο κανένας που θα πει στους συμπολίτες μας, που βρίσκονται σ’ αυτή την ψυχική κατάσταση και για χάρη της υπόθεσής τους έχασαν το παιδί, τον πατέρα, τον σύζυγο ή τον αδελφό τους και στερήθηκαν τα σπίτια και τις οικογένειές τους, ότι πρέπει να συνεργαστούμε με την κυβέρνηση Μακαρίου, έστω και προσωρινά δήθεν».
Παρ’ όλα αυτά, ο Κουτσούκ δεν μπορούσε να αντισταθεί στις υποδείξεις της Άγκυρας, ούτε και να μην αντιληφθεί τις ελληνοκυπριακές κινήσεις την ίδια περίοδο, όταν άρχισε δηλαδή να καταφθάνει στην Κύπρο η Ελληνική Μεραρχία και επίσης να ξεδιπλώνεται το σχέδιο Άτσεσον. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο να επιστρέψουν οι Τουρκοκύπριοι στην κυβέρνηση στις 3 Ιουνίου1964. Δεν ήταν εξάλλου αποσπασματική η κίνησή του. Όσο περνούσε ο καιρός και οι Τ/Κ έβλεπαν ότι οι Ε/Κ εμπεδώνονταν ως κυρίαρχοι του νησιού, όσο αντιλαμβάνονταν ότι οι δυνατότητες της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο απομακρύνονταν (δήλωση Χρουτσόφ και επιστολή Τζόνσον), τόσο περισσότερο αναγνώριζαν την επιπολαιότητά τους να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση και την πολιτεία εν γένει.
Συνεπακόλουθα, στις 22 Ιουλίου 1965, 19 μήνες μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από το Κοινοβούλιο, οι Τ/Κ βουλευτές αποφάσισαν κι αυτοί να επιχειρήσουν να επιστρέψουν. Μετέβησαν στο μέγαρο της Βουλής με στρατιωτική προστασία της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και είχαν συνάντηση με τον πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη. Αναφερόμενος στα γεγονότα αυτά στην έκθεση της 29ης Ιουλίου 1965, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ αναφέρει: «Ο κ. Κληρίδης ανέφερε στους Τ/Κ βουλευτές ότι αν δεν επέλθει συμφωνία στις προτάσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για αλλαγή του Συντάγματος, τότε δεν μπορούν να επιστρέψουν στο Κοινοβούλιο. Όπως είπε, με βάση τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο Σύνταγμα από τους Ε/Κ, δεν υπήρχε η σχετική νομοθεσία να καλύψει την επιστροφή τους, οπότε το νέο νομικό καθεστώς δεν επέτρεπε την επιστροφή των Τ/Κ».
Αντιπρόεδρος
Παρ’ όλ' αυτά, ο Φαζίλ Κουτσιούκ, έστω κι αν δεν μετείχε πλέον ενεργά στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, συνέχισε ν' αναγνωρίζεται ως αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο αξίωμα αυτό επανεξελέγη, και πάλι χωρίς ανθυποψήφιο, τον Μάρτιο του 1968. Απεσύρθη δε το 1973, οπότε στο αξίωμα του αντιπροέδρου αναρριχήθηκε ο Ραούφ Ντενκτάς.
Ο Φαζίλ Κουτσιούκ, αν και φερόταν ως μετριοπαθής πολιτικός - σ' αντίθεση προς τον Ραούφ Ντενκτάς, ηγέτη των εξτρεμιστών Τουρκοκυπρίων - ωστόσο ποτέ δεν δίστασε να υπηρετήσει ακόμη και ακραίες θέσεις της Άγκυρας στο Κυπριακό, εργαζόμενος πιστά υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας στην Κύπρο, έστω κι αν τα συμφέροντα αυτά συχνά δεν ταυτίζονταν προς τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Δεν μπορούσε, βέβαια, να πράξει και διαφορετικά, γιατί ποτέ δεν θα μπορούσε να παραμείνει επικεφαλής των Τουρκοκυπρίων εάν δεν ήταν πειθήνιο όργανο της Άγκυρας. Πάντως ο Φαζίλ Κουτσιούκ επέζησε και πρόλαβε να δει την τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο και τη βίαιη στρατιωτική κατάληψη του βόρειου τμήματος του νησιού, πράγμα που οδήγησε σε μια κατάσταση η οποία δεν διαφέρει πολύ από τη «Μόνιμη Λύση» που είχε ο ίδιος εισηγηθεί με το βιβλίο του από το 1957.