Ο περιβόητος Τούρκος μουχασίλης (κυβερνήτης) της Κύπρου από το 1820 μέχρι τα τέλη του 1822, ο οποίος έκαμε τις φοβερές σφαγές των αρχιερέων και προκρίτων της Κύπρου το 1821.
Το όνομά του ήταν Es-Seid Mehmed Emin και έφερε τον τίτλο Silashör, επειδή προερχόταν από το πρώτο σύνταγμα ιππικού των σουλτανικών φρουρών, αλλά ήταν περισσότερο γνωστός με την επωνυμία Kücük Mehmed, που σημαίνει Μικρός Mehmed. Διορίστηκε το 1820 κυβερνήτης της Κύπρου από τον καπουδάν πασά - στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκε η Κύπρος - Deli Abdullah Pasha. Για τους Κυπρίους ο διορισμός του σαν μουχασίλη του νησιού υπήρξε εξαιρετικά ατυχής, κυρίως εξαιτίας του ότι συνέπεσε η θητεία του με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης. Υπό ομαλές περιστάσεις ο Κουτσιούκ Μεχμέτ θα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους συνηθισμένους κακούς και άπληστους κυβερνήτες του νησιού, οι οποίοι στο σύντομο διάστημα της θητείας τους έκαμναν ό,τι μπορούσαν για να βγάλουν όσο το δυνατό πιο σύντομα τα χρήματα που είχαν πληρώσει για να εξαγοράσουν το διορισμό τους, και επί πλέον να πλουτίσουν. Αναμενόταν ότι θα χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο που διέθεταν, όπως τη βία και την αυθαιρεσία, για να επιτύχουν τον σκοπού τους.
Τις φυσικές κλίσεις και προδιαθέσεις του Κουτσιούκ Μεχμέτ για ένα γρήγορο πλουτισμό του ενίσχυαν τόσο η διοικητική παράδοση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και το τρομοκρατικό κλίμα που προκάλεσε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' στους χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας του, όταν εξερράγη η ελληνική επανάσταση. Ο Κουτσιούκ πολύ γρήγορα αντελήφθη πως η συγκυρία αυτή έδινε μοναδική ευκαιρία για την ικανοποίηση της απληστίας του, αλλά και του φανατισμού και της σκληρότητάς του. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η αφορμή, για να μπορέσει να εξασφαλίσει την έγκριση του σουλτάνου για δράση εναντίον των Χριστιανών υποτελών του στην Κύπρο.
Οι Έλληνες κάτοικοι της Κύπρου ποθούσαν την ελευθερία τους όχι λιγότερο από τους υπόλοιπους υπόδουλους Έλληνες, οι οποίοι τον Μάρτιο του 1821 είχαν ξεσηκωθεί για να τη διεκδικήσουν. Αλλά, υποκύπτοντας στην ωμή πραγματικότητα, η οποία έδειχνε ότι η πλάστιγγα των γεωγραφικών και στρατιωτικών δεδομένων ήταν εις βάρος τους και υπέρ των Τούρκων, είχαν συμφωνήσει κατά τη σύσκεψη των Φιλικών που έγινε την 1η Οκτωβρίου 1820 στο Ισμαήλ της Μολδοβλαχίας, η συμβολή των Κυπρίων στον Αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας να περιοριστεί στην προσφορά προμηθειών και χρημάτων. Υπήρξαν και αρκετοί Κύπριοι που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, ανάμεσα δε σ' αυτούς περιλαμβάνονταν και ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι ανεψιοί του αδελφοί Θησείς, δηλαδή ο Νικόλαος, ο Κυπριανός και ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος ή Θεοφύλακτος, ο Χαράλαμπος Μάλης, ο μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος, ο ηγούμενος της μονής Κύκκου Ιωσήφ, ο πρόκριτος Μιχαήλ Γλυκύς και πολλοί άλλοι. Επανάσταση όμως των Κυπρίων, στην αρχή τουλάχιστον του Αγώνα, δεν προγραμματιζόταν, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του Κουτσιούκ Μεχμέτ.
Τις υποψίες του Κουτσιούκ Μεχμέτ ενίσχυαν ορισμένες πληροφορίες που έπαιρνε από δυο νεαρούς γαλλικής καταγωγής Χριστιανούς ορθόδοξους καταδότες και από άλλους πράκτορές του ότι οι Κύπριοι είχαν επαφές και μυστική αλληλογραφία με τους Υδραίους και ότι ενέχονταν σε επαναστατικές ενέργειες. Σαν επιβεβαίωση των υπερβολικών αυτών πληροφοριών ήρθε η άφιξη στη Λάρνακα τον Απρίλιο του 1821 από την Πελοπόννησο του Θεόφιλου Θησέα, ο οποίος - πιθανότατα δρώντας με δική του πρωτοβουλία από επιθυμία του να ξεσηκωθεί και η Κύπρος - μοίρασε επαναστατικές προκηρύξεις στο λαό.
Η ασύνετη αυτή ενέργεια του Θεόφιλου έδωσε στον Κουτσιούκ Μεχμέτ το πρόσχημα που χρειαζόταν, για να αρχίσει τις ενέργειες προς την Πύλη και τον καπουδάν πασά με σκοπό να εξουσιοδοτηθεί και να ενισχυθεί με στρατιωτική δύναμη ώστε να καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα των Κυπρίων στη γένεσή του. Η Πύλη έστειλε στην Κύπρο δύναμη 4.000 Τούρκων στρατιωτών από την Άκρα, που έφθασε στη Λάρνακα στις αρχές Μαΐου. Ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκε με διαταγή της Πύλης και ο προληπτικός αφοπλισμός όλων των Χριστιανών κατοίκων του νησιού, όπως έγινε και σ' άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, παρόλο που όπως αναφερόταν, δεν υπήρχαν ιδιαίτεροι λόγοι, αφού οι Κύπριοι υπήρξαν πάντοτε νομοταγείς.
Οι Κύπριοι ηγέτες φοβούμενοι τα χειρότερα προσπάθησαν να εξασφαλίσουν, μέσω του Κουτσιούκ Μεχμέτ, στον οποίο έδωσαν σαν δώρο 100.000 γρόσια - αρκετά σημαντικό ποσό για την εποχή εκείνη - την έκδοση μιας σουλτανικής απόφασης που να αποτρέπει οποιαδήποτε εις βάρος τους ενέργεια ή διωγμό. Ο Κουτσιούκ πήρε τα χρήματα, διαβεβαίωσε τους Κυπρίους ότι θα έγραφε ευνοϊκά γι’ αυτούς στον σουλτάνο, στην πραγματικότητα όμως ζήτησε έγκριση για θανάτωση 486 Κυπρίων αρχιερέων και προυχόντων, και δήμευση των περιουσιών τους.
Μετά τον αφοπλισμό των Κυπρίων άρχισαν και οι πρώτες εκτελέσεις, που δημιούργησαν ένα κλίμα τρομοκρατίας στο νησί. Ο Κουτσιούκ γινόταν ολοένα και περισσότερο «θηριώδης», σύμφωνα με τις πληροφορίες του Γάλλου προξένου Mechain. Καθημερινά εκτελούσε Χριστιανούς στη Λευκωσία, φέρνοντας στην επιφάνεια υποθέσεις που είχαν εκδικαστεί από τους προκατόχους του. Με τον τρόπο αυτό, έγραφε ο Mechain στις 28.5.1821/9.6.1821, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ επιτυγχάνει δυο πράγματα, δηλαδή «να θησαυρίζῃ καί νά καταπείθῃ τήν Πύλην, ὅτι ὑφίσταται ἐν Κύπρῳ προεσχεδιασμένη ἐπανάστασις, τήν ὁποίαν ἐπέτυχε νά καταστείλῃ. Ἐάν ὁ αἱμοβόρος αὐτός παράφρων διατηρήσῃ ἐπί τινας ἀκόμη μῆνας τήν ἀρχήν, θά χρεωκοπήσῃ τήν Νῆσον» (Κυπριακά Χρονικά, Ζ', 1930, σ. 51).
Η Κύπρος ίσως τελικά να απέφευγε τις εκτεταμένες σφαγές που ακολούθησαν, αν η ανταρσία, η οποία έγινε στις 20 Ιουνίου 1821/ 2 Ιουλίου 1821 στη Λευκωσία των στρατευμάτων που είχαν σταλεί στην Κύπρο, για διαφορές σχετικά με την πληρωμή τους και της οποίας στόχος ήταν ο ίδιος ο Κουτσιούκ δεν αποτύγχανε. Λίγες μέρες αργότερα έφθασε η σουλτανική έγκριση για εκτέλεση των 486 προγραφέντων, για δήμευση της περιουσίας τους και για υποδούλωση των οικογενειών τους, εκτός μόνον όσων θα συγκατετίθεντο να αλλαξοπιστήσουν. Ο Κουτσιούκ κρύβοντας ως συνήθως τις προθέσεις του κάλεσε τους προγραφέντες στη Λευκωσία για να τους ανακοινώσει το ευχάριστο δήθεν περιεχόμενο του σουλτανικού φιρμανιού. Πολλοί υποψιάζονταν κιόλας τις προθέσεις του Κουτσιούκ Μεχμέτ και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ο οποίος θα μπορούσε, ακόμη και την τελευταία στιγμή, να φύγει κρυφά από τη Λευκωσία και να σωθεί. Μερικοί κατάφεραν να δραπετεύσουν. Ο Κυπριανός όμως δεν θέλησε να φύγει και να εγκαταλείψει το ποίμνιό του. Με θαυμαστή αξιοπρέπεια και ψυχραιμία υπέμεινε καρτερικά τη θυσία στο βωμό της ελευθερίας. Το Σάββατο 9 Ιουλίου 1821 (21 Ιουλίου) στο σεράγιο της Λευκωσίας σε συγκέντρωση των αγάδων διαβάστηκε το σουλτανικό φιρμάνι και ακολούθησε η φοβερή σφαγή των αρχιερέων και προκρίτων. Ο Κυπριανός απαγχονίστηκε, ενώ οι μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας, ο ηγούμενος Κύκκου και πολλοί πρόκριτοι αποκεφαλίστηκαν. Οι σφαγές συνεχίστηκαν για ένα ακόμη μήνα. Ταυτόχρονα οι Τούρκοι λεηλατούσαν, διάρπαζαν και δήμευαν την περιουσία των εκτελουμένων και εκείνων που κατάφερναν να φύγουν από την Κύπρο, των μητροπόλεων, των εκκλησιών και των μοναστηριών, ιδιαίτερα των μοναστηριών του Κύκκου και του Μαχαιρά.
Οι πρόξενοι των ευρωπαϊκών δυνάμεων στη Λάρνακα, όλο αυτό το διάστημα διαδραμάτιζαν, μέσα σε ατμόσφαιρα αγωνίας, πολλαπλό ρόλο. Πρώτα - πρώτα είχαν κάθε λόγο να ανησυχούν και οι ίδιοι για την ασφάλειά τους και για την περιουσία τους, τόσο από τα στρατεύματα που είχαν φθάσει στην Κύπρο, όσο και από τις ενέργειες και επιβουλές του Κουτσιούκ Μεχμέτ, ο οποίος, παρόλο που είχε συγκεντρώσει αμύθητα πλούτη από τις αρπαγές, έβλεπε με βουλιμία τα πλούσια σπιτικά των Ευρωπαίων προξένων και εμπόρων της Λάρνακας και προσπαθούσε να βρει τρόπο να τα θέσει κάτω από τον ασύδοτο έλεγχό του. Βλέποντας πως πολλοί πρόξενοι παρείχαν προστασία σε διωκόμενους Χριστιανούς, απειλούσε ότι θα παραβίαζε τα προξενεία, για να ανακαλύψει φυγάδες. Οι πρόξενοι, ήταν γεγονός, είχαν βοηθήσει πάρα πολλούς Έλληνες να διαφύγουν, ορισμένοι μάλιστα χωρίς αμοιβή. Άλλοι όμως πρόξενοι εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις για να κερδίσουν χρήματα από τους δυστυχείς Κυπρίους. Τελικά οι ανησυχίες τους για μια επιδρομή του Κουτσιούκ Μεχμέτ στη Λάρνακα διασκεδάστηκαν με την κατά διαστήματα επίσκεψη γαλλικού πολεμικού στη Λάρνακα, που με την παρουσία του απέτρεψε την καταστροφή τους.
Την ασυδοσία και ωμή βία που μεταχειρίστηκε ο Κουτσιούκ Μεχμέτ εναντίον των Ελλήνων της Κύπρου και την επιβουλή του για τους Ευρωπαίους της Λάρνακας δεν συμμερίζονταν όλοι οι Τούρκοι αγάδες της Κύπρου. Είναι γεγονός ότι σε μερικές περιπτώσεις Τούρκοι έσωσαν Έλληνες φίλους τους που κινδύνευαν. Ο ζαπίτης (υποδιοικητής, αστυνόμος) της Λάρνακας Χατζή Ιμπραήμ Αγάς και ο αγάς της Λευκωσίας Σαΐντ Μεχμέτ, διαφώνησαν με τον Κουτσιούκ ως προς τα σχέδιά του για τη Λάρνακα και αφού περιέπεσαν σε δυσμένεια και κινδύνευαν, δραπέτευσαν από την Κύπρο. Ο Χατζή Ιμπραήμ Αγάς επανήλθε λίγο αργότερα, στα τέλη του 1822, σαν διάδοχος του Κουτσιούκ Μεχμέτ, για να εξαντλήσει τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του τελευταίου μετά την ανάκλησή του στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά την απομάκρυνση του Κουτσιούκ Μεχμέτ από την Κύπρο δέκα περίπου χρόνια αργότερα και ενώ ο Κουτσιούκ με το νέο του όνομα Πεπεή - Μεχμέτ πασάς ήταν διευθυντής της αστυνομίας της Κωνσταντινουπόλεως, τον επισκέφθηκαν τρεις Κύπριοι, για να τους βοηθήσει να ανακτήσουν την περιουσία τους που δημεύθηκε. Ήταν ο Ιωάννης, γιος του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, ο ηγούμενος Κύκκου Νεόφυτος και ο Ν. Βοντιτσιάνος. Προς τον Νεόφυτο ο Κουτσιούκ φέρθηκε σκαιότατα μόλις άκουσε το σκοπό της επίσκεψής τους, ενώ προς τους άλλους δυο με δολιότητα. Δοκίμασε, ανεπιτυχώς όμως, να τους δηλητηριάσει με καφέ που τους πρόσφερε. Σώθηκαν όμως από τα χέρια του φοβερού δημίου των Κυπρίων.
Πολλοί Κύπριοι που σώθηκαν από τις σφαγές του Κουτσιούκ Μεχμέτ πήγαν στην Ελλάδα, όπου πήραν μέρος στην ελληνική επανάσταση, ή σ' άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου προσπαθούσαν να συνάψουν δάνειο για να ετοιμάσουν εκστρατεία για απελευθέρωση της Κύπρου. Το πλήγμα που είχε καταφέρει ο Κουτσιούκ Μεχμέτ, παρόλο που ήταν τρομακτικό, δεν είχε καταφέρει να κάμψει το ηθικό και τον πόθο των Κυπρίων για ελευθερία. Αντίθετα, το δυνάμωσε.
Β. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ