Έτσι ονομάζονταν τα απομεινάρια (ζίβανα) από το σησάμι μετά που το άλεθαν κι αφαιρούσαν το σησαμόλαδον (=σαμόλαδον) και την ταχίνη. Ήταν μια πίτα όπως ο ππαλουζές των σταφυλιών, που την έκοβαν σε τετράγωνα ή ορθογώνια κομμάτια πάχους περί τα 2,5 εκατοστόμετρα και μήκους περί τα 12. Τοποθετούσαν τον κούσβο αυτό μέσα σε ξύλινα κιβώτια ή σε κουβάδες και, περιοδεύοντας τα χωριά με τα γαϊδούρια, τον πωλούσαν μαζί με τον χαλουβά (=χαλβά). Ο κούσβος είχε χρώμα βαθύ καφέ, ήταν εύγευστος και πολύ υγιεινός. Παρασκευαζόταν στην Κύπρο και επωλείτο σε παλαιότερες εποχές. Το τελευταίο, ίσως, μαγαζί που άλεθε σησάμι κι έβγαζε σαμόλαδο και κούσβον, ήταν αυτό στη Λευκωσία, στην οδό Χρυσοχόων, που το μνημονεύει ο δάσκαλος Π. Παναγίδης στην αφήγησή του Σεργιάνι στην Λευκωσία:
...Βρισκόμαστε στην οδό Χρυσοχόων: Να κι ένας Τούρκος σαμολαδιτζ'ής. Στη μέση του μαγαζιού του υπάρχει ένας μύλος που τον γυρίζει ένα άλογο. Αλέθει σησάμι κι από την πίττα του (κούσβο) βγαίνει το σαμόλαδο και το ταχίνι...
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια