Αμάξιν

Image

Στην Κύπρο υπάρχει σαφής διαχωρισμός του αμαξιού από την άμαξα. Η άμαξα είναι εκείνη που χρησιμεύει για διακινήσεις ανθρώπων και είναι συνήθως η εισαγόμενη από την Ευρώπη (καμπριολέ, λαντώ, γκιγκ κλπ.). Αντίθετα το αμάξιν, συνήθως κυπριακής κατασκευής, είναι η φορτάμαξα, το κατεξοχήν μεταφορικό μέσο του Κύπριου αγρότη, που χρησιμοποιείται για μεταφορές φορτίων και προϊόντων αλλά και εργατών στα χωράφια.

 

Το αμάξιν είναι τροχοφόρο όχημα που σέρνεται από ένα ή δύο ζώα. Η εφεύρεσή του αποδίδεται στους Σουμέριους, γύρω στα 3500 π.Χ. Στην Κύπρο αποδεικνύεται ότι βρισκόταν σε χρήση οπωσδήποτε πριν από το 2000 π.Χ.

 

Αν και οι περισσότερες σχετικές απεικονίσεις σε κυπριακά αγγεία καθώς και σε πήλινα ομοιώματα παρουσιάζουν πολεμικά άρματα αντί γεωργικά αμάξια, ωστόσο και τα δεύτερα βρίσκονταν σε χρήση ήδη από τα Προϊστορικά χρόνια, αρχικά με δυο συμπαγείς τροχούς, αργότερα με ακτινωτούς, όπως εξάλλου και τα πολεμικά άρματα. Τα πρώτα εκείνα αμάξια σέρνονταν από ένα ή δυο ζώα, κυρίως βόδια, ενώ τα άρματα από ένα μέχρι τέσσερα άλογα.

 

Όπως συνέβη και με το αλέτριν, το αμάξιν δεν υπέστη σοβαρές διαφοροποιήσεις κατά τη διάρκεια των τεσσάρων περίπου χιλιετηρίδων που βρισκόταν σε χρήση στην Κύπρο, δηλαδή από το διάστημα πριν το 2000 π.Χ. μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Η μόνη εξέλιξη που υπέστη, αφορούσε τη χρήση σιδήρου στον άξονα και την χρήση μεταλλικής στεφάνης στην περιφέρεια των ξύλινων τροχών. Στα τελευταία χρόνια πριν από την οριστική εξαφάνισή του (μετά το 1960), παρουσιάστηκε στην Κύπρο και το αμάξιν με τροχούς από λάστιχο. Ήταν τροχοί αυτοκινήτων ή ελκυστήρων, που ο Κύπριος τεχνίτης προσάρμοσε στο αμάξιν, χωρίς όμως να αποφύγει ή να μεταθέσει την μοιραία κι οριστική εκτόπισή του από τη μηχανή.

 

Το κυπριακό αμάξι

 Το κυπριακό αμάξι είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από ντόπια ξυλεία. Μεταλλικά μέρη του είναι ο άξονας και η στεφάνη, που καλύπτει την περιφέρεια των δυο τροχών. Αποτελείται από τα ακόλουθα κύρια μέρη:

1. Η κρεβαθκιά, είναι το κυρίως σώμα του αμαξιού, όπου τοποθετείται το φορτίο. Η ίδια η κρεβαθκιά αποτελείται:

α) από τα μερκακά, σανίδια που αποτελούν το πάτωμά της.

β) από τους ζυγούς, δηλαδή τον σκελετό πάνω στον οποίο στερεώνονται τα μερκακά.

2. Το αξόνιν, μακριά και δυνατή δοκό, ενωμένη με την κρεβαθκιάν, από το οποίο τραβιέται το αμάξιν από τα ζώα. Το αξόνιν είναι, πολλές φορές, ενισχυμένο με σιδερένια πλάκα, που λέγεται μαγλούτζ’ιν.

3. Το προπάλλουκον, ένα κομμάτι μακρόστενου ξύλου, που συνδέει την μπροστινή άκρη του αξονιού με τον ζυγό στον οποίο είναι δεμένα τα δυο ζώα.

4. Οι βρουντέλλες, ξύλινες ράβδοι τοποθετημένες κατακόρυφα η μια κοντά

στην άλλη στις δυο πλευρές της κρεβαθκιάς, ώστε να σχηματίζουν την κάσια

του αμαξιού.

5. Οι τροσ'ιοί του αμαξιού, που είναι δυο κι αποτελούνται:

α) από τα μουέλλια, β) από τα δόντια, γ) από τις κούρβεΐς και δ) από τον καπλαμάν.

6. Το αδράχτιν ή αγράχτιν, δηλαδή ο άξονας των δυο τροχών.

7. Το τριφουσκάριν, κυλινδρικό ξύλο στο πίσω μέρος της κρεβαθκιάς, που περιστρέφεται σε άξονα. Σ’ αυτό στερεώνεται το σχοινί με το οποίο δένουν τα δεμάτια στο αμάξι. Με τη βοήθεια δυο σιδερένιων μοχλών, που λέγονται στρέβλες, περιστρέφουν το τριφουσκάριν, το σχοινί τυλίγεται σ' αυτό και σφίγγει τα δεμάτια για να στερεωθούν.

 

Υπάρχουν διάφορες τροποποιήσεις στον τρόπο κατασκευής του αμαξιού, ανάλογα προς τον σκοπό που θα χρησιμοποιηθεί. Αν, για παράδειγμα, πρόκειται να μεταφέρει άμμο, χαλίκια, χώμα ή άλλα παρόμοια, τότε οι βρουντέλλες αντικαθίστανται με πλατιά σανίδια, ώστε η κάσια του αμαξιού να μην αφήνει ανοίγματα.

 

Υπάρχει επίσης ο τύπος του αμαξιού που σέρνεται από ένα ζώο (γαϊδούρι ή μούλα), αντί από δυο βόδια. Ο τύπος αυτού του αμαξιού αντί να έχει ένα αξόνιν στο κέντρο της κρεβαθκιάς που προεκτείνεται ανάμεσα στα δυο ζώα, έχει δυο στα δυο πλάγια, που στο μέσο τους τοποθετείται το ζώο.

 

Ανάλογα προς τον τύπο του αμαξιού, τούτο λέγεται βουδάμαξον, καρρέττα κλπ.

 

Απαραίτητο συμπλήρωμα του αμαξιού που σέρνεται από δυο ζώα, είναι ο ζυγός, ο οποίος συνδέει μεταξύ τους τα ζώα, ενώ ο ίδιος συνδέεται με το αξόνιν με τη βοήθεια του προπάλλουκου και του λουρικού. δηλαδή δερμάτινου σχοινιού.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image