Κουρτουνιά

Image

Αυτοφυόμενο στην Κύπρο χαμηλό δέντρο. Κρότων ή ρίκινος, κοινώς ρετσινολαδιά. Επιστημονική ονομασία: Ricinus communis. Οικογένεια: Ευφορβιιδών (Euphorbiaceae). Αγγλική ονομασία: Castor oil plant.

Ο Διοσκουρίδης, στο σύγγραμμά του Περί Ὓλης Ἳατρικῆς (4.161), περιγράφει το κίκι ή άλλως πως σέσελι κύπριον ή και κρότωνα. 

 

Το φυτό αυτό, ιθαγενές των τροπικών χωρών της Ασίας και της Αφρικής, απαντά ως αυτοφυές και σε μερικές παραμεσόγειες χώρες και σε ελληνικά νησιά όπου πιθανώς είχε μεταφερθεί κατά τα αρχαία χρόνια κι είχε εγκλιματισθεί. Τα σπέρματα της κουρτουνιάς μοιάζουν στο σχήμα με τον κρότωνα, παράσιτο των σκύλων, γνωστό στην Κύπρο ως τσιβίτζιν (το). Γι΄ αυτό και το αρχαίο όνομα του φυτού ήταν κρότων, απ' αυτό δε προέρχεται και η κυπριακή ονομασία του φυτού: κροτωνιά, κρουτουνιά, κουρτουνιά.

 

Η κουρτουνιά ήταν γνωστή για τις φαρμακευτικές της ιδιότητες. Ο Θεόφραστος ονομάζει το φυτό κρότωνα, ο δε Διοσκουρίδης το αναφέρει με τα ονόματα κίκι, κρότωνα και σέσελι, ειδικά δε μνημονεύει τον σέσελι κύπριον που τον περιγράφει ως εξής: δένδρον ἐστί συκῆς μικρᾶς μέγεθος ἔχον, φύλλα δέ ὅμοια πλατάνῳ, μείζονα [=μεγαλύτερα] δέ καί λειότερα [=πιο γυαλιστά] καί μελάντερα [=πιο μαυριδερά], τά δέ στελέχη καί τάς κράδας κοῖλα καλάμου τρόπον [=τα κλαδιά κούφια όπως του καλαμιού], καρπόν δέ   ἐν βότρυσι τραχέσι [=με καρπό σε τραχιά τσαμπιά]...  ἐξ' οὗ καί ἀποθλίβεται τό λεγόμενον κίκινον ἒλαιον [=ρετσινόλαδο] ἄβρωτον μέν [=ακατάλληλο για φαγητά], ἄλλως δέ  χρήσιμον εἰς λύχνους καί  ἐμπλάστρους (Διοσκ., Περί Ὓλης Ἰατρικῆς, 4, 161).

 

Βλέπε λήμμα: Ιατρική

 

Ο Ηρόδοτος επίσης (Β, 94,1) γράφει ότι οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούν ως λάδι για επαλείψεις αυτό που βγάζουν από τον καρπό των σιλλικυπρίων  που το λένε κίκι. Η ονομασία του φυτού σιλλικύπριον του είχε δοθεί πιθανώς επειδή αυτοφυόταν στην Κύπρο.

 

Η κουρτουνιά ευδοκιμεί σε όλα τα είδη εδαφών, αντέχει στη ξηρασία και στο ψύχος, αλλά προτιμά εύφορα μέρη. Πολλαπλασιάζεται με σπόρους και αναπτύσσεται γρήγορα. Το λάδι που εξάγεται από τους καρπούς της κουρτουνιάς εχρησιμοποιείτο ως φωτιστικό κατά την Αρχαιότητα, αλλά και για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες, ιδίως ως καθαρτικού. Τα φύλλα, επίσης, και τα κλαδιά του φυτού είναι τοξικά, γι΄ αυτό και δεν τρώγονται από τα ζώα.

 

Ο καρπός του φυτού είναι γνωστός στην Κύπρο ως κουρτούνιν (το) και τσιβίτζ΄ιν (το), περιέχει δε λάδι (το ρετσινόλαδο) σε ποσοστό 50-60%.

 

Επειδή το φυτό αυτό έχει φαρμακευτικές και ιδίως καθαρτικές ιδιότητες, συνηθίζεται στην Κύπρο να προσφέρεται δήθεν για παρασκευή τσαγιού από τους νικητές των εκλογών στους ηττημένους. Μάλιστα σε κάπως παλαιότερες εποχές συνηθιζόταν το ακόλουθο πείραγμα: Οι οπαδοί των κερδισμένων των διαφόρων εκλογικών αναμετρήσεων έκοβαν μεγάλα κλαδιά κουρτουνιάς, που τα μετέφεραν στα σπίτια των χαμένων ή και των οπαδών τους, «για να τους περάσει ο πόνος».

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια