Λεπτό ύφασμα, αραιό στην ύφανσή του, που χρησιμοποιείται ως κάλυμμα της κεφαλής. Παλαιότερα κουρούκλες χρησιμοποιούσαν τόσο οι γυναίκες — κατά κύριο λόγο —όσο και οι άντρες. Η κουρούκλα είναι όμως διαφορετική από το σάλι που ήταν πλούσια διακοσμημένο αλλά και χοντρότερο ύφασμα, καθώς και από την μαντήλα των γυναικών και το κεφαλομάντηλο των αντρών.
Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι άντρες λεγόταν και κουρουκλίν (το) και φοριόταν όπως το σαρίκι ή δενόταν γύρω από το φέσιν. Η γυναικεία κουρούκλα απαντάται σε διάφορους χρωματισμούς, ιδίως όμως χρησιμοποιείται η άσπρη. Άλλων χρωματισμών κουρούκλες εχρησιμοποιούντο κυρίως σε επίσημες τελετές. Για παράδειγμα κόκκινη κουρούκλα φορούσε η νύμφη ή και η νεόνυμφη.
Η λέξη κουρούκλα προέρχεται ίσως από την αρχαία λέξη κορδύλη που, κατά τον Σουίδα, σημαίνει κάλυμμα της κεφαλής κι ήταν λέξη κυπριακή. Ίσως ακόμη να προέρχεται από τις λέξεις κάραν κλᾶσθαι.
Το ρήμα κουρουκλιάζω ή και κουρουκλίζω σημαίνει περιτυλίσσω, συμμαζεύω (τα μαλλιά).
Η κουρούκλα επειδή είναι λεπτότατο και αραιό ύφασμα, εχρησιμοποιείτο από τις γυναίκες και σε οικιακές εργασίες, για φιλτράρισμα υγρών όπως το γάλα.