Κουιρίνι Quirini οικογένεια

Image

Αριστοκρατική οικογένεια της Βενετίας, διάφορα μέλη της οποίας σχετίστηκαν με την Κύπρο ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κυριαρχίας της Βενετίας στο νησί (περίοδος βασιλείας της Αικατερίνης Κορνάρο και μετέπειτα περίοδος Βενετοκρατίας). Διάφορα μέλη της ίδιας οικογένειας σχετίστηκαν και με άλλους ελληνικούς χώρους (όπως άρχοντες της Αστυπάλαιας).

 

Με την Κύπρο ιδιαίτερα σχετίστηκαν:

 

Κουιρίνι Εσμέριο: Είναι ο πρώτος από τους Κουιρίνι που αναφέρεται στις πηγές σε σχέση προς την Κύπρο, ήδη από την εποχή του βασιλιά της Κύπρου Ιανού (1398-1432). Ο Λεόντιος Μαχαιράς τον αναφέρει απλώς ως Βενετό ὀνόματι   Ἑσμερίων, ενώ τόσο ο Φλώριος Βουστρώνιος όσο κι ο Αμάτι τον αναφέρουν ως Ἑσμέριο Κουερίνι (Esmerio Querini). To 1426 ο Εσμέριο Κουιρίνι υπηρετούσε ως επίσημος πρόξενος της Βενετίας στη Λευκωσία. Μετά τη μεγάλη μάχη της Χοιροκοιτίας, όταν οι εισβολείς Σαρακηνοί νίκησαν τις δυνάμεις του βασιλιά της Κύπρου Ιανού (ο ίδιος ο βασιλιάς συνελήφθη αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στο Κάιρο), προχώρησαν προς την πρωτεύουσα Λευκωσία την οποία και λεηλάτησαν. Για να σωθούν μαζί με το ἀσημοχρούσαφόν τους, (Μαχαιράς, παρ. 692), οι Βενετοί που διέμεναν στη Λευκωσία κατέφυγαν στην κατοικία του Εσμέριο Κουιρίνι, επειδή, όπως γράφει ο Μαχαιράς, οι Σαρακηνοί εἷχαν ἀγάπην [=ειρήνη] μέ τούς Βενετίκους.

 

Ο μεσαιωνικός χρονογράφος, αναφερόμενος στην προσπάθεια αυτή των Βενετών να σώσουν το χρυσάφι και το ασήμι τους την ώρα που η πρωτεύουσα της Κύπρου βρισκόταν σε τόσο κίνδυνο, γράφει επιγραμματικά: Ἀμμέ, οὐά [=οὐαί], τό 'μάτιν τό ψιλόν, τό καταπιάσῃ  ὁ βάτος! (=το πολύτιμο φόρεμα το πιάνει [επίσης] ο βάτος).

 

Κουιρίνι Ιάκωβος: Βενετός αξιωματούχος που υπηρέτησε στην Κύπρο, ως επίσημος απεσταλμένος της Βενετίας, το 1475, επί ημερών της (Βενετσιάνας) τελευταίας βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο (1473-1489).

 

Κατά το 1475, όταν ήδη από ένα περίπου χρόνο πιο πριν ηττήθηκε το ισχυρό κόμμα των Καταλανών στην Κύπρο και ματαιώθηκαν διάφορα σχέδιά τους για έλεγχο του νησιού μετά τον θάνατο του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β' το 1473, οι δυνάμεις των Βενετών κυριάρχησαν απόλυτα. Η βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο ήταν, στην ουσία, αιχμάλωτη των Βενετών που κηδεμόνευαν το κυπριακό βασίλειο. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η θητεία στην Κύπρο του Ιακώβου Κουιρίνι, επίσημου πρέσβεως της Βενετίας στο νησί, μαζί με τον Πέτρο Ντιέντο (Diedo). Στην ουσία οι Βενετοί αντιπρόσωποι ήταν πλέον εκείνοι που κυβερνούσαν στην Κύπρο. Σώζονται επιστολές της Αικατερίνης Κορνάρο, καθώς και άλλων μελών της οικογένειάς της, προς τον δόγη της Βενετίας στον οποίο παραπονούνται για τις επεμβάσεις των Κουιρίνι και Ντιέντο στα διοικητικά ζητήματα του βασιλείου. Σώζονται επίσης αναφορές των δυο αυτών Βενετών απεσταλμένων, που με τη σειρά τους παραπονούνται μεταξύ άλλων και για παρεμβαλλόμενα εμπόδια στο έργο τους από μέλη της οικογένειας Κορνάρο.

 

Κουιρίνι Ιωάννης Αντώνιος: Βενετός ευγενής, ένας από τους ηγέτες της επικής 11μηνης αντίστασης της Αμμοχώστου κατά των Τούρκων το 1570-71. Ήταν γιος του Βενετού Νικολό Κουιρίνι που λίγα χρόνια πιο πριν είχε εργαστεί στην Κύπρο ως τοποτηρητής και υπεύθυνος για την ανέγερση των νέων οχυρώσεων της Λευκωσίας (αυτών που σώζονται μέχρι σήμερα), του οποίου το επίθετο είχε δοθεί τιμητικά σε έναν από τους 11 προμαχώνες της Λευκωσίας (πρόκειται για τον προμαχώνα Κουιρίνι αριστερά της πύλης της Κερύνειας, την οποία και προστάτευε).

 

Ο Ιωάννης Αντώνιος Κουιρίνι μαζί με τον Αστόρρε Βαγλιόνε*, τον Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο* και άλλους, ηγήθηκαν των δυνάμεων που με εκπληκτική ανδρεία και πρωτοφανές θάρρος υπερασπίστηκαν την πόλη της Αμμοχώστου καθ' όλη τη διάρκεια της πολιορκίας της από τις δυνάμεις των Τούρκων και απέκρουσαν — συχνά πολεμώντας και οι ίδιοι στους προμαχώνες — όλες τις λυσσώδεις επιθέσεις του Λαλά Μουσταφά πασά. Γράφει χαρακτηριστικά ο Άγγελος Γάττος που πολέμησε επίσης στην Αμμόχωστο (Διήγησις τῆς τρομερᾶς πολιορκίας καί ἁλώσεως τῆς Ἀμμοχώστου κατά τό ἒτος 1571, έκδοση 1926, σσ. 90-91), ότι: ...οἱ  Ἐξοχώτατοι κ.κ. Ἰωάννης Ἀ. Κουιρίνης, Ἀνδρέας Φραγαδίνου, Φρούραρχος της Ἀμμοχώστου, καί πάντες οἱ   ένδοξοι στρατηγοί καί ἀξιωματικοί ὡμοίαζον τῷ  Ἄρει κατά τήν ἀνδρείαν καί τήν πολεμικήν αὐτῶν δεινότητα...

 

Όπως είναι γνωστό, παρά τον αδιάκοπο κανονιοβολισμό της Αμμοχώστου και τις συνεχείς θυελλώδεις επιθέσεις των Τούρκων και των άλλων μετεχόντων στις δυνάμεις τους, η πόλη δεν αλώθηκε αλλά άντεξε επί 11 μήνες. Μόνο ύστερα από την παντελή έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων, κι αφού χάθηκε κάθε ελπίδα ενίσχυσής της από τη Δύση, απεφασίσθη να παραδοθεί η πόλη υπό όρους — τους οποίους οι Τούρκοι τελικά δεν τήρησαν — τον Αύγουστο του 1571. Αφού επήλθε συμφωνία, οι ηγέτες της αντίστασης της Αμμοχώστου με επικεφαλής τους Αστόρρε Βαγλιόνε, Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο, Ανδρέα Βραγαδίνο, Αλοβίγη Μαρτινέγκο, Ιωάννη Κουιρίνι κ.ά. και με συνοδεία περί τα 300 άτομα, πήγαν στις 5 Αυγούστου 1571, το βράδυ, στο στρατόπεδο των Τούρκων για να παραδώσουν στον Λαλά Μουσταφά πασά τα κλειδιά της πόλης. Παραβαίνοντας κάθε όρο της συμφωνίας, ο Τούρκος αρχιστράτηγος τους κατέσφαξε και στη συνέχεια κούρσεψε την ίδια την πόλη, επιδεικνύοντας πρωτοφανή βαρβαρότητα κι αιμοδιψή διάθεση. Αργότερα η κομμένη κεφαλή του Ιωάννη Αντωνίου Κουιρίνι ήταν μεταξύ εκείνων που κατέστη δυνατό ν' αναγνωρισθούν, κι επιδεικνυόταν ως ένα από τα «τρόπαια» των Τούρκων.

 

Κουιρίνι Μάρκος Αντώνιος: Διοικητής μοίρας του στόλου της Βενετίας που προσπάθησε να ενισχύσει την άμυνα της Κύπρου κατά των Τούρκων εισβολέων το 1570-1571, μαζί με τον Σεμπάστιαν Βενιέρο*. Ο δεύτερος είχε διοριστεί το 1570 ως γενικός προβλεπτής στην Κύπρο αλλά παρέμεινε γνωστός από τις συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειές του να φθάσει στο νησί και να το ενισχύσει, προφασιζόμενος ότι εμποδιζόταν από διάφορες αιτίες (κακοκαιρία, αρρώστια κλπ.). Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι μια από τις δικαιολογίες του Βενιέρο, ότι ο υπό τις διαταγές του στόλος ήταν μικρός σε δύναμη, ευσταθούσε (13 καράβια όλα κι όλα). Τελικά ο Βενιέρο κατόρθωσε ν' αποφύγει να ηγηθεί του στολίσκου αυτού μέχρι την Κύπρο, την δε ηγεσία των 13 καραβιών ανέλαβε ο υπαρχηγός του, ναύαρχος Μάρκος Αντώνιος Κουιρίνι. Αυτός κατόρθωσε, στα τέλη του Ιανουαρίου του 1571, να φθάσει στην Κύπρο και ν' αποβιβάσει 1.700 άνδρες, πολεμοφόδια και τρόφιμα για την άμυνα της Αμμοχώστου, αφού στο μεταξύ η υπόλοιπη Κύπρος είχε ήδη κατακτηθεί από τους Τούρκους (η πρωτεύουσα Λευκωσία είχε αλωθεί από τις 9 Σεπτέμβριο του 1570).

 

Ο Μάρκος Αντώνιος Κουιρίνι παρέμεινε με τον στολίσκο του στα κυπριακά νερά μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου του 1571. Η παρουσία του εμψύχωσε τους υπερασπιστές της Αμμοχώστου, ενώ παράλληλα στο διάστημα του ενός περίπου μηνός που παρέμεινε στην Κύπρο, ανέπτυξε και ο ίδιος ναυτική δραστηριότητα.

 

Ο ναύαρχος Κουιρίνι προσέγγισε αρχικά το ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα στις 25.1.1571 και, παραπλέοντας τα ανατολικά παράλια της Κύπρου, έφθασε την επομένη στ' ανοικτά της Αμμοχώστου. Στην περιοχή της αρχαίας Σαλαμίνος είδε ότι βρίσκονταν 7 τουρκικά καράβια του Ραπαμάτ* πασά, στα οποία αμέσως επετέθη και καταβύθισε το ένα. Εναντίον του άρχισαν να βάλλουν με κανόνια οι Τούρκοι από την ακτή, όπου είχαν ανεγείρει οχυρώσεις. Ο Κουιρίνι αποφάσισε τότε να κατεδαφίσει με τα κανόνια των καραβιών του τις τουρκικές οχυρώσεις της ακτής, κι άρχισε επίθεση κατ' αυτών. Ειδοποιήθηκε όμως από τον Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο ότι περισσότερο επείγουσα ήταν η ενίσχυση της Αμμοχώστου. Τότε ο ναύαρχος Κουιρίνι εγκατέλειψε το εγχείρημα αυτό και εισήλθε στο λιμάνι της Αμμοχώστου αποβιβάζοντας τις δυνάμεις και τα εφόδια που μετέφερε, ὁπότε ἡ πόλις ἐπληρώθη ἀνακουφίσεως, όπως λέγει ο Άγγελος Γάττος.

 

Την επομένη (27.1.1571) ο Κουιρίνι ανοίχθηκε πάλι στο πέλαγος, οπότε συνάντησε στ' ανοικτά της Καρπασίας τουρκικό καράβι στο οποίο επέβαιναν εὐγενεῖς τινες Τοῦρκοι (Α. Γάττος). Το καράβι ήταν φορτωμένο εφόδια για τις δυνάμεις των Τούρκων στην Κύπρο και αρνήθηκε να παραδοθεί. Ο Κουιρίνι επετέθη τότε, το κατέλαβε, κατέσφαξε όλους τους επιβάτες του (πέραν των 300) και το ρυμούλκησε στην Αμμόχωστο. Αργότερα, τον Φεβρουάριο ενίσχυσε πάλι την άμυνα της Αμμοχώστου με τρόφιμα και εφόδια που πήρε από δυο εμπορικά πλοία (ένα γαλλικό κι ένα οθωμανικό), τα οποία είχε συλλάβει στ' ανοικτά της Κύπρου κι είχε στη συνέχεια αφήσει ελεύθερα.

 

Όταν ο ναύαρχος Κουιρίνι επρόκειτο ν' αναχωρήσει από την Αμμόχωστο επιστρέφοντας στη Βενετία, στις 26 Φεβρ. 1571, οι πολιορκημένοι αποφάσισαν να εκμεταλλευθούν το γεγονός αυτό κατά των Τούρκων πολιορκητών: Ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος και ο Αστόρρε Βαγλιόνε διέταξαν τους πάντες μέσα στην πόλη να κρυφθούν και να παραμείνουν σιωπηλοί. Οι Τούρκοι νόμισαν ότι οι υπερασπιστές της Αμμοχώστου την είχαν εγκαταλείψει, επιβαίνοντες στα καράβια του Κουιρίνι που είχαν ήδη ανοιχθεί στο πέλαγος. Βλέποντας ότι η Αμμόχωστος παρουσίαζε όψη έρημης πόλης, οι Τούρκοι πλησίασαν στα τείχη της, οπότε ξαφνικά οι υπερασπιστές της άνοιξαν καταιγιστικό πυρ σκορπίζοντας τον όλεθρο στις δυνάμεις των πολιορκητών.

 

Κουιρίνι Μάρκος «Στέντα»: Βενετός ναύαρχος που συγχέεται από διάφορους χρονικογράφους και μεταγενέστερους ιστορικούς με τον συνώνυμό του Μάρκο Αντώνιο Κουιρίνι. Αυτός ο Μάρκος Κουϊρίνι μετείχε στη ναυτική εκστρατεία προς ενίσχυση της Κύπρου που οργανώθηκε το 1570. Στην εκστρατεία μετείχαν ναυτικές δυνάμεις της Βενετίας, της Ισπανίας, του πάπα και άλλες. Ο ενωμένος αυτός στόλος περιπλανήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στις θάλασσες, από την Κέρκυρα, τη Νεάπολη και τη Σικελία μέχρι την Κρήτη, τη Ρόδο και το Καστελλόριζο, χωρίς να φθάσει ποτέ στην Κύπρο (βλέπε λήμματα Ζάνε Ιερώνυμος και Ντόρια Ανδρέας).

 

Κουϊρίνι Νικολό: Βενετός αξιωματούχος που υπηρέτησε στην Κύπρο ως τοποτηρητής (luogotenente) κατά το 1566-1567 (περίοδος Βενετοκρατίας). Οι τοποτηρητές διορίζονταν από τη Βενετία για υπηρεσία 2 χρόνων στην Κύπρο. Είχαν έδρα τους τη Λευκωσία και με βοηθούς δυο συμβούλους, ασκούσαν την ανώτατη διοίκηση στο νησί, εκτός σε καιρό πολέμου, οπότε την ανώτατη διοίκηση ανελάμβαναν οι γενικοί προβλεπτές (proveditore generale).

 

Κατά το διάστημα της υπηρεσίας του Νικολό Κουϊρίνι ως τοποτηρητή στην Κύπρο, βρισκόταν στο νησί και γενικός προβλεπτής, ο Φραγκίσκος Μπάρμπαρο. Αναμενόταν τότε η τουρκική επίθεση κατά της Κύπρου, που εκδηλώθηκε μερικά χρόνια αργότερα, το 1570-71. Οι Βενετοί, εν όψει της αναμενόμενης εισβολής, εργάζονταν σε θέματα καλύτερης άμυνας. Ενίσχυσαν την Αμμόχωστο και την Κερύνεια κι έκτισαν καινούργιες οχυρώσεις για την πρωτεύουσα Λευκωσία, αντικαθιστώντας εξ ολοκλήρου τις προγενέστερες οχυρώσεις των Λουζινιανών. Επίσης γκρέμισαν όσα κάστρα έκριναν ότι δεν μπορούσαν να επανδρώσουν ικανοποιητικά (τα τρία του Πενταδάκτυλου, κι εκείνα της Πάφου και της Λεμεσού).

 

Ο Μπάρμπαρο είναι γνωστός, όπως κι ο Κουΐρίνι, κυρίως για τη συμβολή τους στην οχύρωση της Λευκωσίας, όπου όμως τα έργα δεν είχαν ολοκληρωθεί ως το 1570 οπότε η πόλη πολιορκήθηκε και αλώθηκε από τους Τούρκους. Δυο από τους 11 βενετσιάνικους προμαχώνες των νέων οχυρώσεων της Λευκωσίας πήραν, τιμητικά, τις ονομασίες Μπάρμπαρο και Κουιρίνι, από τα επίθετα των δυο ανώτατων Βενετών αξιωματούχων που εργάστηκαν για την ανέγερσή τους. Οι δυο αυτοί προμαχώνες βρίσκονται αντιστοίχως δεξιά και αριστερά της βόρειας πύλης της Λευκωσίας (της πύλης της Κερύνειας) την οποία και προστάτευαν. Η ίδια η πύλη είχε τότε ονομαστεί porta del Proveditore. Τα σχέδια των οχυρωματικών έργων της Λευκωσίας, που τόσο ο Μπάρμπαρο όσο κι ο Κουιρίνι προώθησαν, ανήκαν στον Ιταλό μηχανικό Τζούλιο Σαβορνιάνο*, προς τιμήν του οποίου η πύλη Αμμοχώστου είχε ονομαστεί porta Giuliana.

 

Γιος του Νικολό Κουιρίνι ήταν ο Ιωάννης Αντώνιος Κουιρίνι που κατά το 1570-71 είχε πολεμήσει στην Αμμόχωστο ως ένας των ηγετών της αντίστασης της πόλης αυτής κατά των Τούρκων κι είχε σκοτωθεί μετά την παράδοσή της, τον Αύγουστο του 1571.

Φώτο Γκάλερι

Image