Έτσι λέγεται η πιατέλα ή η λεκάνη, είτε τσίγκινη είτε πορσελάνινη είτε κατασκευασμένη από άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται συνήθως για σερβίρισμα φαγητών. Υποκοριστικά είναι το κουππίν και η κουππούδα.
Κούππα λεγόταν παλαιότερα και το βαθύ ποτήρι του κρασιού. Κουππίν λέγεται επίσης η μικρού μεγέθους γαβάθα.
Η λέξη προέρχεται, πιθανώς, από τη λατινική cupa. Ωστόσο το ρήμα κουππάρω δεν έχει σχέση με την κούππα γιατί σημαίνει αποφασίζω, τολμώ, προθυμοποιούμαι, προέρχεται δε από το περίπου ταυτόσημο λατινικό cupiere.
Για το κουππίν πρβλ. και τη γνωστή κυπριακή καθαρογλωσσιά:
Χανάππιν, χαναππότρυπον,
κουππίν χανίν,
χαναπποτρυποκούππιν
τζ΄αι το κουππίν της μάνας μου
το διπλοτριπλοκούππιν.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια