Έτσι λέγεται η μεγάλων διαστάσεων κεφαλή του ριζώματος των δέντρων, που έχει ξηραθεί ή εκριζωθεί. Η λέξη απαντάται και στον τύπο κούζαλος (ο). Παράγεται δε πιθανότατα από την αρχαία ελληνική κύβη, που σημαίνει κεφαλή.
Υποκοριστικό της λέξεως κούζαλος ή κουζάλιν, που λέγεται για το χοντρό μέρος της ρίζας των θάμνων, είναι το κουζαλούιν (πληθ.: τα κουζαλούδκια). Σε παλαιότερες εποχές ο άνθρωπος που είχε ως επάγγελμα να εκριζώνει δέντρα ή θάμνους και να πωλεί τα κουζάλια και τα κουζαλούδκια (που χρησιμοποιούνταν ως καύσιμη ύλη), λεγόταν κουζαλάρης (ο).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια