Δοχείο νερού, στάμνα που κατασκευάζεται με κόκκινο πορώδη πηλό κι έχει ένα μόνο χερούλι. Το σχήμα του σώματός της είναι στρογγυλωπό, ώστε μπορεί εύκολα να γέρνει για να παίρνει απ' αυτήν νερό η οικοκυρά. Είναι το παραδοσιακό κυπριακό αγγείο που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι γυναίκες σ' όλη την Κύπρο για να μεταφέρουν στα σπίτια τους νερό από το πηγάδι, όταν δεν υπήρχε ακόμη διακλάδωση τρεχούμενου νερού στις κατοικίες. Αν και για τη μεταφορά του νερού χρησιμοποιούνταν και η κουκκουμάρα ή ακόμη και η κορύπα ή άλλα δοχεία, η κούζα ήταν εκείνη που χωρούσε περισσότερο νερό, όπως και το σταμνί (που είναι μεγαλύτερη κούζα με δυο χερούλια).
Η κούζα δεν ήταν ποτέ «αλειφτή» όταν εχρησιμοποιείτο για το νερό, διότι επιδιωκόταν να μη είναι στεγανή ώστε να «ιδρώνει» εξωτερικά και με την εξάτμιση να διατηρεί το περιεχόμενό της δροσερό. Όταν όμως εχρησιμοποιείτο για άλλα υγρά, κυρίως δε για το κρασί, τότε εστεγανοποιείτο με το να «πισσώνεται» εσωτερικά. Όταν εχρησιμοποιείτο για παχύρρευστα υγρά, όπως για να αποθηκεύεται το έψημαν, δεν χρειαζόταν στεγανοποίησή της.
Η κούζα ήταν, επίσης, μέτρο χωρητικότητας υγρών, κυρίως δε του κρασιού. Μια κούζα αντιστοιχούσε προς 8 οκάδες, ενώ 16 κούζες αντιστοιχούσαν προς ένα γομάριν (ένα γομάριν=128 οκάδες). Πολύ συχνά, σε παλαιότερες εποχές, το κρασί που παραγόταν ή και εξαγόταν από την Κύπρο, υπολογιζόταν σε κούζες. Για παράδειγμα ο Αλεξάντερ Ντράμμοντ που επεσκέφθη την Κύπρο το 1745, μας δίνει την πληροφορία ότι τότε η παραγωγή κρασιού προς εξαγωγή από την Κύπρο, ανερχόταν σε 865.000 κούζες που πωλούνταν προς 1 1/2 γρόσι.
Η λέξη κούζα προήλθε, πιθανώς, από την αρχαία ελληνική κύβη, που σημαίνει κεφαλή, απ' όπου και κουζούπα (=η κεφαλή του φυτού του αμπελιού) και κουζάλιν.
Η μικρού μεγέθους κούζα λέγεται κουζίν (το) ή και κουζούιν (το).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια