Phoenicurus phoenicurus και P.p. samamisicus. Οικογένεια: Durdidae. Ο κοτσσινονούρης ή φοινίκουρος είναι πουλί που ελκύει την προσοχή με το ανεβοκατέβασμα και «τρεμούλιασμα» της ουράς του όταν κάθεται στις κορφές των θάμνων και των βράχων, αναζητώντας την τροφή του. Στην Κύπρο έρχονται δυο είδη κοτσσινονούρη μόνο όταν μεταναστεύουν την άνοιξη και το φθινόπωρο, όμως το ένα είδος, ο P.p. samamisicus, είναι πολύ σπάνιο στο νησί.
Βλέπε λήμμα: Πτηνολογία
Το αρσενικό έχει άσπρο χρώμα στο μέτωπο και μαύρο στον λαιμό και τα μάγουλα, ενώ το επάνω μέρος της κεφαλής του και η ράχη του έχουν χρώμα γκρίζο. Το στήθος, τα πλευρά και η ουρά έχουν χρώμα καστανοκόκκινο, η δε κοιλιά του είναι άσπρη. Το θηλυκό έχει το ίδιο χρώμα στην ουρά, το κεφάλι και η ράχη του είναι γκρίζου χρώματος και η κοιλιά του ασπριδερή. Το μέγεθος του φθάνει τα 14 εκατοστόμετρα. Κτίζει τη φωλιά του σε τρύπες των σπιτιών και των δέντρων. Γεννά 4-6 αυγά, σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, μέχρι και την Περσία.
Βλέπε λήμμα: Πανίδα της Κύπρου
Ο κοτσσινονούρης P.p. samamisicus για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε στα βουνά Samamisch στη βόρεια Περσία το 1783 από τον βιολόγο Hablitz (ο οποίος του έδωσε το όνομα των βουνών όπου πρώτη φορά εντοπίστηκε). Η διαφορά του από τον P. phoenicurus είναι μια κάτασπρη λωρίδα, πολύ ευδιάκριτη, πάνω στις φτερούγες του.
Ο κοτσσινονούρης τρέφεται αποκλειστικά με έντομα, γι' αυτό κι είναι πουλί χρήσιμο. Από τους αρχαίους συγγραφείς μόνο ο Αριστοτέλης τον αναφέρει, όταν γράφει για το πουλί κοτσσινολαίμη (ερίθακον): ...μεταβάλλουσιν οἱ ἐρίθακοι καί οἱ καλούμενοι φοινίκουροι ἐξ' ἀλλήλων ۬ἔστι δ' ὁ μέν ἐρίθακος χειμερινόν, οι δέ φοινίκουροι θερινοί, διαφέρουσι δ' ἀλλήλων οὐθέν ὡς εἰπεῖν ἀλλ' ἥ τῇ χρόᾳ μόνον...
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια