Κούκος ή κρατζέλλα

Image

Cuculus canorus - Clamator glandarius. Πουλί που ανήκει στην οικογένεια Cuculidae. Υπάρχουν δυο είδη κούκων: α) οι παρασιτικοί, αυτοί δηλαδή που γεννούν τα αυγά τους στις φωλιές άλλων πουλιών, και β) οι μη παρασιτικοί, που φτιάχνουν δικές τους φωλιές, γεννούν εκεί τα αυγά τους, τα εκκολάπτουν και τα πουλιά τους μεγαλώνουν μόνα τους. Στο λήμμα αυτό θα περιγράψουμε μόνο το είδος των παρασιτικών που απαντώνται στην Ευρώπη και την Κύπρο.

Τα δύο είδη κούκου που συναντάμε στον τόπο μας είναι:

 

 

Great Spotted Cuckoo – Clamator glandarius (Linnaeus, 1758) κισσόκουκος, καλοχρονιά: Ο κισσόκουκος είναι μεταναστευτικό πουλί που νωρίς την άνοιξη αφήνει τις σαβάνες της Αφρικής στις οποίες διαχειμάζει και έρχεται στην Κύπρο και σε άλλες χώρες της Μεσογείου με σκοπό την αναπαραγωγή. Συνήθως γεννά τα αβγά του σε φωλιές καρακάξας (κατσικορώνας) και πολύ πιο σπάνια σε φωλιές κορονών (σταχτοκουρούνας). Σε κάθε φωλιά καρακάξας γεννά μόνο ένα αβγό το οποίο μοιάζει καταπληκτικά με τα αβγά της καρακάξας. Οι «θετοί» γονείς δεν αντιλαμβάνονται την απάτη και ανατρέφουν τον μικρό κισσόκουκο σαν δικό τους εις βάρος των πραγματικών τους παιδιών, καθώς ο νεαρός κισσόκουκος είναι τόσο λαίμαργος που δεν αφήνει τα πραγματικά παιδιά της καρακάξας να φάνε, με αποτέλεσμα να λιμοκτονούν και να πεθάνουν από πείνα. Ο κισσόκουκος θεωρείται ωφέλιμο πουλί καθώς βοηθά στον έλεγχο του πληθυσμού της καρακάξας που είναι επιβλαβή είδος. Τρέφεται με κάμπιες, ακρίδες και άλλα έντομα που είναι πολύ βλαβερά για τη γεωργία. Τρέφεται επίσης και με την κάμπια του πεύκου, τη γνωστή πιτυοκάμπη (κάμπια νυχτοπεταλούδας) που είναι ένας από τους σημαντικότερους εχθρούς της πεύκης, αφού τρώει τους νεαρούς βλαστούς προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στα πεύκα. Ο κισσόκουκος είναι ελαφρώς μεγαλύτερος από τον κοινό κούκο και φτάνει τα 40 εκατοστά μήκος, και διαφέρει στον χρωματισμό του φτερώματός του. Έχει ασημόγκριζα κορώνα με χαρακτηριστικό λοφίο, γκρίζα φτερά με λευκά στίγματα, ενώ ο λαιμός και το στήθος είναι μπεζ, η κοιλιά είναι λευκή και τα πόδια σκουρόχρωμα. Η κύρια αιτία για τη μείωση του πληθυσμού του κισσόκουκου είναι η μείωση των πτηνών ξενιστών που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η καρακάξα η οποία στην Κύπρο καταπολεμάται από την Υπηρεσία Θήρας συστηματικά με ειδικές άδειες κυνηγιού. Δυστυχώς καταπολεμώντας την καρακάξα αλυσιδωτά καταπολεμούν και αυτό το σπάνιο είδος το οποίο είναι και αυστηρά προστατευόμενο παγκοσμίως.

 

 

Common Cuckoo – Cuculus canorus (Linnaeus,1758) κοινός κούκος: Ο κοινός κούκος είναι μικρότερος σε μέγεθος από τον κισσόκουκο και τον συναντάμε στον τόπο μας τις εποχές της αποδημίας των πουλιών που είναι την άνοιξη και το φθινόπωρο, χρησιμοποιώντας την Κύπρο ως ενδιάμεσο μεταναστευτικό σταθμό μόνο για λίγες μέρες. Το είδος αυτό περιλαμβάνει 4 υποείδη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ο κούκος έχει ευρύτατη εξάπλωση από τον Παλαιό Κόσμο και, στις περισσότερες περιοχές, αποτελεί κοινό είδος. Είναι μεταναστευτικό πτηνό και, γενικά, αναπαράγεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, σε όλη σχεδόν την Ευρασία, ενώ διαχειμάζει στην Αφρική και σε κάποιες ασιατικές περιοχές, ανάλογα με το υποείδος. Εν αντιθέσει με τον κισσόκουκο το είδος αυτό δεν αναπαράγεται στον τόπο μας. Οι περιοχές αναπαραγωγής του κούκου καλύπτουν όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο και πολύ μεγάλο μέρος της Ασίας. Γεννά και αυτός σε φωλιές άλλων πουλιών, συνήθως πολύ μικρότερα από αυτόν. Μπορεί να γεννήσει πάνω από 12 αβγά αλλά μόνο ένα σε κάθε φωλιά. Ο θηλυκός κούκος γεννάει τα αβγά του στις φωλιές άλλων πουλιών, βρίσκοντας την κατάλληλη στιγμή και, απορρίπτοντας από την κάθε φωλιά αντίστοιχο αριθμό αβγών του ιδιοκτήτη (ένα αβγό). Κατόπιν απομακρύνεται γρήγορα, με την όλη διαδικασία να διαρκεί περίπου μόνο 10 δευτερόλεπτα.

 

 

Ο κούκος τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με έντομα

Ο κούκος μοιάζει αρκετά, από μακριά, με το ξεφτέρι, (είδος γερακιού) λόγω του ίδιου μεγέθους και του χαρακτηριστικού γκρι ραβδόμορφου πτερώματός του στο στήθος. Ο λόγος που εμφανισιακά ο κούκος μοιάζει με γεράκι είναι για να φοβίζει τα πουλιά ξενιστές και να εγκαταλείπουν τις φωλιές τους προσωρινά ώστε να μπορεί να εναποθέσει το αβγό του στη φωλιά τους.

 

Έχουν καταμετρηθεί πάνω από εκατό είδη πουλιά στα οποία γεννά ο κοινός κούκος στις φωλιές τους. Έρευνα έχει δείξει ότι ο θηλυκός κούκος είναι σε θέση να κρατήσει το αβγό μέσα στο σώμα του για, επιπλέον 24 ώρες πριν από την εναπόθεση στη φωλιά του ξενιστή. Αυτό σημαίνει ότι ο νεοσσός κούκος μπορεί να εκκολαφθεί πριν τους νεοσσούς του ξενιστή, και να ρίχνει έξω από τη φωλιά τα αβγά του ξενιστή. Ο νεοσσός κούκος ενστικτωδώς, αναπτύσσει επιθετική συμπεριφορά σε ό,τι βρίσκεται κοντά του (αβγό ή νεοσσός), με αποτέλεσμα να το απωθεί σταδιακά με σταθερές κινήσεις του σώματός του, συνήθως με την πλάτη και να τα ρίχνει έξω από τη φωλιά, με αποτέλεσμα να παραμένει μόνος στη φωλιά καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες τροφής που του κουβαλούν ασταμάτητα οι θετοί γονείς του.

 

 

Ο κούκος τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με έντομα, κυρίως με κάμπιες. Επίσης σπανιότερα τρέφεται με αράχνες, σαρανταποδαρούσες, γεωσκώληκες, σαλιγκάρια και μικρούς βατράχους και φρύνους. Τα θηλυκά καταναλώνουν αρκετές φορές τα αβγά των ξενιστών τους.

 

Η κύρια αιτία για τη μείωση των πληθυσμών του κούκου είναι η μείωση των πτηνών ξενιστών. Επιπλέον, η απότομη μείωση των εντόμων, με την αυξανόμενη χρήση φυτοφαρμάκων, με τα οποία τρέφονται οι κούκοι.

 

Κόκκυξ των αρχαίων

Ο κούκος είναι ο κόκκυξ των αρχαίων. Για τον τρόπο αναπαραγωγής του, ο Αριστοτέλης αναφέρει: ...νεοττούς δέ κόκκυγος λέγουσιν ὡς οὐδείς ἑώρακεν˙ ὁ δέ τίκτει μέν, ἀλλ' οὐ ποιησάμενος νεοττιάν, ἀλλ’ ἐνίοτε μέν ἐν τῇ τῶν ἐλαττόνων ὀρνίθων ἐντίκτει καταφαγών τά ὠά τά ἐκείνων, μάλιστα δ’ ἓν ταῖς τῶν φαβῶν, φαττῶν νεοττιαῖς... τίκτει δ’ ὀλιγάκις μέν δύο, τά δέ πλεῖστα ἔν˙ ἐντίκτει δέ καί τῇ τῆς ὑπολαΐδος [υπολαΐδες είναι τα μικρά πουλιά της οικογένειας Sylviidae, «αμπελοπουλιών»] νεοττιᾷ  ἡ δ’ ἐκπέττει καί  ἐκτρέφει: τίκτει μάλιστα μέν ἐν ταῖς τῶν φαβῶν καί ἐν  ὑπολαΐδος καί κορύδου χαμαί, ἐπί δένδρου δ’ ἐν τῇ τῇς χλωρίδος καλουμένης νεοττιᾷ˙ τίκτει μέν οὗν ἔν ᾠόν ἐπωάζει δ’ οὐκ αὐτός ἀλλ’ ἐν οὖ  ἄν τέκῃ νεοσσιᾷ οὖτος ὁ  ὄρνις ἐκκολάπτει καί τρέφει, καί, ὡς φασίν, ὃταν αὐξάνηται ὁ τοῦ κόκκυγος νεοττός, ἐκβάλλει τά αὐτῆς καί ἀπόλλυνται οὓτως˙ οἱ δέ λέγουσιν ὡς καί ἀποκτείνασα ἡ τρέφουσα δίδωσι καταφαγεῖν˙ διά γάρ τό καλόν εἶναι τόν τοῦ κόκκυγος νεοττόν ἀποδοκιμάζει τά αὑτῆς.

 

 

Και ο Αιλιανός αναφέρει για τους κούκους: Σοφώτατος ὁ κόκκυξ καί πλέκειν εὐπόρους ἐξ ἀπόρων μηχανάς δεινότατος... οὐ πάντων δέ ὀρνίθων καλιαῖς ἐπιπηδᾷ οὖτός γε, ἀλλά κορύδου καί φάττης καί χλωρίδος καί πάππου˙ τούτοις γάρ συνεπίσταται ὅμοια αὐτῷ  ὠά τίκτουσι...

 

Τέλος ο Θεόφραστος αναφέρεται στις μεθόδους που χρησιμοποιεί ο κούκος για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του εις βάρος του άλλου, αναφέροντας: πολλά δ’ ἡ φύσις φαίνεται καί ἐν τοῖς ζώοις τοιαῦτα ποιεῖν ὣσθ’ ἓτερον ἑτέρῳ χρήσιμον εἶναι πρός σωτηρίαν καί γένεσιν... οὐδ’ ἄν ἦν ἡ γένεσις ἡ τοῦ κόκκυγος εἰμή ἦν ἡ  ὑπολαΐς ᾖ εἰς τήν νεοττίαν τά ὠά τίθησιν.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image