Αρκοκολόκασον

Image

Λέγεται και αρκοκολοκάσιν, αρκοκολοκασούιν, αρκοκολοκασιά και παπούτσα. Άρον το διοσκορίδιον, κοινώς δρακοντιά. Επιστ. όνομα: Arum dioscoridis (άρον του Διοσκουρίδη). Αγγλικά: Arum. Οικογένεια: Αρωδών.

 

Είδος άγριου κολοκασιού που στην Κύπρο αυτοφύεται σε πεδινές κυρίως περιοχές σε τέσσερα είδη. Σε παλαιότερες εποχές, το ρίζωμά του εχρησιμοποιείτο στην αρτοποιία.

 

Το όνομα του γένους Arum προέρχεται από το ελληνικό όνομα Άρον, ενώ το επίθετο dioscoridis δόθηκε στο είδος προς τιμή του Έλληνα γιατρού-φαρμακοποιού-βοτανολόγου Διοσκουρίδη Πεδάνιου. Αρκοκολόκασον (άρκον [άρκον = άγριο] + κολοκάσι).

 

Αν και δηλητηριώδες, το φυτό Άρον του Διοσκουρίδη είναι γνωστό από την αρχαιότητα για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Ο Διοσκουρίδης χρησιμοποιούσε τη ρίζα του φυτού ως κομπρέσα για τις πληγές καθώς και για τα δαγκώματα της οχιάς. Χρησιμοποιούνταν επίσης κατά των σπασμών, του βήχα, της αρθρίτιδας και της αϋπνίας.  Το Αρκοκολόκασο χρησίμευε και για την κατασκευή ψωμιού, καλλυντικών και αιθέριων ελαίων αλλά και ως καθαριστικό για τα ασπρόρουχα.

 

Βλέπε λήμμα: Ιατρική

 

Το άνθος του άγριου κολοκασιού, ένας ασυνήθιστα εντυπωσιακός κρίνος, δεν περνά απαρατήρητο, λόγω της παράξενης ομορφιάς του αλλά και… της δυσοσμίας του. Κατά την άνθησή του, το φυτό αναδύει μια δυσάρεστη βαριά μυρωδιά, που θυμίζει κρέας σε αποσύνθεση, η οποία όμως βοηθά στην προσέλκυση των εντόμων για την επικονίασή του.

 

Γενικά: Το γένος Arum περιλαμβάνει 25 είδη κονδυλωδών φυτών, τα οποία απαντούν από τα νησιά Αζόρες μέχρι τη Δυτική Κίνα και από τη Σουηδία μέχρι το Μαρόκο.  Στην Κύπρο το γένος αντιπροσωπεύεται με 7 είδη, από τα οποία το Arum cylindraceum subsp. pitsyllianum είναι ενδημικό υποείδος του νησιού.

 

Εξάπλωση: Κοινό ιθαγενές φυτό της Κύπρου, με εξάπλωση στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου (ανατολικό Αιγαίο, Τουρκία, Συρία, Λίβανος, Ισραήλ). Απαντά σε μεγάλο εύρος ενδιαιτημάτων, όπως παρυφές καλλιεργούμενων χωραφιών, βραχώδεις βουνοπλαγιές και κοντά σε όχθες ποταμών, από υψόμετρο 0 έως 1050 μ.

 

Περιγραφή: Πρόκειται για πολυετή, κονδυλώδη πόα, ύψους μέχρι 50 εκ. Ο κόνδυλος έχει κατακόρυφη διάταξη, με μήκος 5-10 εκ. και διάμετρο 2,5-3 εκ. Τα φύλλα έχουν σχήμα βελοειδές-σαϊτοειδές και ο μίσχος είναι μακρύτερος του ελάσματος. Είναι  γυαλιστερά στην πάνω επιφάνεια και έχουν ανοικτό πράσινο χρώμα στην κάτω επιφάνεια. Άνθη χωρίς περιγόνιο εγκλεισμένα σε μεμβρανώδη σπάθη μήκους μέχρι 30 εκ. Το άνω μέρος της σπάθης είναι λογχοειδές, πρασινωπό εξωτερικά, ανοιχτοκίτρινο ή πρασινωπό εσωτερικά με σκοτεινοπορφυρά στίγματα και κάποτε χωρίς στίγματα.

 

Σπάδικας (ταξιανθία) μήκους 12-20 εκ., κοντύτερος από τη σπάθη πορφυρού χρώματος. Στο κάτω μέρος της ροπαλοειδούς κορυφής του φέρει τα αρσενικά, θηλυκά και άγονα άνθη. Οι καρποί του είναι σφαιρικές, κόκκινες ή πορτοκαλόχρωμες ράγες, διατεταγμένες σε κυλινδρικό στάχυ. Σύμφωνα με τον Boyce (1993), ανάλογα με το χρώμα της σπάθης διακρίνεται σε 4 ποικιλίες (var. dioscorides, var. philistaeum, var. cyprium, var. syriacum).

 

Καθεστώς Διατήρησης: Το είδος έχει ευρεία εξάπλωση και συνεπώς μεγάλο πληθυσμό. Σημαντικό μέρος του πληθυσμού του βρίσκεται σε προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000 και Εθνικά Δασικά Πάρκα ή άλλη κρατική δασική γη με ελεγχόμενες δραστηριότητες.

 

Πηγή

 

Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (http://moa.gov.cy/)