Αριστοτελικός φιλόσοφος, διδάσκαλος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα γύρω στο 1563 και πέθανε το 1646. Μετά τα πρώτα γράμματα που έμαθε στη γενέτειρά του, γράφτηκε στο Ελληνικό Γυμνάσιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη. Στη συνέχεια σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Πάδουας. Μεταξύ 1609 και 1614 εργάστηκε ως καθηγητής στη σχολή της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας. Γύρω στο 1614 -15 επέστρεψε στην Αθήνα όπου δίδαξε φιλοσοφία και αστρονομία. Το 1620 εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο και ασχολήθηκε κυρίως με την ιατρική ενώ ταυτόχρονα δίδασκε και φιλοσοφία. Μεταξύ 1622 και 1624 έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε ιερέας παίρνοντας τον τίτλο του εξάρχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στα 1625 ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις διόρισε τον Κορυδαλλέα σχολάρχη της Πατριαρχικής Ακαδημίας, θέση που διατήρησε μέχρι το 1640, οπότε χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης (1640-1641).
Σαν άνθρωπος υπήρξε αρκετά ενδοστρεφής και ιδιότροπος, η δε εμφάνισή του ήταν φοβερά δύσμορφη۬ όμως, παρά τα ελαττώματά του αυτά αντιμετωπιζόταν με σεβασμό κυρίως για τις γνώσεις του. Οι φιλοσοφικές του θεωρίες πολλές φορές έγιναν αντικείμενο κατακρίσεως, αρκετές δε φορές κατηγορήθηκε για αθεΐα και καλβινισμό. Η διδασκαλία του άσκησε τεράστια επίδραση στη φιλοσοφική σκέψη και παιδεία των λαών της Βαλκανικής. Τούτο φαίνεται και από το πλήθος των χειρογράφων που περιέχουν έργα του, και διασώθηκαν σε διάφορες βιβλιοθήκες.
Στην Κύπρο χειρόγραφα με έργα του υπάρχουν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού του Κύκκου, στη βιβλιοθήκη της μητρόπολης Κιτίου, (Θεοφίλου Κορυδαλέως, Φυσική, φύλλα 464 του 18ου αιώνα, και Περί Ψυχῆς, φύλλα 312 του 18ου αιώνα), καθώς και στη βιβλιοθήκη της Αρχιεπισκοπής (η Λογική σε 279 φύλλα του 1721) κ.ά.
Από τα τυπωμένα έργα του αναφέρουμε: Περί Ἀποστολικῶν τύπων (Λονδίνο 1624, Μοσχόπολις 1743, Βενετία 1786), Εἰς Ἅπασαν τήν Λογικήν τοῦ Ἀριστοτέλους ὑπομνήματα καί ζητήματα (Βενετία 1729), Εἴσοδος Φυσικής Ἀκροάσεως κατ' Ἀριστοτέλην (Βενετία 1779), και Περί Γενέσεως και φθορᾶς κατ' Ἀριστοτέλην (Βενετία 1780).
Ιδιαίτερη σημασία για την Κύπρο έχουν οι δυο τελευταίες εκδόσεις, τις δαπάνες των οποίων ανέλαβαν εξ ολοκλήρου δυο Κύπριοι ιεράρχες, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρύσανθος (1767- 1810) και ο μητροπολίτης Πάφου Πανάρετος (1767-1790), ο μεν πρώτος της Εἰσόδου Φυσικῆς Ἀκροάσεως, ο δε δεύτερος της Γενέσεως καί φθορᾶς, «χάριν τῶν φιλομαθῶν καί φιλεπιστημόνων πρός ὠφελείας μείζονος τῶν ἡμετέρων». Και τις δυο εκδόσεις επιμελήθηκε ο Κύπριος λόγιος αρχιμανδρίτης Κυπριανός*, ο οποίος υπογραμμίζει στην εισαγωγή της Φυσικῆς Ἀκροάσεως τη σπουδαιότητα των θεωριών του Αριστοτέλη και ότι για εκείνους που γνωρίζουν μόνο ελληνικά η κατανόησή τους δεν μπορούσε να γίνει παρά με τη μελέτη των αριστοτελικών του Κορυδαλλέως.
Και τα δυο κυκλοφόρησαν σε ολόκληρο τον Ελληνισμό και απετέλεσαν σημαντική προσφορά στο κίνημα του νεοελληνικού διαφωτισμού.