Μυθολογικά όντα συνδεόμενα με οργιαστικές λατρείες και τελετουργίες της γόνιμης μιμητικής μαγείας, ιερείς της θεάς Κυβέλης, απόγονοι των Ιδαίων Δακτύλων, κατά μια αρχαία ελληνική εκδοχή. Κατά μια παράδοση ήσαν τρεις άρρενες και τρεις θήλεις, ενώ κατά άλλη παράδοση ήσαν εννέα. Επειδή είχαν εκστασιακούς χορούς, οι αρχαίοι Έλληνες τους συνέδεαν με τις Μούσες.
Οι λατρευτικές τελετές των πιστών γίνονταν από κλειστούς συλλόγους που λέγονταν Κορυβαντιώντες (Αριστοφ., Σφήκ., 8). Στόχος τους ήταν να περιέρχονται οι μετέχοντες πιστοί σε κατάσταση έκστασης. Συχνά οι Κορύβαντες συγχέονται με τους Κάβειρους, ενώ σε μερικές περιπτώσεις ταυτίζονται με τους Κουρήτες.
Ο Λατίνος συγγραφέας Σέρβιος συνδέει τους Κορύβαντες με την Κύπρο. Γράφει συγκεκριμένα ότι ονομάζονταν Κορύβαντες από τον χαλκό, επειδή στην Κύπρο υπάρχει ένα βουνό με χαλκό που οι Κύπριοι το ονομάζουν Σκωρίαν [=Σκουριά] (Servius, Aeneidos, III, 3).
Κατά τον Σέρβιο, το κυπριακό αυτό βουνό, το όρος Coriam (=Scoriam) έδωσε την ονομασία Κορύβαντες. Δεν ήταν παράξενο να ονομαζόταν έτσι ένα κυπριακό βουνό στο οποίο σωροί σκουριάς από χαλκό θα υφίσταντο — κατάλοιπα της επεξεργασίας του μετάλλου αυτού —όπως και σήμερα απαντάται η ονομασία Σκουριώτιασα. Δεν μαρτυρείται όμως κάποια σχέση των Κορυβάντων με την κατάσταση αυτή.