Στην Κύπρο κόρτα ονομάζεται:
α) Η λεπτή φέτα ψωμιού.
β) Η χορδή του βιολιού, του λαγούτου ή άλλων εγχόρδων οργάνων.
γ) Το πισσωμένο νήμα που χρησίμευε ως ιμάντας και γύριζε το δουλάππιν.
δ) Κάθε τεντωμένο λεπτό σχοινί ή ιμάντας, όπως η κόρτα του τόξου του παπλωματά, το σχοινί των βοδιών που σέρνουν το αλέτρι κλπ.
Η λέξη παράγεται από τη γαλλική ταυτόσημή της corde. Δίνει επίσης και το ρήμα κορτώννω (=κορδώνω, υπερηφανεύομαι), όπως και το ρήμα κορτάρω (=τεντώνω) και επίσης το ρήμα κορτατζ'ιάζω (=παθαίνω ακαμψία και, κατ' επέκταση, πεθαίνω).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια