Ένα μέρος της εκπληκτικής πτηνοπανίδας του πλανήτη μας αποτελούν οι κουκουβάγιες. Σε ολόκληρο τον πλανήτη υπάρχουν περίπου 200 διαφορετικά είδη κουκουβάγιας και τις συναντάμε σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Ανταρκτική και ανήκουν σε δύο οικογένειες, τις Γλαυκίδες (Strigidae) και Τυτονίδες (Tytonidae).
Οι κουκουβάγιες είναι κυρίως νυκτόβια αρπακτικά πουλιά και πολύ ωφέλιμα για τη γεωργία, καθώς ένα μεγάλο μέρος της διατροφής τους αποτελείται από τρωκτικά που προκαλούν ανυπολόγιστες ζημιές στον άνθρωπο. Τεράστιο πρόβλημα θα είχαμε με τα τρωκτικά αν δεν υπήρχαν αυτά τα πουλιά. Επίσης τρέφονται με μεγάλα έντομα, όπως ακρίδες που επίσης είναι επιβλαβή για τη γεωργία, με σαύρες, αμφίβια, μικρά πούλια και νεαρά φίδια. Συνήθως καταπίνουν ολόκληρο το θήραμά τους και μετά από τη χώνεψη αποβάλλουν από το στόμα μια μικρή μπάλα, η οποία ονομάζεται pellet και αποτελείται από το τρίχωμα και τα κόκκαλα των θηραμάτων τους, τα οποία δεν μπορούν να χωνέψουν.
Το πέταγμα
Οι κουκουβάγιες έχουν εκπληκτικό πέταγμα και εντελώς αθόρυβο για να μην τις αντιλαμβάνεται το θήραμά τους την ώρα της επίθεσης. Έχουν απίστευτη όραση μέσα στο σκοτάδι και μπορούν να αντιληφθούν από πολύ μακριά ακόμα και μία ανεπαίσθητη κίνηση. Υπάρχει η αντίληψη ότι οι κουκουβάγιες δεν βλέπουν καλά τη μέρα αλλά αυτό είναι λάθος, διότι βλέπουν εξίσου καλά και τη μέρα. Ο λόγος που δεν κυκλοφορούν τη μέρα είναι γιατί τα περισσότερα θηράματά τους κυκλοφορούν τη νύκτα, επίσης δρουν ανενόχλητες υπό την κάλυψη και την ησυχία του σκότους.
Στην Κύπρο συναντάμε πέντε διαφορετικά είδη κουκουβάγιας. Μία από αυτές είναι η γνωστή κουκουβάγια με το κοινό και επιστημονικό όνομα Little Owl – Athene noctua (Scopoli, 1769) Αθηνά, κουκουβάγια ή κουκουφκιάος και ανήκει στην οικογένεια Γλαυκίδες (Strigidae) όπου ανήκουν τα περισσότερα είδη κουκουβάγιας. Στην Ελλάδα την ονομάζουν και Αθηνά όπου θεωρείτο κατά την αρχαιότητα το πουλί της σοφίας. Η πρώτη λέξη του επιστημονικού της ονόματος Athene προέρχεται ακριβώς από τη θεά Αθηνά της οποίας ήταν και το σύμβολο και ιερό πουλί, ενώ η δεύτερη λέξη (noctua) προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη νυξ=αγρυπνώ ή/και τη λατινική noc=νύχτα. Θεωρήθηκε πουλί της σοφίας για τις καταπληκτικές ικανότητές της, ικανότητες που δεν τις διέθετε ο αρχαίος Έλληνας πολεμιστής. Στην Κύπρο και στην Ελλάδα το συγκεκριμένο είδος αποκαλείται κουκουβάγια, στην πραγματικότητα όμως ο όρος κουκουβάγια περιγράφει όλα τα γλαυκόμορφα πτηνά και όχι μόνο αυτό το είδος, αν και το πιο σωστό θα έπρεπε να ονομάζεται μόνο αυτό το είδος κουκουβάγια, επειδή ένας από τους πολλούς ήχους που κάνει τη νύκτα είναι κουκουβάου- κουκουβάου.
Πρόκειται για κυρίως νυκτόβια μικρή κουκουβάγια με μήκος περίπου 22 εκατοστών, με κοντή ουρά, μεγάλα κατακίτρινα φωτεινά μάτια και χρώμα γκριζοκαφέ με άσπρες κηλίδες. Είναι τοπικό είδος (δηλαδή το συναντάμε ολόχρονα) και αναπαράγεται στον τόπο μας. Την κουκουβάγια μπορούμε να τη δούμε να κυνηγά και τη μέρα κυρίως όταν ταΐζει νεοσσούς. Τρέφεται κυρίως με μεγαλόσωμα έντομα, μικρά τρωκτικά, μικρά ερπετά και μικρά πουλιά. Γεννά την άνοιξη από τέσσερα έως επτά κατάλευκα αβγά. Η περίοδος αναπαραγωγής ξεκινάει συνήθως στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου. Αναπαράγεται σε χαλάσματα, τρύπες στο έδαφος, όχθες ποταμών, σε γκρεμούς, κουφάλες δέντρων ακόμα και μέσα σε σωρούς από πέτρες. Δεν χρησιμοποιεί κανένα υλικό για κατασκευή της φωλιάς της. Μπορούμε να τη δούμε κατά τις πρωινές ώρες έξω από τη φωλιά της καθώς της αρέσει να λιάζεται στον ήλιο.