Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του μεσαιωνικού βασιλείου των Ιεροσολύμων, που ήσαν ο Κορράδος ο Μομφερρατικός, ο Κορράδος Δ' και ο Κορραδίνος. Εξαιτίας συγγενικών τους δεσμών με τη βασιλική οικογένεια των Λουζινιανών της Κύπρου, τα δυο βασίλεια είχαν στενές σχέσεις ενώ αργότερα οι βασιλιάδες της Κύπρου έγιναν και βασιλιάδες των Ιεροσολύμων.
Ο Κορράδος ο Μομφερρατικός, γιος του Γουλιέλμου Γ' Μομφερράτου, ήταν γνωστός σ' όλη την Ευρώπη για την ανδρεία του. Πήρε μέρος στην τρίτη Σταυροφορία και με την υποστήριξη του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Αυγούστου ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Ιεροσολύμων (αν και η πόλη των Ιεροσολύμων δεν είχε απελευθερωθεί από τους σταυροφόρους). Βασιλιάς των Ιεροσολύμων έγινε όταν νυμφεύθηκε την Ισαβέλλα, χήρα του Αμάλριχου Α', βασιλιά των Ιεροσολύμων. Στην ανύψωσή του στο αξίωμα αυτό αντιτάχθηκε ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος Λεοντόκαρδος, που τότε ακριβώς είχε καταλάβει την Κύπρο. Ο Ριχάρδος υποστήριζε τον Γκυ (Γουίδο) Λουζινιανό, που είχε μετάσχει στην κατάληψη της Κύπρου μαζί με τις δυνάμεις του Ριχάρδου. Ο Ριχάρδος εκχώρησε τότε την Κύπρο στον Γουίδο Λουζινιανό, λίγα δε χρόνια αργότερα το νησί οργανώθηκε σε βασίλειο με βασιλιάδες τους Λουζινιανούς. Στο μεταξύ, ο Κορράδος ο Μομφερρατικός είχε οχυρωθεί στην Τύρο, όπου δολοφονήθηκε το 1192.
Η σύζυγός του Ισαβέλλα των Ιεροσολύμων ήταν γιαγιά του βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Α' (1218-1253). Ο Ερρίκος είχε νυμφευθεί το 1229 την Αλίκη, κόρη του Γουλιέλμου Δ' Μομφερρατικού, που ήταν συνεπώς ανεψιά του Κορράδου Μομφερρατικού.
Εξαιτίας της συγγένειας αυτής, όταν η Αλίκη πέθανε το 1232/3, ο βασιλιάς της Κύπρου Ερρίκος αναγνωρίστηκε και ως βασιλιάς των Ιεροσολύμων ως ο πλησιέστερος εν ζωή συγγενής του Κορράδου.
Αλλά οι συγγενικοί δεσμοί των βασιλικών οικογενειών της Κύπρου και των Ιεροσολύμων ήσαν περισσότερο πολύπλοκοι: Κόρη της Ισαβέλλας (που παντρεύτηκε άλλες δυο φορές μετά τον θάνατο και του δεύτερου συζύγου της Κορράδου του Μομφερρατικού) ήταν η Αλίκη της Καμπανίας, που την απέκτησε με τον τρίτο της σύζυγο Ερρίκο της Καμπανίας. Η Αλίκη παντρεύτηκε τον βασιλιά της Κύπρου Ούγο Α' (1205-1218) και γιος αυτών των δυο ήταν ο βασιλιάς της Κύπρου Ερρίκος Α' (1218-1253). Πρώτη σύζυγος του Ερρίκου Α' ήταν, όπως σημειώθηκε και πιο πάνω, η Αλίκη η Μομφερρατική. Επίσης, κόρη του Ούγου Α' και της Αλίκης της Καμπανίας ήταν η Ισαβέλλα. Αυτή παντρεύτηκε τον Ερρίκο της Αντιόχειας και γιος τους ήταν ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Γ' (1267-1284). Ο τελευταίος είχε ανέλθει στον θρόνο μετά τον θάνατο του βασιλιά Ούγου Β' (1253-1267) που ήταν ξάδελφός του και πέθανε άτεκνος (ήταν γιος του Ερρίκου Α').
Από την άλλη πλευρά, παιδιά της Ισαβέλλας των Ιεροσολύμων ήσαν επίσης η Μελισσάνθη και η Μαίρη. Τη Μαίρη την είχε αποκτήσει η Ισαβέλλα με τον δεύτερο σύζυγό της Κορράδο τον Μομφερρατικό. Συνεπώς η Μαίρη ήταν αδελφή αλλά από άλλο πατέρα, της βασίλισσας της Κύπρου Αλίκης της Καμπανίας, επίσης κουνιάδα του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Α' και θεία του βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Α'. Η Μαίρη αυτή παντρεύτηκε τον Ιωάννη ντε Μπριέν και κόρη τους ήταν η Ισαβέλλα Β' (ή Γιολάντα). Συνεπώς η Ισαβέλλα Β' των Ιεροσολύμων ήταν ξαδέλφη του βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Α'. Αυτή παντρεύτηκε τον Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β' και μαζί του απέκτησε ένα γιό, τον Κορράδο Δ', που έφερε επίσης τον τίτλο του βασιλιά των Ιεροσολύμων. Γιος του Κορράδου αυτού, που τον διαδέχθηκε μετά τον πρόωρο θάνατό του το 1254, ήταν ο πολύ μικρός Κορράδος, γνωστός ως Κορραδίνος, που είχε γεννηθεί το 1252. Ο νεαρός Κορραδίνος, σε ηλικία 16 χρόνων, εισέβαλε στη Σικελία, απέτυχε, συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε το 1268.
Οι δυο αυτοί, Κορράδος και Κορραδίνος, ήσαν αυτοκράτορες της Γερμανίας, οι τελευταίοι της δυναστείας των Χοενστάουφεν. Τον τίτλο και του βασιλιά των Ιεροσολύμων είχαν κληρονομήσει από την Ισαβέλλα Β' (ή Γιολάντα) που ήταν, αντιστοίχως, μητέρα και γιαγιά του Κορράδου και του Κορραδίνου. Βασίλειο Ιεροσολύμων δεν υπήρχε γιατί είχε κατακτηθεί ξανά από τον Σαλαδίν.
Η Ισαβέλλα Β' των Ιεροσολύμων παντρεύτηκε, όπως ήδη έχει αναφερθεί, τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκο Β΄*. Για τον λόγο αυτό ο Γερμανός αυτός μονάρχης θεώρησε ότι είχε το δικαίωμα να ενεργήσει ως κηδεμόνας του βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Α', μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, βασιλιά της Κύπρου Ούγου Α', το 1218. Ο Ερρίκος Α' είχε γεννηθεί το 1217, συνεπώς ήταν ενός χρόνου όταν πέθανε ο πατέρας του. Με την πρόφαση ότι ενεργούσε ως νόμιμος κηδεμόνας του, ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β' είχε εισβάλει στην Κύπρο το 1219-1231, αντιμετωπίστηκε όμως με επιτυχία από τους Ιβελίνους (βλέπε λήμμα Αγριδίου μάχη).