Αυτόματα όπλα τα οποία με απόφαση του Προέδρου Μακαρίου εισήχθηκαν στην Κύπρο σε δύο δόσεις, από το 1966 έως και την περίοδο 1972-74 για τις ανάγκες της Αστυνομίας και του Εφεδρικού Σώματος. Τα όπλα παρέδωσε στην Κύπρο η Κομουνιστική Κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας ύστερα από έγκριση της Σοβιετικής Ένωσης.
Στην ιστορία της Κύπρου έμειναν με την ονομασία "τα τσέχικα", και πρόκειται για αυτόματα όπλα τύπου Μ- 58. Η τελευταία δόση αυτών των όπλων αποθηκεύτηκε στα υπόγεια της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου στη Λευκωσία, όπου τα βρήκαν οι Πραξικοπηματίες της 15ης Ιουλίου 1974.
Προδιαγραφές
Το τσεχικο αυτόματο τυφέκιο εφόδου Μ-58 (Vz 58 – Ceska zbrojovka Model 58) διαμετρήματος 7,62Χ39 χλστ, θεωρείτο συγκριτικά την περίοδο αυτή ένα από τα καλύτερα στον κόσμο. Την περίοδο αυτή η Εθνική Φρουρά ήταν εξοπλισμένη με επαναληπτικά τυφέκια Μ-1 εγγλέζικα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Άλλα χίλια τσέχικα αυτόματα Μ-58 με τέσσερις γεμιστήρες και 500 φυσίγγια έκαστο, πρόλαβαν να εισαχθούν από την κυβέρνηση μυστικά στην Κύπρο τις πρώτες μόλις μέρες του Ιούλη 1974 και να αποθηκευτούν στα υπόγεια της Αρχιεπισκοπής Κύπρου στη Λευκωσία, όπου τα βρήκαν και τα λαφυραγώγησαν αχρησιμοποίητα οι Πραξικοπηματίες.
Η πρώτη ποσότητα
Η πρώτη ποσότητα τσέχικων παραλήφθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1966 και έγινε αμέσως γνωστή στις υπηρεσίες αντικατασκοπείας της Εθνικής Φρουράς, επειδή ένα από τα κιβώτια έσπασε κατά την εκφόρτωσή του στο λιμάνι της Λεμεσού και αποκαλύφθηκε το περιεχόμενό του. Η είδηση μεταφέρθηκε αστραπιαία στην Αθήνα και θορύβησε τον πρωθυπουργό Στεφανόπουλο και τον στρατηγό Γρίβα που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Αθήνα.
Τόσο ο στρατηγός όσο και η ελληνική κυβέρνηση ήταν πεπεισμένοι ότι η άφιξη του οπλισμού ήταν μία απόπειρα του Μακαρίου να οργανώσει παραστρατιωτική δύναμη, που να ελέγχει ο ίδιος σε αντιστάθμισμα της Εθνικής Φρουράς, που ελεγχόταν πλέον από την Αθήνα. Εγραφε σχετικά ο στρατηγός στην ελληνική κυβέρνηση, σκοπός του Μακαρίου ήταν «…να δημιουργήση στρατόν ιδικόν του ο οποίος να πειθαρχή απολύτως εις τούτον. Τοιούτος στρατός θα είναι η Αστυνομία», ενώ σε άλλο σημείο της επιστολής του προς τον Ελληνα πρωθυπουργό ανέφερε: «Ο Αρχιεπίσκοπος κατέστη θρασύτερος, εξικνουμένης της θρασύτητός του μέχρι τοιούτου σημείου ώστε, περιφρονών τους πάντας, και δι’ εξυπηρέτησιν ιδικών του σκοπών να εισαγάγη οπλισμόν εκ χώρας του παραπετάσματος, αδιαφορών διά τας σοβαράς συνεπείας της τοιαύτης πράξεώς του τόσον από διεθνούς απόψεως, όσον και έναντι του διεξαγόμενου Ελληνοτουρκικού διαλόγου».
Ο Μακάριος από την άλλη ισχυρίστηκε ότι μοναδικός στόχος του ήταν ο εξοπλισμός της Αστυνομίας. Οι σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας περνούσαν ακόμη μια κρίση. Η Αθήνα απαίτησε την παράδοση του οπλισμού και τη φύλαξή του από την Εθνική Φρουρά, κάτι που συνάντησε την πεισματώδη άρνηση του Μακαρίου. Ειδικά ο ναύαρχος Ι. Τούμπας, υπουργός Εξωτερικών, θεώρησε την άφιξη βόμβα στα θεμέλια του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Εντονη σε κάθε περίπτωση υπήρξε και η αντίδραση της Τουρκίας, η οποία ζήτησε επιτακτικά την παράδοση του οπλισμού, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα εισήγε όπλα για την ΤΟΥΡΔΥΚ και μέσω της τελευταίας θα τα διένεμε στους Τουρκοκυπρίους. Το όλο θέμα πήρε τεράστιες διαστάσεις και στον ελληνικό, κυπριακό και τουρκικό Τύπο.
Δραματικές εξελίξεις
Σε ένα τέτοιο κλίμα, η ελληνική αντιπροσωπεία που μετείχε στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1966 προσπάθησε να βρει μια λύση. Τα όπλα τελικά, κατόπιν και των έντονων τουρκικών διαμαρτυριών, παραδόθηκαν στην ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ. Συγκεκριμένα, ο Μακάριος υποχώρησε στις πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης όταν ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών με ωμό τελεσίγραφο απείλησε τον Αρχιεπίσκοπο ότι θα διέτασσε ανάκληση του Ελληνα πρέσβη από τη Λευκωσία στην Αθήνα. Την ίδια στιγμή η ανατροπή της κυβέρνησης Στεφανόπουλου, μετά την άρση της υποστήριξης που της παρείχε η ΕΡΕ, διέκοψε προσωρινά τον ελληνοτουρκικό διάλογο και απέτρεψε το δραματικό ενδεχόμενο μιας μετωπικής ρήξης με τον Μακάριο. Το επεισόδιο των τσεχοσλοβακικών όπλων κατέδειξε ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα να οριοθετεί τις κινήσεις του Μακαρίου, τουλάχιστον στο στρατιωτικό πεδίο, πράγμα που της επέτρεπε να προωθεί μία απευθείας συνεννόηση με την Τουρκία. Την ίδια στιγμή το επεισόδιο φανέρωνε και τη δυνατότητα –κυρίως λόγω του Ψυχρού Πολέμου– του Μακαρίου να προβαίνει σε κινήσεις που έφερναν σε οριακό σημείο τις σχέσεις του με την Αθήνα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η κρίση των τσεχοσλοβακικών όπλων βάθυνε ακόμη περισσότερο τη ρωγμή στις σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας. Οχι μόνο αυτό αλλά και η «τελική στροφή» στη ρήξη Μακαρίου – Γρίβα λίγο πριν από την αποχώρηση του τελευταίου τον Νοέμβριο του 1967 προμήνυε έντονες εξελίξεις. Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν δραματικά.
Δευτερο φορτίο για Εφεδρικό
Την 21η Ιανουαρίου, 1972 άρχισαν να καταφθάνουν νέες ποσότητες τσέχικων όπλων για τις ανάγκες του Εφεδρικού Σώματος. Το φορτίο των όπλων ήταν 278 τόνοι που συσκευάστηκε σε 10.000 κασόνια. Τα όπλα φυλάχθηκαν στο υπόγειο της Αρχιεπισκοπής και σε αυτά δεν είχε καμιά πρόσβαση η Εθνική Φρουρά της οποίας τον έλεγχο είχαν έλληνες αξιωματικοί διορισμένοι από τη Χούντα.
Το Εφεδρικό Σώμα ήταν μια επίλεκτη μονάδα που ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1973 με αποστολή την αποτελεσματική αντιμετώπιση της βίας και της τρομοκρατίας που εκφραζόταν με την παράνομη δράση της ΕΟΚΑ Β'. Αυτή η παράνομη δράση συνίστατο από βομβιστικές επιθέσεις, επιθέσεις εναντίον αστυνομικών σταθμών της υπαίθρου που κυριεύονταν και ανατινάσσονταν, δολοφονίες και τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον κατοίκων της υπαίθρου κυρίως. Η ίδρυση του σώματος αυτού κατέστη αναγκαία επειδή η Εθνική Φρουρά, που διοικείτο από Ελλαδίτες αξιωματικούς οι οποίοι εκτελούσαν εντολές της στρατιωτικής χούντας των Αθηνών, κατέστη επικίνδυνη για το κράτος. Ακόμη, επειδή και η Αστυνομία είχε διαβρωθεί μέχρι σ' ένα σημαντικό βαθμό από την ΕΟΚΑ Β', μάλιστα μερικά μέλη της ήσαν ταυτόχρονα και δραστήρια μέλη της οργάνωσης του στρατηγού Γρίβα, γι’ αυτό δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κατάσταση.
Η αρχική του δύναμη ήταν 670 αξιωματικοί και άντρες, αργότερα δε ανήλθε σχεδόν στους 1.000, κατανεμημένους σε 6 λόχους.
Αντίδραση της Χούντας
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, τόσο το 1966 όσο και το 1973, η άφιξη των φορτίων με τα τσεχοσλοβάκικα όπλα στην Κύπρο προκάλεσε μείζονα και πολυεπίπεδη κρίση στο τρίγωνο Λευκωσίας - Αθήνας - Ουάσιγκτον.
Τον Μάιο του 1966, το Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας συμπεριέλαβε την Κύπρο στις χώρες στις οποίες θα μπορούσε να πουλήσει όπλα λόγω των «κατάλληλων συνθηκών που προέκυψαν από τις διεθνείς εξελίξεις». Τρεις μήνες μετά, ο πρόεδρος της κυπριακής Βουλής, Γλαύκος Κληρίδης, ταξίδεψε στην Τσεχοσλοβακία για να υπογράψει την προαναφερθείσα πρώτη συμφωνία των δύο πλευρών για την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού.
Η πρώτη παραγγελία της κυπριακής κυβέρνησης ξεπερνούσε τα 4,7 εκατομμύρια κορώνες –καλύπτοντας το σύνολο των λοιπών εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δυο χωρών– και συμπεριλάμβανε μεταξύ άλλων την προμήθεια 25 τεθωρακισμένων οχημάτων.
Το καθεστώς των συνταγματαρχών θορυβήθηκε από την εισαγωγή των όπλων αλλά και αρκετές δυτικές πρεσβείες, οι οποίες έβλεπαν σταδιακά απόπειρα της Μόσχας για εμπλοκή στα εσωτερικά της Κύπρου μετά τις προσπάθειες πώλησης των Ρωσικών Πυραύλων SAM το 1965.
Η Χούντα αποφασισε να ζητήσει από τον Αρχιεπίσκοπο να παραδώσει τα όπλα στην Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (UNFICYP) και να προχωρήσει σε ριζικό ανασχηματισμό της κυβέρνησής του.
Στις 11 Φεβρουαρίου, 1972, ο πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο Κωνσταντίνος Παναγιωτάκος επιδίδει στον Μακάριο αυστηρή διπλωματική διακοίνωση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπαδόπουλου την οποία ο Αρχιεπίσκοπος απορρίπτει.
Μια μέρα ενωρίτερα, σύμφωνα με το Αρχείο της ΚΥΠ Κύπρου στις 10 Φεβρουαρίου ο Γρίβας συναντήθηκε με τον Παναγιωτάκο και με στελέχη του κλιμακίου που είχε η ΚΥΠ Ελλάδος στην Κύπρο, ενώ αργότερα μετέβη και σε στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ.( Φάκελος Κύπρου 2018, Τόμος Α΄, σ. 320).
Πριν επιδώσει ο Παναγιωτάκος τη διακοίνωση της Αθήνας στον Μακάριο, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος επισημαίνει στον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα Χένρι Τάσκα – «τα δικαιώματα της ελληνικής κυβέρνησης στην Κύπρο, σύμφωνα με τις συνθήκες και τις υποχρεώσεις της έναντι του ελληνισμού». O Παπαδόπουλος εκτιμούσε ότι η κυβέρνησή του είχε «ιστορική ευθύνη και αποστολή» και ότι οι ενέργειές της δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν ως επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αν η ελληνική κυβέρνηση δεν ενεργούσε, υπήρχε περίπτωση η Τουρκία να επεδίωκε την αποκατάσταση της ισορροπίας δυνάμεων στην Κύπρο με την αποστολή όπλων στο νησί. «H κυβέρνηση έχει ενδείξεις ότι υπάρχει κίνδυνος τα πράγματα να εξελιχθούν προς αυτήν την κατεύθυνση και έχει πληροφορίες ότι οι Τούρκοι στρατιωτικοί στο ζήτημα των όπλων από την Τσεχοσλοβακία πρόκειται να ακολουθήσουν πολύ σκληρή γραμμή», τονίζει ο Παπαδόπουλος στον Τάσκα (11 Φεβρουαρίου, 1972 FCO 9.1507).
Η διακοίνωση Παναγιωτάκου στον Αρχιεπίσκοπο διανεμήθηκε και στους δημοσιογράφους σε συνέντευξη Τύπου στις 13 Φεβρουαρίου. Η αντίδραση της Λευκωσίας στη συνέχεια ανάγκασε την Αθήνα να τον απομακρύνει από την Κύπρο. Αντίδραση στη διακοίνωση φέρεται να υπήρξε από τη Σοβιετική Ένωση, καθώς σύμφωνα με τον Αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών Παλαμά, ο Ρώσος Πρέσβης στην Αθήνα χαρακτήρισε την ενέργεια της ελληνικής κυβέρνησης ως ανάμειξη στα εσωτερικά ζητήματα ενός ανεξάρτητου κράτους δηλώνοντας υποστήριξη στην κυπριακή ανεξαρτησία, ενώ τόνισε πως η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Σοβιετικής Ένωσης περνούσε μέσα από το Μακάριο, καταδεικνύοντας τη σημασία που είχε για τους Σοβιετικούς το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου ( Χατζηδάκης 2017, σ. 105)
Ο Παναγιωτάκος στη συνέχεια διατύπωσε παράπονα στον Αμερικανό επιτετραμμένο Κρόφορντ στη Λευκωσία για έλλειψη υποστήριξης στην προσπάθειά του εναντίον του Μακαρίου που « παρέδιδε την Κύπρο στους κομμουνιστές » ( Χατζηαντωνίου 2007, σ. 221-222), εννοώντας την εισαγωγή όπλων από κομμουνιστικό κράτος, την καλή σχέση του Μακαρίου με τη Σοβιετική Ένωση και την υποστήριξή του από το αριστερό κόμμα ΑΚΕΛ.
Ήταν πλέον εμφανές ότι οι σχέσεις Κύπρου -Ελλάδας οδηγούνταν σε ρήξη: “Η κατάσταση όπως εξελίσσεται έχει όλα τα συστατικά μίας κρίσεως πρώτου βαθμού”, σημειώνει στον Βρετανό πρέσβη στην Ουάσινγκτον, ο Αμερικανός υφυπουργός των Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο, εκτιμώντας ότι επίκειται πραξικόπημα.
Η Τσεχοσλοβακία
Η πώληση τσεχικών όπλων στην Κύπρο κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν τυχαία. Η Κομουνιστική Τσεχοσλοβακία την περίοδο αυτή ήταν εταίρος της Σοβιετικής Ένωσης και μέλος του στρατιωτικού Συμφώνου της Βαρσοβίας το οποίο ιδρύθηκε ως αντίπαλο δέος στο ΝΑΤΟ.
Ο Δρ. Jan Koura, ερευνητής από τη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Charles της Πράγας, αποκάλυψε τις επιχειρήσεις κατασκοπίας της Τσεχοσλοβακίας που διαμόρφωσαν τις πολιτικές δυναμικές στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Η μελέτη του ρίχνει φως στο πώς η Τσεχοσλοβακία, ως μέρος του Ανατολικού Μπλοκ, χρησιμοποίησε μυστικές στρατηγικές για να επηρεάσει τα γεγονότα σε μια από τις πιο γεωπολιτικά ευαίσθητες περιοχές του κόσμου. Η έρευνα του Koura κάνει λόγο και για συνεργασία των Τσεχοσλοβάκων πρακτόρων με επώνυμα στελέχη του ΑΚΕΛ.
Εκπρόσωποι του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, «κατόπιν συνομιλιών που είχαν με αντιπροσωπεία του ΑΚΕΛ, εξέδωσαν ανακοινωθέν με το οποίο υποστήριζαν την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του νησιού». Το ανατολικό μπλοκ αντιτασσόταν σε οποιαδήποτε νατοϊκής φύσεως λύση που συμπεριλάμβανε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και την ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας στο νησί. Όμως, πριν ακόμα εμπεδωθεί η γραμμή συνεργασίας Λευκωσίας- Μόσχας, οι Σοβιετικοί άρχισαν να ρίχνουν γέφυρες και με την Τουρκία. Με τη σοφία της ύστερης γνώσης, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης ακολούθησε στην Κύπρο μια πολιτική αντίστοιχη με αυτή που είχαν ακολουθήσει στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1944: δεν ήθελε να κυριαρχήσει, επεδίωκε απλώς να υπάρχει ένα ακόμα ανοιχτό μέτωπο στην άλλη μεριά του ψυχροπολεμικού διπόλου.
Ο Μακάριος, όμως, συνέχισε να επενδύει στην Τσεχοσλοβακία. Όπως γράφει ο Κόουρα, «η δεκαετία του 1970 σηματοδότησε το αυξημένο ενδιαφέρον της Τσεχοσλοβακίας για τις εξελίξεις στην Κύπρο, στο οποίο συνέβαλε με τις παρεμβάσεις του ο νεοδιορισθείς επιτετραμμένος [σσ. στην πρεσβεία της Τσεχοσλοβακίας στην Κύπρο] Γιόζεφ Γκεργκ, ο οποίος εκτός από διπλωμάτης ήταν και πράκτορας της τσεχοσλοβάκικης κατασκοπείας που δρούσε με το ψευδώνυμο ABDUL […]
Ο Γκεργκ έφτασε στην Κύπρο το 1970 και μέσα σε λίγους μήνες κατόρθωσε να αποκτήσει στενές σχέσεις με υψηλά ιστάμενους Κύπριους πολιτικούς, ενώ μεσολάβησε στις διαπραγματεύσεις για την προμήθεια του νέου τσεχοσλοβάκικου οπλισμού».
Ο τσέχος επίκουρος καθηγητής υποδεικνύει τον στενότατο συνεργάτη του Αρχιεπισκόπου και επικεφαλής του Προεδρικού Γραφείου, Χάρη Βωβίδη, ως σχεδόν στρατολογημένο συνεργάτη της τσεχοσλοβακικής πρεσβείας στη Λευκωσία. Ο συγγραφέας παραθέτει μία έκθεση της 1ης Διεύθυνσης του υπουργείου Εσωτερικών της Τσεχοσλοβακίας, σύμφωνα με την οποία ο Γκεργκ λάμβανε από τον Βωβίδη «χρήσιμες πληροφορίες αναφορικά με τις εξελίξεις στο Κυπριακό και τις δραστηριότητες των χωρών μελών του ΝΑΤΟ στην Κύπρο, ορισμένες από τις οποίες προωθούνταν στη συνέχεια στη σοβιετική KGB.
Η έρευνα του Δρ. Koura, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Balkan and Near Eastern Studies, καταδεικνύει πώς η Τσεχοσλοβακία, μέσω του κατασκοπευτικού σταθμού της στη Λευκωσία, ανέπτυξε εξελιγμένες συνεργασίες με Κυπρίους αξιωματούχους μετά τη διάσπαση του νησιού το 1974. Αυτές οι προσπάθειες επεκτάθηκαν πέρα από την Κύπρο, επηρεάζοντας τη γενικότερη περιφερειακή πολιτική, ιδιαίτερα τις σχέσεις μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ, Ελλάδας και Τουρκίας.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της μελέτης είναι η έκταση των ενεργών μέτρων που αναλήφθηκαν από τους Τσεχοσλοβάκους συνεργάτες. Χρησιμοποιώντας ψυχολογικές τακτικές και εκστρατείες παραπληροφόρησης, στόχευαν να υπονομεύσουν τον διάλογο μεταξύ των κοινοτήτων στην Κύπρο και το νοτιοανατολικό άκρο του ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με τον Δρ. Koura, "Η έρευνα αυτή τονίζει την πολυπλοκότητα των συμμαχιών του Ψυχρού Πολέμου και το πώς μικρότερες χώρες όπως η Τσεχοσλοβακία χρησιμοποίησαν επιχειρήσεις κατασκοπίας για να ασκήσουν επιρροή. Η Κύπρος υπηρέτησε όχι μόνο ως σημείο εστίασης στο πλαίσιο της ασφάλειας του ΝΑΤΟ, αλλά και ως πλατφόρμα για τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ να αμφισβητήσουν την δυτική κυριαρχία στην περιοχή."
Πέρα από τις επιπτώσεις του Ψυχρού Πολέμου, η μελέτη παρέχει επίσης μια μοναδική προοπτική για το πολιτικό τοπίο στην Κύπρο την τότε εποχή.
Τα δίκτυα κατασκοπίας του Ανατολικού Μπλοκ, όπως εκείνο της Τσεχοσλοβακίας, συχνά αλληλοεπικαλύπτονταν με τα κυπριακά εθνικιστικά κινήματα, δίνοντας σε αυτές τις επιχειρήσεις ένα πολύπλοκο μείγμα ιδεολογικών, πολιτικών και μερικές φορές ακόμη και προσωπικών κινήτρων.
Πηγές: