Ξύλινο γεωργικό εξάρτημα. Πρόκειται για μακρύ ξύλο του οποίου η μια άκρη είναι αγκυλωτή και εχρησιμοποιείτο για να ενώνει την δουκάνη του αλωνίσματος στον ζυγό των ζώων που την τραβούσαν. Σε μερικές περιπτώσεις εχρησιμοποιείτο σχοινί, ο λεγόμενος δουκανοσύρτης.
Η λέξη κοράτζ'ιν παράγεται από την αρχαία κόραξ, δίνει δε και το ρήμα κορακώ ή και κορατζ'ίζω (=πιάνομαι από κάπου ή πιάνω κάτι, στερεώνω, συγκρατούμαι ή συγκρατώ).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια