Ρώσος ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ηθοποιός και σκηνοθέτης που συνέδεσε το όνομά του με την Κύπρο. Υπήρξε μια εμβληματική φυσιογνωμία της μετάβασης από την αποσταλινοποίηση, σύμβολο του αντισυμβατικού τρόπου ζωής στην ΕΣΣΔ. Γεννημένος στις 18 Ιουλίου του 1933 στο Ιρκούτσκ, στη Σιβηρία, εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία 20 ετών.
Σπούδασε στο Ινστιτούτο Φιλολογίας Γκόρκι της Μόσχας, το οποίο όμως εγκατέλειψε πρόωρα. Το 1952 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή και έγινε μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων. Ένα από τα πρώτα ποιήματά του, το «Κάτι μου συμβαίνει», έγινε δημοφιλές τραγούδι. Το 1955 έγραψε ένα ποίημα στο οποίο χαρακτηρίζει τα σοβιετικά σύνορα σαν εμπόδιο στη ζωή του. Ήταν μία από τις αφορμές για τις οποίες εκδιώχθηκε το 1957 από το Φιλολογικό Ινστιτούτο και του απαγορεύτηκαν τα ταξίδια. Το 1961 έγραψε το περιφημότερο ποίημά του, το «Μπάμπι Γιαρ». Αναφέρεται στη σφαγή των Εβραίων του Κιέβου από τους Ναζί τον Σεπτέμβριο του 1941, αλλά ο Γεφτουσένκο καταγγέλλει ταυτόχρονα και την παραποίηση του γεγονότος από σοβιετικής πλευράς καθώς και τον έντονο αντισημιτισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Αργότερα το ίδιο έργο μελοποιήθηκε από τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς στη Συμφωνία αρ. 13. Την ίδια χρονιά έγραψε και τους «Κληρονόμους του Στάλιν», όπου αναφέρει ότι ο Σταλινισμός επιβίωσε του Στάλιν και κάνει έκκληση να μην ξαναφανεί.
Παρά τις κριτικές του κατά του σοβιετικού καθεστώτος, τη διαμαρτυρία του για τη δίκη του Γιόζεφ Μπρόντσκι και την καταδίκη εκ μέρους του της εισβολής του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968, θεωρήθηκε από πολλούς αντιφρονούντες ως ανειλικρινής.
Μετά την πτώση του Κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση ο Γεφτουσένκο (μέλος ήδη του Κοινοβουλίου από το 1989) υποστήριξε τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και εν συνεχεία τον Μπορίς Γιέλτσιν τον οποίο όμως αποκήρυξε όταν ο τελευταίος έστειλε τανκς στην Τσετσενία.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου δίδαξε ποίηση και κινηματογράφο σε Πανεπιστήμια.
Το 2007, σε συνέντευξή του στο Associated Press, είχε πει για την ποίησή του: «Την αποκαλώ ποίηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ποίηση που υπερασπίζεται την ανθρώπινη συνείδηση ως τη μεγαλύτερη πνευματική αξία».
Ο Γεβγκένι Γεφτουσιένκο πέθανε την 1η Απριλίου 2017.
Η σχέση του με την Κύπρο
Ο Γεφτουσιένκο είχε πολύ στενές σχέσεις με την Κύπρο, την καλλιτεχνική της παραγωγή και τους ανθρώπους της. Είχε φιλικές σχέσεις με Κύπριους λογοτέχνες μεταξύ άλλων με τον Πανίκο και Έλλη Παιονίδου, η οποία μετάφρασε το ποίημα του «Η μάνα και η βόμβα νετρονίου.»
Βλέπε λήμματα: Παιονίδου Έλλη και Παιονίδης Πανίκος
Είχαν συναντηθεί στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’60. Το 1977, ήρθε ο Γεφτουσένκο στην Κύπρο και ήταν ο πρώτος ξένος ποιητής που έγραψε ποίημα για την Κύπρο, το “Περιστερώνα”, αφού επισκέφτηκε τον Παύλο Λιασίδη στο Τσακκιλερό όπου η κόρη του Λιασίδη του περιέγραψε πως έχασε τον άντρα της το 1974 φεύγοντας από το χωριό τους την Περιστερώνα Αμμοχώστου. Το ποίημα γράφτηκε στο σπίτι του ζωγράφου Γιώργου Σκοτεινού στην Αγία Νάπα σε μια αίθουσα μόνο με τα έργα του ζωγράφου γύρω του μεταξύ των οποίων και ο “Κύκλος της Καταγγελίας”.
Βλέπε λήμματα: Περιστερώνα Αμμοχώστου, Παύλος Λιασίδης και Σκοτεινός Γιώργος
Περιστερώνα
Ώ ομορφιά, στα δυο τεμαχισμένη
σπαρταρούσες, ξεψυχούσες – Αφροδίτη βιασμένη
κάτω από τα βαριά κορμιά των τούρκικων των τανκς.
Μα δεν χάνεται ποτές η ομορφιά,
ακόμη κι η ομορφιά η βιασμένη,
είναι αγνή μπροστά στον εαυτό της,
είναι αγνή και στο θεό μπροστά.
Μιλήστε, χαμένα εσείς χωριά,
μιλήστε εσείς, ρίζες ξεριζωμένες,
μιλήστε, εικόνες ποδοπατημένες
μιλήστε εσείς νηστιές σβησμένες,
που δεν τις άναψε κανείς, τρίτη χρονιά.
Μιλήστε, κούνιες δακρυσμένες
που τρία χρόνια δεν κουνήσατε παιδιά.
Μίλα, καταυλισμέ Τσακκιλερή,
μ’ αυτή την πέτρινη, την τραγική μορφή.
Καταυλισμέ, θυμάσαι; Άνθρωποι έσπερναν λιοστρόφια
από σποράκια που έμειναν ατόφια,
τυχαία, σε κάποια τσέπη κάποιου, εκεί.
Σπόροι από μια ελπίδα μυστική
να ξαναβρούνε τα κλεμμένα.
Να, τα λιοστρόφια ορθώθηκαν ψηλά,
λυγίζουν το κορμί τώρα βαριά,
στρέφουν τα πρόσωπά τους λυπημένα
από τον ήλιο. Στα κεφάλια τυλιγμένα
έχουν μαντήλια κίτρινης φωτιάς-
ίδιο φωτοστέφανο της Κύπρου
Τα λιοστρόφια με κεφάλια στριμωγμένα μες το πλήθος
σαν μέσα σε ολονυχτία
πίσω κοιτάζουνε με νοσταλγία,
πίσω, στων σπόρων την πατρίδα.
Κοιτάζουνε: Στο χώμα εκεί, στην άκρη
που ρούφηξε το τόσο τους το δάκρυ
γυναίκες βλέπουν μαυροφορεμένες,
λουλούδια κόκκινα, λουλούδια
που είναι μικρά μνημεία
για τους ξεριζωμένους- ώ, ομορφιά,
πόσο είσαι παντοδύναμη μεσ’ την ανήμπορή σου την αδυναμία
βοήθεια περιμένοντας από την ομορφιά
οι άνθρωποι ομορφαίνουνε κι αυτή τη δυστυχία,
κι αυτή τη δυστυχία.
Πόσο μου είναι οδυνηρό στο σπίτι
Του πρόσφυγα ποιητή.
Πώς να σκεπάσεις με λουλούδια τη δυστυχία, πώς μπορείς;
Παύλο, μια και δεν φτάνουν την τραυματισμένη σου τη γης
οι επίδεσμοί σου, στηρίξου για να κρατηθείς
στην πονεμένη σου φλογέρα,
αχ, τη φλογέρα σου, τον δακρυσμένο κήρυκα του καλαμιώνα,
που δεν σε φτάνει από τα σύνορα εκεί πέρα.
Η κόρη σου, σαν από άλλο κόσμο, να παραμιλά
Περιστερώνα, Περιστερώνα.
Κάπου σ’ εκείνο το χωριό που ’χει περιστεριού μορφή
κάτω εκεί από τη γη
είναι σκοτωμένος,
ο αγαπημένος.
Στον τάφο του, όμως, ν’ ακουμπήσει δεν μπορεί
ούτε λουλούδι πάνω από τις ξιφολόγχες.
Απ’ τις δυνάμεις της είναι πάρα πάνω αυτό,
οι ερπύστριες κύκλωσαν το τρακτέρ το ειρηνικό,
ούρλιασαν, κύλησαν στο χόρτο το καμένο,
το ματωμένο, ώ στάρι,
πώς δεν τον έκρυψες στα σπλάχνα σου βαθιά,
στάρι, που εκείνος σ’ έσπειρε… Και πάει.
Ο δολοφόνος χάθηκε παράνομα, κρυφά.
Περιστερώνα, Περιστερώνα.
Τινάζεται το κλάμα της, σαν περιστέρι φτερουγίζει.
Μα δεν μπορεί να βρει περιστερώνα.
Κύπριοι πρόσφυγες-παντοτινή ντροπή
για όλο τον κόσμο, και όλοι αυτοί,
που δεν νιώθουν ντροπή, νάναι καταραμένοι, νυν και αεί.
Υπάρχουν κι άλλου είδους πρόσφυγες-ξεδιάντροποι πολλοί:
Πρόσφυγες από την αλήθεια προς το ψέμα,
πρόσφυγες προς την αδιάφορη ευγένεια,
πρόσφυγες προς τη γαργαριστή τη μουσική,
πρόσφυγες στο ποδόσφαιρο, στην άνετη ζωή,
πρόσφυγες στις πομπώδεις συνεδρίες.
Κιοτήδες πρόσφυγες-δραπέτες της κοινής τους συφοράς,
μα τι θα γίνει αν δεν ξυπνήσει
η ανθρωπότητα, αν δεν βογκήσει
με βογγητό πιο δυνατό από της καμπάνας το σκοπό
για τον αγώνα;
Περιστερώνα, Περιστερώνα!
Ακούτε; Κάτω από το τανκ βογκά η εικόνα
Περιστερώνα, Περιστερώνα!
*
Ποίηση: Γιεβγκένι Γεφτουσιένκο
Μετάφραση: Έλλη Παιονίδου
3 Ιουλίου 1977
Η Έλλη Παιονίδου εξιστορεί:
«Είμαστε φίλοι για πάρα πολλά χρόνια. Είχα μεταφράσει το μεγάλο επικό ποίημά του Η μάνα και η βόμβα νετρονίου, ένα εκπληκτικό ποίημα. Ειδικά, όμως, θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μου η μέρα εκείνη τον Ιούνιο του 1977 που ο Ζένια, όπως τον λέμε, ύστερα από μια επίσκεψη στο προσφυγικό σπίτι του Παύλου Λιασίδη έγραψε το συγκλονιστικό ποίημα Περιστερώνα που στη συνέχεια το μεταφράσαμε. Ήταν ο πρώτος ξένος ποιητής που ένιωσε το δράμα της Κύπρου και το απέδωσε με τόσο τραγικό τρόπο.
Είχαμε πάει όλοι μαζί στο Τσακκιλερό για να συναντήσουμε τον ποιητή Παύλο Λιασίδη και εκεί η κόρη του ποιητή μας άρχισε να εξιστορεί πώς έχασε τον άντρα της στον πόλεμο. Έφευγαν από το χωριό τους, την Περιστερώνα Αμμοχώστου, και θυμήθηκαν ότι είχαν ξεχάσει τον πεθερό της, που ήταν στο περβόλι. Ξεκίνησε τότε ο άντρας της να πάει να τον φέρει, αλλά τον συνέλαβαν οι Τούρκοι στρατιώτες και τον δολοφόνησαν. Μαζί του ήταν ένα παιδάκι που κατόρθωσε να φύγει.
Φεύγοντας από το Τσακκιλερό πήγαμε στη Δερύνεια, όπου ο Ζένια μάς ζήτησε να κάτσει σε ένα ήρεμο μέρος για να γράψει κάτι. Τον πήραμε στο σπίτι του Γιώργου Σκοτεινού στην Αγία Νάπα και κλείστηκε μόνος του σε μια αίθουσα με έργα του Γιώργου, ήταν ο “Κύκλος της Καταγγελίας”. Εκεί έγραψε το ποίημα. Βγήκε από το δωμάτιο μετά από δύο ώρες και μας το απήγγειλε. Κάτσαμε όλη νύχτα με τον Πανίκο και το μεταφράσαμε στα ελληνικά και το στείλαμε στις εφημερίδες. Δημοσιεύθηκε στις πρώτες σελίδες και το απήγγειλα την επομένη σε φεστιβάλ ποίησης στη Λευκωσία».
Πηγές
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
www. polignosi.com
"Περιστερώνα" του Γιεβγκένι Γιεφτουσιένκο