Κόλπος είναι τμήμα της θάλασσας που εισχωρεί βαθιά μέσα στη ξηρά. Μικροί φυσικοί κόλποι, που συχνά χρησιμοποιούνται ως προσωρινά αγκυροβόλια, ονομάζονται όρμοι. Οι κόλποι παίρνουν συνήθως το όνομα της στεριάς που περιβρέχουν. Επειδή οι κόλποι είναι προφυλαγμένοι από τους ανέμους και τα θαλάσσια κύματα, αποτελούν κατάλληλο μέρος για δημιουργία λιμανιών ενώ σε αρκετές περιπτώσεις προσφέρονται για οικιστική και τουριστική ανάπτυξη. Οι κυριότερες παράκτιες πόλεις της Κύπρου - η Αμμόχωστος, η Λεμεσός και η Λάρνακα - αναπτύχθηκαν σε μεγάλους κόλπους. Οι πόλεις αυτές διαθέτουν επίσης και τα μεγαλύτερα λιμάνια της Κύπρου.
Κυριότεροι κόλποι της Κύπρου
Το συνολικό μήκος των ακτών της Κύπρου είναι 782 χμ. περίπου, από τα οποία τα 403 χμ. βρίσκονται από το 1974 κάτω από τουρκική στρατιωτική κατοχή. Η ακτογραμμή αυτή παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία μορφωμάτων που περιλαμβάνουν ακρωτήρια, χερσονήσους, άκρα, θαλασσινές σπηλιές, νησάκια, κόλπους, θαλασσινούς γκρεμούς, χαμηλά αμμουδερά ακρογιάλια κλπ.
Σ’ όλο το μήκος των ακτών της Κύπρου δημιουργήθηκαν πολυάριθμοι κόλποι, μικροί και μεγάλοι. Στον τοπογραφικό χάρτη της Κύπρου, κλίμακας 1:100.000, σημειώνονται 6 μεγάλοι κόλποι και 8 όρμοι. Οι 6 μεγάλοι κόλποι της Κύπρου είναι οι ακόλουθοι:
Οι οκτώ κυριότεροι όρμοι της Κύπρου, που σημειώνονται στον τοπογραφικό χάρτη της Κύπρου κλίμακας 1:1.000, είναι οι εξής:
Διαμόρφωση των κόλπων
Η διαμόρφωση των κόλπων είναι στενά συνυφασμένη με τη διαμόρφωση των ακτών που περιβρέχουν. Οι ακτές της Κύπρου, όπως είναι στη σημερινή τους μορφή, διαμορφώθηκαν στα τελευταία 6.000 - 8.000 χρόνια, μετά το τελευταίο λιώσιμο των παγετώνων. Τότε, με την τελευταία προέλαση της θάλασσας στη ξηρά, σταθεροποιήθηκε η βασική φυσιογνωμία των ακτών. Οι ακτές της Κύπρου είναι βασικά ανυψωμένες ακτές, δηλαδή ξεπρόβαλαν από τη θάλασσα είτε για λόγους τεκτονικής, είτε για λόγους απόσυρσης της θάλασσας εξαιτίας των παγετώνων.
Τα θαλάσσια κύματα, ο άνεμος και οι ποταμοί με τη δράση τους, συνέβαλαν επίσης ουσιαστικά στη διαμόρφωση της σημερινής μορφής της ακτογραμμής της Κύπρου με τους κόλπους, τις βραχώδεις προεξοχές και τ’ άλλα παράκτια μορφώματα. Το διαβρωτικό έργο των θαλάσσιων κυμάτων δεν οφείλεται μόνο στη δράση του νερού αλλά και στο μεταφερόμενο υλικό, δηλαδή τους άμμους και τα χαλίκια, που διαβρώνουν περαιτέρω τις ακτές. Τα θραύσματα που δημιουργούνται από τη διάβρωση απομακρύνονται από την ακτή σε βαθύτερα νερά, όπου παραλαμβάνονται από νέα κύματα και κινούνται πάλι προς την ακτή.
Έτσι τα κύματα, εφοδιασμένα με άμμους και κροκάλες, προσβάλλουν τις βάσεις των ακτών και προκαλούν σημαντική διάβρωοη δημιουργώντας κολπίσκους, σπήλαια, νησάκια και άλλα μορφώματα. Η ταχύτητα της αποσάθρωσης των ακτών εξαρτάται από την κατεύθυνση των επικρατούντων ανέμων και των καταιγίδων, από τη δύναμη των κυμάτων και από την πετρογραφική σύσταση της προσβαλλόμενης ακτής. Τα προϊόντα της αποσάθρωσης των ακτών μαζί με τα υλικά που μεταφέρονται στη θάλασσα από τους ποταμούς, παραλαμβάνονται από τα θαλάσσια κύματα και ρεύματα και τελικά αποτίθενται με αποτέλεσμα τη σταδιακή επέκταση της ξηράς σε βάρος της θάλασσας.
Οι προσχωσιγενείς πεδιάδες της Μεσαορίας, της Μόρφου, της Λεμεσού και της Λάρνακας καθώς και οι κόλποι οι οποίοι αποτελούν προέκτασή τους, δημιουργήθηκαν και διαμορφώθηκαν από τις προσχώσεις σημαντικών ποτάμιων δικτύων. Συγκεκριμένα τα ποτάμια δίκτυα του Πηδιά και του Γιαλιά διαμόρφωσαν την πεδιάδα της Μεσαορίας και τον κόλπο της Αμμοχώστου, του ποταμού Σερράχη την πεδιάδα και τον κόλπο της Μόρφου, του ποταμού Τρέμιθου την πεδιάδα και τον κόλπο της Λάρνακας, και των ποταμών Γαρύλλη και Κούρη την πεδιάδα της Λεμεσού και τους κόλπους του Ακρωτηρίου και της Επισκοπής. Η βόρεια ακτή της Κύπρου η οποία είναι κατ' εξοχήν βραχώδης, γεννήθηκε από καταβύθιση οφειλόμενη σε ρήγματα. Σε καταβύθιση οφείλεται επίσης ο σχηματισμός της ακτής του κόλπου της Χρυσοχούς.
Η διαμόρφωση των κόλπων της Αμμοχώστου και της Μόρφου αποτελεί ένα ενδιαφέρον γεωμορφολογικό φαινόμενο. Κατά τον Ε. de Vaumas οι κόλποι αυτοί είναι στενά συνυφασμένοι με το κεντρικό σύγκλινο, που εκτείνεται από τα δυτικά του κόλπου της Μόρφου μέσω Μεσαορίας μέχρι και ανατολικά του κόλπου της Αμμοχώστου. Το σύγκλινο αυτό βρίσκεται μεταξύ των δυο μεγάλων αντικλίνων του Τροόδους και του Πενταδάκτυλου. Κατά την Πλειόκαινη περίοδο ολόκληρη η Μεσαορία, από τον κόλπο της Μόρφου μέχρι τον κόλπο της Αμμοχώστου, καλυπτόταν από θάλασσα. Περί το τέλος της γεωλογικής αυτής περιόδου διάφορες ορογενετικές κινήσεις ανύψωσαν την πεδιάδα. Ωστόσο ακόμη και μέχρι την Πλειστόκαινη περίοδο οι κόλποι της Αμμοχώστου και της Μόρφου βρίσκονταν πολύ πιο μέσα στη στεριά απ’ ό,τι είναι σήμερα. Η τελική διαμόρφωση των κόλπων οφείλεται στις ποτάμιες προσχώσεις μάλλον παρά σε ορογενετικές κινήσεις. Έτσι σταδιακά υποχώρησε η θάλασσα μέχρι το σημερινό της σημείο. Ο κόλπος της Μόρφου κλείστηκε αρχικά από ένα φραγμό από χαλίκια που προέρχονταν από τους ποταμούς της περιοχής Τηλλυρίας και που μεταφέρθηκαν και εναποτέθηκαν από τα θαλάσσια κύματα και ρεύματα. Στη συνέχεια η λιμνοθάλασσα που δημιουργήθηκε γέμισε σταδιακά τόσο με προσχώσεις ποταμών που πηγάζουν από το Τρόοδος, όσο και με αποθέσεις άμμου που μεταφέρθηκαν από ισχυρούς δυτικούς ανέμους.
Ο σχηματισμός των κόλπων της Επισκοπής και του Ακρωτηρίου είναι στενά συνυφασμένος με το σχηματισμό της χερσονήσου του Ακρωτηρίου (βλέπε λήμμα Ακρωτήρι χερσόνησος). Ο σχηματισμός της χερσονήσου αυτής οφείλεται στη δημιουργία διπλού τόμπολο από τα παράλια κύματα και ρεύματα με υλικό φερμένο από τους ποταμούς Κούρη και Γαρύλλη.