Πρόκειται για μια σημαντική απόφαση η οποία άνοιξε το δρόμο της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την Ελλάδα με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Σημίτη να διασυνδέει την αίτηση της Τουρκίας για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Στο Ελσίνκι εκ μέρους της Τουρκίας ήταν ο τότε πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετσεβίτ.
Στις 10-11 Δεκεμβρίου 1999 συνήλθε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι της Φινλανδίας. Το κύριο θέμα αφορούσε στην τουρκική υποψηφιότητα. Οι στόχοι της ελληνικής πλευράς ήταν δύο: Πρώτον, η Κύπρος θα έπρεπε να μπορεί να ενταχθεί στην ΕΕ μαζί με τις άλλες υποψήφιες χώρες, χωρίς να είναι απαραίτητη η επίτευξη λύσεως στο Κυπριακό. Δεύτερον, οι όροι εντάξεως θα έπρεπε να φαίνονται ότι είναι ίδιοι και για την Τουρκία και για τις άλλες χώρες.
Η ελληνική πλευρά, διαβλέποντας υπαρκτό τον κίνδυνο να μη γίνουν δεκτές οι θέσεις της, απείλησε ότι δεν θα δεχόταν την ένταξη των υπολοίπων κρατών της Κεντρικής Ευρώπης και της Μάλτας, που ήσαν ήδη υποψήφια. Εάν και στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων δεν παρευρισκόταν η τουρκική αντιπροσωπεία, οι διαπραγματεύσεις των ελληνικών θέσεων γίνονταν, αφ’ ενός μεταξύ των μελών της ΕΕ, αφ’ ετέρου μεταξύ της ευρωπαϊκής προεδρίας και της Άγκυρας, που ήταν διαρκώς ενήμερη για την κατάσταση.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζε στο παρασκήνιο και η Αμερική μέσω κυρίως του Ρίτσαρντ Χόλπρουκ ο οποίος από τις 4 Ιουνίου 1997 είχε διοριστεί από τον πρόεδρο Κλίντον ως ειδικός απεσταλμένος του για την Κύπρο. Τελικώς, η διπλωματική προεργασία και οι ελληνικές απειλές έφεραν αποτελέσματα. Στο σημείο 12 των Συμπερασμάτων αναφερόταν ρητώς ότι η «Τουρκία είναι υποψήφιο κράτος που προορίζεται να προσχωρήσει στην Ένωση µε βάση τα ίδια κριτήρια τα οποία ισχύουν για τα λοιπά υποψήφια κράτη». Την ίδια στιγμή η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορούσε να γίνει μέλος της ΕΕ χωρίς λύση του Κυπριακού, αν και επί της ουσίας ο στόχος ήταν μέσω της Ευρώπης να επιτευχθεί λύση του Κυπριακού με ταυτόχρονη ένταξη ολοκληρης της Κύπρου στην ΕΕ.
Το «Ελσίνκι» για την Κύπρο
«9. … (β) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τονίζει ότι η πολιτική επίλυση του προβλήματος θα διευκόλυνε την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης δεν έχει επιτευχθεί λύση, η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς το ανωτέρω να αποτελεί προϋπόθεση. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία».
Η παράγραφος των Συμπερασμάτων που αφορούσε στην Κύπρο αποτελούσε την αναμφισβήτητη μεγάλη επιτυχία της ελληνικής πλευράς. Χρόνια ολόκληρα η βασική θέση της Αθήνας ήταν ότι δεν έπρεπε να συνδέεται το θέμα της εντάξεως της Κύπρου στην ΕΕ με την επίλυση του Κυπριακού. Σε άλλη περίπτωση, η Κύπρος θα ήταν δέσμια της παράνομης εισβολής και κατοχής της Τουρκίας.
Το Συμβούλιο αποδεχόταν στο Ελσίνκι αυτή τη θέση: η επίλυση του Κυπριακού δεν αποτελούσε προϋπόθεση εντάξεως. Βεβαίως, το κείμενο άφηνε ένα μικρό παράθυρο αφού υπήρχε η αναφορά σε κάποια απροσδιόριστα «σχετικά στοιχεία».
Ήταν προφανές ότι κάποιες πλευρές μέσα στην ΕΕ επιθυμούσαν να κρατήσουν ένα διαπραγματευτικό όπλο πριν την τελική ένταξη της Κύπρου. Τη σημασία αυτής της προτάσεως επιχειρησαν να εγείρουν κάποια κράτη μέλη στη Χάγη το 2003 κατά τις συζητήσεις επί του Σχεδίου Ανάν.
Ο Κώστας Σημίτης για το Ελσίνκι
Σε άρθρο τους στις 14 Δεκεμβρίου 2019 ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Κώστας Σημίτης αναφέρεται στους στόχους της Ελλάδας και στο παρασκήνιο της απόφασης του Ελσίνκι:
"Το 1999, όταν πραγματοποιήθηκε στο Ελσίνκι η τακτική σύνοδος Κορυφής, η Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 κρατών βρισκόταν σε μία μεταβατική φάση. Επιχειρούσε να θέσει σε παράλληλη τροχιά τη διεύρυνση και την Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση. Ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησε το ευρώ, αποδεικνύοντας την πρόοδο της Ένωσης. Το επόμενο βήμα, η διεύρυνση είχε ήδη αποφασιστεί, αλλά δεν είχε προσδιοριστεί η διαδικασία προσχώρησης των νέων μελών. Επίσης είχε συμφωνηθεί η «ατζέντα 2000», η διαδικασία χρηματοδότησης της διεύρυνσης και η χρηματική ενίσχυση διαφόρων κρατών της Ένωσης, που παρουσίαζαν ιδιαίτερα προβλήματα, όπως η Ελλάδα.
Στις διαβουλεύσεις για τη διαδικασία που θα εφαρμοζόταν για τη διεύρυνση, η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε δύο κρίσιμα θέματα. Αφορούσαν: α) την υπέρβαση της άποψης που επικρατούσε στην Ένωση, ότι η λύση Κυπριακού είναι προϋπόθεση για την Κυπριακή ένταξη και β) την άποψη των περισσοτέρων χωρών, πως η ενταξιακή πορεία της Κύπρου θα έπρεπε να συμβαδίζει με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η Ελλάδα κατά τη Σύνοδο Κορυφής έπρεπε να μεταπείσει τα μέλη της ΕΕ και να γίνει αποδεκτή η δική της στρατηγική. Η «στρατηγική του Ελσίνκι» περιελάμβανε ένα ενιαίο σύνολο ρυθμίσεων οι οποίες αφορούσαν την ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου, το κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ευρω-τουρκική πορεία.
Καταρχάς επιδιώκαμε, η Ελλάδα να υποστηρίξει δραστικά την κυπριακή υποψηφιότητα για ένταξη, η οποία έδειχνε να χωλαίνει. Στην Ένωση επικρατούσε η αντίληψη, ότι η Κύπρος δεν μπορούσε να ενταχθεί χωρίς προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος, δηλαδή πριν από την επανένωση του νησιού. Επίσης θέλαμε, η Ευρωπαϊκή Ένωση να εμπλακεί στην επίλυση των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων – ως άμεσα ενδιαφερόμενη – διευκολύνοντας έτσι, ανάμεσα στα άλλα, και τη συνεπή εφαρμογή όσων θα συμφωνούσαμε. Με άλλα λόγια, η «κοινοτικοποίηση» των ελληνοτουρκικών θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα αξιόπιστο και, κυρίως αποτελεσματικό υποκατάστατο στην μέχρι τότε πολιτική των συνεχών βέτο κατά της ένταξης της Τουρκίας που, σε κάθε περίπτωση, είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της.
Ο στόχος της στρατηγικής μας ήταν σαφής. Οι ενστάσεις μας για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας και ειδικότερα για την αναβάθμισή της ως υποψήφιας χώρας θα αίρονταν, εφόσον θα διασφαλίζονταν δύο όροι: α) Η ενταξιακή πορεία της Κύπρου θα καθοριζόταν ανεξάρτητα από την επίλυση του πολιτικού προβλήματος, και β) θα κατοχυρωνόταν η προοπτική προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο για την οριοθέτηση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, σε συγκεκριμένο ορατό χρονικό ορίζοντα.