Πολιτικός. Ο Τζίμι Κάρτερ (Jimmy Carter) διετέλεσε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών από τις 20 Ιανουρίου 1977 έως τις 20 Ιανουαρίου 1981. Ήταν ο 39ος πρόεδρος των ΗΠΑ και ανήκε στο Δημοκρατικό Κόμμα. Χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία σε ομοσπονδιακό επίπεδο, βρέθηκε αντιμέτωπος με σειρά μεγάλων προκλήσεων κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, όπως η ενεργειακή κρίση, η επιδείνωση της οικονομίας και η κρίση με το ισλαμικό Ιράν. Επί των ημερών του καταβλήθηκαν προσπαθειες για επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος διά της υποβολής του Αμερικανοβρετανοκαναδικού σχεδίου το 1978.
Ο Τζέιμς Ερλ Κάρτερ γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1924 στο Πλέινς της Γεωργίας (Τζόρτζια). Γιος ενός χονδρεμπόρου φιστικιών και μέλους της Βουλής της πολιτείας της Γεωργίας, ακολούθησε αρχικά στρατιωτική καριέρα. Αποφοίτησε από τη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ το 1946 και την ίδια χρονιά νυμφεύτηκε με τη συντοπίτισσά του Ρόζαλιν Σμιθ, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Στο Ναυτικό υπηρέτησε επτά χρόνια, τα πέντε από τα οποία στα υποβρύχια, συνεργαζόμενος με τον ναύαρχο Ρίκοβερ στο πρόγραμμα πυρηνικών υποβρυχίων.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1953, ο Τζίμι Κάρτερ παραιτήθηκε με τον βαθμό του υποπλοίαρχου κι επέστρεψε στη Γεωργία, όπου ανέλαβε τη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων της οικογένειάς του. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την πολιτική. Το 1963 εξελέγη μέλος της Γερουσίας της Γεωργίας και το 1971 κυβερνήτης της πολιτείας με το Δημοκρατικό Κόμμα.
Πολιτική
Στην παρθενική του ομιλία, ο Κάρτερ διακήρυξε ότι «η εποχή των φυλετικών διακρίσεων έχει τελειώσει», διακήρυξη που απετέλεσε έκπληξη ύστερα από μια προεκλογική εκστρατεία του ως συντηρητικού και από τη φήμη που είχε από χρόνια ως μετριοπαθής φιλελεύθερος. Στη διάρκεια της θητείας του, η κοινότητα των αφροαμερικανών της πολιτείας αναγνώρισε ότι ο Κάρτερ εκπροσωπούσε «ολόκληρο τον πληθυσμό της Γεωργίας» και το μεταρρυθμιστικό του έργο βρήκε πλατιά επιδοκιμασία.
Το 1974 ο Κάρτερ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για το χρίσμα του κόμματός του για την προεδρία των ΗΠΑ. Χωρίς να διαθέτει πολιτική βάση σε εθνικό επίπεδο και χωρίς ισχυρή χρηματοδότηση, προσείλκυσε ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος στις αγροτικές περιοχές, καθώς και ανάμεσα στους συντηρητικούς των πόλεων, τους δημόσιους υπαλλήλους, τους αφροαμερικανούς και τους φιλελευθέρους.
Παραμένοντας έξω από το πολιτικό κατεστημένο, κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών, τον Ιούλιο του 1976. Επέλεξε ως συνυποψήφιό του για την αντιπροεδρία τον γερουσιαστή της Μινεσότα Γουόλτερ Μοντέιλ και επικράτησε του προέδρου Τζέραλντ Φορντ, στις 2 Νοεμβρίου 1976 με το 50,1% των ψήφων (297 εκλέκτορες), έναντι 48% του αντιπάλου του (240 εκλέκτορες).
Ο Τζίμι Κάρτερ ορκίστηκε στις 20 Ιανουαρίου 1977 και στην ομιλία του υποσχέθηκε να βοηθήσει τους Αμερικανούς να αποκτήσουν και πάλι πνεύμα εμπιστοσύνης προς το κράτος και αλληλεγγύης. Την επομένη εκπλήρωσε την προεκλογική υπόσχεσή του να δώσει χάρη σε όσους είχαν αποφύγει τη στράτευση στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Εξωτερική πολιτική
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Κάρτερ ανταποκρίθηκε στη δέσμευσή του σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Παρά τις διαμαρτυρίες της Σοβιετικής Ένωσης, συνδύασε την εγγύηση των δικαιωμάτων αυτών με την πολιτική του απέναντι σε άλλα έθνη.
Κατά την προεδρία του, ο έλεγχος της Διώρυγας του Παναμά μεταβιβάστηκε στο κράτος του Παναμά (πλήρης εφαρμογή της συμφωνίας το 1999), οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας εξομαλύνθηκαν και υποστηρίχθηκαν οι διαπραγματεύσεις ειρήνευσης μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου με τη συνάντηση στο Καμπ Ντέιβιντ το 1978. Οι συμφωνίες που επιτεύχθηκαν («Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ») οδήγησαν στη σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου.
Μεγάλα προβλήματα ανέκυψαν, στη διάρκεια της προεδρίας του, με την ανατροπή του σάχη της Περσίας το 1979 και την εγκαθίδρυση ισλαμικού καθεστώτος από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, τη σύλληψη αμερικανών ομήρων στη Τεχεράνη και την κρίση που ακολούθησε στις ιρανοαμερικανικές σχέσεις (1979-1981) και την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν τα Χριστούγεννα του 1979.
Παρά τη φαινομενική αποτυχία της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του στο εσωτερικό και τις διπλωματικές κρίσεις του 1979, ο Κάρτερ κέρδισε και πάλι την υποψηφιότητα του Δημοκρατικού Κόμματος για την προεδρία το 1980, αποκρούοντας την πολεμική του γερουσιαστή της Μασαχουσέτης Έντουαρντ Κένεντι και του πρώην κυβερνήτη της Καλιφόρνιας Πατ Μπράουν.
Στις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου 1980 όμως ηττήθηκε κατά κράτος από τον πρώην κυβερνήτη της Καλιφόρνιας Ρόναλντ Ρίγκαν, υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Συγκέντρωσε μόλις 49 εκλέκτορες (41% των ψήφων) έναντι 489 (50,7%) του αντιπάλου.
Μετά την ολοκλήρωση των προεδρικών του καθηκόντων ανέλαβε διάφορες διπλωματικές αποστολές, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε ως εκπρόσωπος αμερικανών προέδρων. Το 1982 εκδόθηκαν, με τον τίτλο «Keeping Faith», τα απομνημονεύματά του από την προεδρική του θητεία.
Κυπριακό
Τη μέρα της εκλογής του στις 20 Ιανουαρίου 1977 οι καμπάνες στην Κύπρο ήχησαν χαρούμενα. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Τζίμι Κάρτερ είχε υποσχεθεί ότι θα λυθεί το Κυπριακό και ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη στην Κύπρο. Γενικά ο Κάρτερ στην προεκλογική του εκστρατεία εξέφραζε έντονα θέσεις υπέρ του δικαίου της Κύπρου και υποσχόταν να βοηθήσει για τη λύση μόλις εκλεγεί στην προεδρία των ΗΠΑ. Προφανώς ήθελε και τις ψήφους των Ελληνοαμερικανών.
Στις 20 Ιανουαρίου 1977, η Κυβέρνηση Κάρτερ υπέβαλε το Αμερικανοβρετανοκαναδικό σχέδιο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το σχέδιο υποβλήθηκε για να μπορέσει να αρθεί το εμπάργκο όπλων που είχε επιβληθεί στην Τουρκία στις 5 Φεβρουαρίου 1975 λόγω της εισβολής της στην Κύπρο. Το σχέδιο υποστήριξε μόνο ο ΔΗΣΥ και η Ελληνική Κυβέρνηση.
Ο Κάρτερ προχώρησε στον διορισμό του Κλαρκ Κλίφορντ ως απεσταλμένου του στο Κυπριακό.
Ο Αμερικανός διπλωμάτης στόχευε στην άμεση επανέναρξη των συνομιλιών στη βάση της Συμφωνίας Μακαρίου – Ντενκτάς της 12ης Φεβρουαρίου 1977 κι αυτό έγινε κατορθωτό στις 31 Μαρτίου 1977 όπου ξεκίνησαν συνομιλίες στη Βιέννη. Το σχέδιο -πλαίσιο λύσης δόθηκε από τους Αμερικανούς στον Δρα Κουρτ Βάλντχαϊμ γενικό γραμματέα του ΟΗΕ και στη συνέχεια οι Αμερικανοί το έδωσαν στον Κύπριο Υπ. Εξωτερικών Νίκο Ρολάνδη και στον κ. Ραουφ Ντενκτάς στη Νέα Υόρκη στις 10 Νοεμβρίου 1978
Πηγές: