Βουλή των Αντιπροσώπων

1960-1963: εθνικισμός και σύγκρουση στη δικοινοτική Βουλή των Αντιπροσώπων

Image

Στις 16 Αυγούστου 1960 συνεδρίασε για πρώτη φορά η Βουλή των Αντιπροσώπων (Β.τ.Α.) στη Λευκωσία. Η Κυπριακή Μεταπολίτευση (μετάβαση από την Αποικιοκρατία στην Ανεξαρτησία) αποτέλεσε γεγονός υψίστης σημασίας για την Κύπρο. Για πρώτη φορά οι δύο κοινότητες συνυπήρχαν πολιτικά σε κοινοβουλευτικό χώρο επιχειρώντας την οικοδόμηση ενός νέου κράτους. Πρόεδρος ορίστηκε ο Γλαύκος Κληρίδης και Αντιπρόεδρος ο Ορχάν Μουντερίσογλου.

 

Στη Β.τ.Α. δραστηριοποιήθηκαν πολιτικά τρεις κομματικοί σχηματισμοί: το Πατριωτικό Μέτωπο υποστηρίζοντας τον Προέδρο/Αρχιεπίσκοπο Μακάριο- μοναδικό ηγέτη παγκοσμίως που κατείχε κοσμική/εκκλησιαστική εξουσία ταυτοχρόνως-, το Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού  (επικεφαλής: Εζεκίας Παπαϊωάννου) και το Τουρκικό Εθνικό Κόμμα του Αντιπροέδρου Κιουτσιούκ. Λόγω πλειοψηφίας, η πολιτική πορεία της αρτισύστατης Δημοκρατίας καθοριζόταν από τις θέσεις/αποφάσεις του Πατριωτικού Μετώπου και του Τουρκικού Εθνικού Κόμματος (30 και 15 βουλευτές εκ των 50). Αρκετοί βουλευτές συμμετείχαν στην εθνικιστική δικοινοτική αντιπαράθεση της δεκαετίας του 1950 στην Κύπρο, αποτελώντας φορείς δυο ενεργών εθνικισμών.

 

Οι  Τ/κ Ουμίτ ΣουλεϊμάνΝιαζί Μανιέρα κ.ά. μετείχαν στους μονομερώς ανακηρυχθέντες Τουρκοκυπριακούς Δήμους του 1958, οι Μπουρχάν Ναλμπάντογλου, Ουμίτ Σουλεϊμάν κατείχαν ηγετικό ρόλο στην παραστρατιωτική Οργάνωση Τ.Μ.Τ.

 

Οι Ε/κ Σταύρος ΠοσκώτηςΒάσος Λυσσαρίδης, Λέλλος Δημητριάδης κ.ά. δραστηριοποιήθηκαν στην αντιαποικιακή/ενωτική Ε.Ο.Κ.Α.).

 

Η παραίνεση Τζόνσον

Στην 139η συνεδρίαση στις 31 Αυγούστου 1962 μίλησε ο Αντιπρόεδρος των Η.Π.Α. Λίντον Τζόνσον ο οποίος πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Κύπρο.

 

» Βλέπε Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ: Ο Λύντον Τζόνσον στην Κύπρο

 

Ο Τζόνσον επεσήμανε τις αρχικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Η.Π.Α. προς επίτευξη εθνικής ενοποίησης, λόγω των διαιρετικών τάσεων διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων. Τόνισε πως ουσιώδη ρόλο για οικοδόμηση εθνικής ενότητας έπαιξε το Κογκρέσο, εκφράζοντας την αισιοδοξία του πως η Β.τ.Α. θα κατάφερνε να επιτύχει «την περαιτέρω ανάπτυξιν και πρόοδον της χώρας σας, πράγματα τα οποία θα εμπλουτίσουν την ζωήν ολοκλήρου του λαού σας». Ο Τζόνσον παρουσίασε τις Η.Π.Α. σαν παράδειγμα επιτυχημένου εθνικού φαντασιακού που ανέπτυξε μια συνεργατική κοινωνία πολιτών. Ήταν πρόθυμοι και έτοιμοι οι γηγενείς κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι να εμπνεύσουν και να υλοποιήσουν κάτι τέτοιο;

 

Ασύμβατα αφηγήματα

Προ της επισκέψεως Τζόνσον, από τα Πρακτικά της Β.τ.Α., διαπιστώνεται αντιπαράθεση δύο ασύμβατων εθνικιστικών αφηγημάτων που δεν συνέτεινε στη δημιουργία ενός κοινού φαντασιακού, απαραίτητου για την ομαλή συγκατοίκηση των δύο σύνοικων στοιχείων. Στη 10η συνεδρίαση στις 25 Οκτωβρίου 1960,  ο Τζεμίλ Ραμαντάν , σε ερώτησή του για επαναπρόσληψη Ε/κ παυθέντων αστυνομικών «διαρκούσης της τρομοκρατίας», χαρακτηρισμός αποδιδόμενος στον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., προκάλεσε τη μήνιν του Φειδία Παρασκευαΐδη, που χαρακτήρισε «ανεπιτυχή, ατυχή και ελεεινόν χαρακτηρισμόν του Απελευθερωτικού Αγώνος του Κυπριακού λαού ως τρομοκρατίας» και πως «χάρις εις την τρομοκρατίαν αυτήν ο έντιμος Βουλευτής Λευκωσίας έχει την ευτυχίαν να παρακάθηται εις την αίθουσαν ταύτην». Ο Τζεμίλ απολογήθηκε λέγοντας πως δεν θα ξαναχρησιμοποιήσει τον χαρακτηρισμό. Στην αντιπαράθεση διαφαίνεται πως η προ-μεταπολιτευτική πραγματικότητα ήταν διαφορετική για κάθε κοινότητα: για τον Παρασκευαΐδη το ε/κ στοιχείο «απελευθέρωσε», για τον Τζεμίλ οι «απελευθερωτές» ήταν τρομοκράτες.

 

Στην 31η συνεδρίαση (9-1-1961) ο αλγερινός αντιαποικιακός αγώνας συνδέθηκε από τον Χριστόδουλο Μιχαηλίδη με την Ε.Ο.Κ.Α. που «επί μιαν τετραετίαν έχυσεν άφθονον αίμα υπέρ της ελευθερίας» του κυπριακού λαού. Ο Λυσσαρίδης, εκφράζοντας απορριπτισμό για το κράτος των Συμφωνιών Ζυρίχης -Λονδίνου, ανέφερε πως «ο Κυπριακός λαός έχει ακόμα να διανύσει μακρόν δρόμον, σκληρόν αγώνα, μέχρις ότου επιτύχει αυτό διά το οποίον μάχεται ο Αλγερινός λαός». Απαντώντας ο Τ/κ βουλευτής Χαλίτ Αλή Ριζά, αναγνώρισε τον αγώνα του «αδελφού» αλγερινού λαού καταδικάζοντας εξτρεμιστικές πράξεις που δεν επιφέρουν λύσεις. Έδωσε έμφαση στα δικαιώματα των κοινοτήτων, επισημαίνοντας πως πρέπει να απολαμβάνουν σεβασμό. Η αντιπαράθεση αποκάλυψε αντιλήψεις που δεν ανέπτυσσαν ένα κοινό φαντασιακό: από τη μια, υπήρχε η ε/κ θέση που διασύνδεε των αγώνα των αλγερινών με την Ε.Ο.Κ.Α., απορρίπτοντας το δικοινοτικό κράτος που προέκυψε από υπογεγραμμένες Συμφωνίες, από την άλλη η τ/κ θέση που δεν αναγνώριζε τον «εξτρεμιστικό» αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. υπερασπιζόμενη, παράλληλα, την νεοϊδρυθείσα Κυπριακή Δημοκρατία, που της είχε αποδώσει τα δικαιώματα της πολιτικής συνύπαρξης και της συν-απόφασης.

 

Στην 90η συνεδρίαση στις 27 Νοεμβρίου 1961, σε συζήτηση για το Τελωνειακό Δασμολόγιο, ο Πέτρος Στυλιανού χαρακτήρισε την τ/κ κοινότητα ως «μειονότητα» προκαλώντας την αντίδραση του Ριζά, ο οποίος ανέφερε πως είναι αντιπρόσωπος αναγνωρισμένης κοινότητας και όχι μειονότητας. Είναι εμφανής η υποτίμηση του σύνοικου στοιχείου, με τρόπο που δεν συνάδει με κοινοβουλευτικό λόγο. Στην 101η συνεδρίαση στις 22 Δεκεμβρίου 1961, σε διαφωνία για δαπάνη προς δημιουργία του Κυπριακού Στρατού, ο Πρόεδρος Κληρίδης, με οξυμένα εθνικά αντανακλαστικά, ανέφερε πως «ο Ελληνικός Κυπριακός λαός, ο οποίος αντιμετώπισεν εις το παρελθόν μεγάλας δυνάμεις, δεν είναι διατεθειμένος να υποκύπτη εις τοιούτου είδους απειλάς», ενώ ο Ριζά απάντησε «… το Τουρκικό Έθνος ουδέποτε έζησεν υπόδουλο. Εάν δεν υπάρχη η δυνατότης να ζώμεν με την τιμήν και την υπόληψίν μας, τότε προτιμώμεν να αποθάνωμεν. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Τουρκικού Έθνους». Παρατηρείται η έκφραση μιας συγκρουσιακής υπερδομής, η οποία συντηρούσε μια φορτισμένη ατμόσφαιρα καχυποψίας, που απέτρεψε την οικοδόμηση κλίματος εμπιστοσύνης: ο κοινοβουλευτικός λόγος ήταν επιθετικά εθνικός, όχι πολιτικά κριτικός.

 

Στην 154η συνεδρίαση  στις 10 Δεκεμβρίου 1962, ο Χριστόδουλος Μιχαηλίδης, κριτικάροντας την -καθοριζόμενη από το συνταγματικό άρθρο 159- λειτουργία των Επαρχιακών Δικαστηρίων, έθεσε, εισάγοντας την τροποποιητική συνταγματική πολιτική γραμμή των ε/κ εντός της Β.τ.Α., «ζήτημα τροποποιήσεως του Κυπριακού Συντάγματος» με απάλειψη του άρθρου. Ο Ριζά ανέφερε πως το Σύνταγμα «εγένετο δεκτόν διά να εφαρμοσθή» και ότι πρέπει «να εφαρμοσθή δεόντως με καλήν κατανόησην και ειλικρίνειαν μεταξύ των δύο Κοινοτήτων». Η ακολουθούμενη ελληνοκυπριακή γραμμή θα οδηγούσε ένα έτος μετά- σε συνδυασμό με άλλες εξωκοινοβουλευτικές διαφωνίες των πολιτικών ηγεσιών των δύο κοινοτήτων- στην τελευταία συνεδρίαση  στις 17 Δεκεμβρίου 1963, στην κατάρρευση του δικοινοτικού κράτους και τη δημιουργία δύο διαφορετικών διοικητικών δομών.

 

Απρόθυμοι

 Συμπερασματικά, βάσει κοινοβουλευτικής παρουσίας, οι εκπρόσωποι των δυο κοινοτήτων δεν φάνηκαν έτοιμοι και πρόθυμοι να ακολουθήσουν τις παραινέσεις του Λίντον Τζόνσον για την ενοποιητική λειτουργία που θα μπορούσε να παίξει η Β.τ.Α. για τον κυπριακό πληθυσμό, όπως είχε πράξει το Κογκρέσο. Η Β.τ.Α. λειτούργησε σε συνθήκες όπου «η ειρήνη ακόμα και στα πιο μικρά γρανάζια της κάνει σιωπηρά πόλεμο» (Foucault).

 

 

Πηγές: