Ο Ισαάκιος Δούκας Κομνηνός ήταν γόνος του μεγάλου βυζαντινού οίκου των Κομνηνών και ανεψιός του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143-1180). Ο Ισαάκιος πήρε την εξουσία στην Κύπρο με δόλο και, αφού κυβέρνησε τυραννικά το νησί για έξι χρόνια (1185-1191), το οδήγησε με τα λάθη του και τις αδυναμίες του στη διακοπή της βυζαντινής κυριαρχίας και στην υποδούλωση στους σταυροφόρους του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και στους άλλους κατακτητές που ακολούθησαν.
Ο Ισαάκιος διορίστηκε το 1185 στρατιωτικός διοικητής της Ταρσού της Κιλικίας και των γειτονικών περιοχών. Σε μια επιχείρηση εναντίον των Αρμενίων της Κιλικίας συνελήφθη αιχμάλωτος από τον ηγεμόνα των Αρμενίων, Ρουπέν, ο οποίος τον παρέδωσε στον πρίγκιπα της Αντιόχειας Βοημούνδο Γ'. Ο Βοημούνδος ζήτησε σαν λύτρα για την απελευθέρωση του Ισαακίου το ποσόν των 60.000 βυζαντίων. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Ανδρόνικος Α' (1183-1185), ύστερα από εγγυήσεις των Βυζαντινών αρχόντων Κωνσταντίνου Μακροδούκα και Ανδρόνικου Δούκα επέτρεψε στον Ισαάκιο να ζητήσει από τους πλούσιους προύχοντες της Κύπρου να τον βοηθήσουν στην αποπληρωμή των λύτρων. Οι Κύπριοι ανταποκρίθηκαν σε κάποιο βαθμό στέλλοντας 30.000 βυζάντια στον Βοημούνδο. Ο Ισαάκιος αφέθηκε ελεύθερος με τον όρο να εξοφλήσει ολόκληρο το ποσόν και να δώσει στον Βοημούνδο σαν εγγύηση τα δυο παιδιά του — ένα γιο και μια κόρη — που είχε αποκτήσει από την αρμενικής καταγωγής σύζυγό του, μέχρι την εξόφληση του ποσού.
Ο Ισαάκιος, μετά την απελευθέρωσή του, αντί να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη αποφάσισε να γίνει κύριος της Κύπρου. Μια εξήγηση γι' αυτή του την απόφαση είναι ότι φοβόταν την οργή και τυραννία του αυτοκράτορα Ανδρόνικου. Ίσως, πάλι, να σκέφθηκε ότι καταλαμβάνοντας την Κύπρο και φέρνοντας κάτω από τον άμεσο έλεγχό του τις πλούσιες προσόδους του νησιού και των προυχόντων, θα μπορούσε γρήγορα να εξοφλήσει το ποσόν και να ελευθερώσει τα δυο παιδιά του, να πλουτίσει σημαντικά και, σε μια εποχή που η κεντρική εξουσία κλονιζόταν από τις στάσεις των δυνατών και τα χωριστικά κινήματα, να διεκδικήσει κι αυτός τον βυζαντινό θρόνο.
Αφού στρατολόγησε μια μικρή δύναμη από Αρμένιους στην Ισαυρία, ο Ισαάκιος έφθασε στην Κύπρο και παρουσίασε στο νόμιμο διοικητή πλαστές επιστολές του αυτοκράτορα, με τις οποίες του ανετίθετο δήθεν η διοίκηση του νησιού. Λόγω και της καταγωγής του οι τοπικές αρχές εξαπατήθηκαν και του παρέδωσαν την εξουσία. Ο Ισαάκιος, αφού εδραίωσε τη θέση του, ανακηρύχθηκε ανεξάρτητος ηγεμόνας της Κύπρου και στέφθηκε αυτοκράτορας! Η άμεση αντίδραση του αυτοκράτορα Ανδρόνικου εκδηλώθηκε με την εκτέλεση των δυο εγγυητών του Ισαακίου στην Κωνσταντινούπολη. Ανησυχώντας ο Ισαάκιος για περαιτέρω αντιδράσεις της κεντρικής εξουσίας προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση του συνάπτοντας συμμαχία με τον Νορμανδό βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμο Β', που σύμφωνα με μια πληροφορία νυμφεύθηκε την αδελφή του. Εν τω μεταξύ ο Ανδρόνικος έχασε το θρόνο του και τη ζωή του από τον Ισαάκιο Β' Άγγελο.
Ο Ισαάκιος Κομνηνός έχοντας τα δυο παιδιά του ομήρους στον Βοημούνδο, δεν μπορούσε παρά να φανεί συνεπής προς την υποχρέωσή του να πληρώσει και το υπόλοιπο ποσόν των λύτρων, δηλαδή άλλες 30.000 βυζάντια. Με τις διαρπαγές του και τις αυθαιρεσίες του πρέπει να συγκέντρωσε πολύ γρήγορα το ποσόν και είναι ίσως αληθινός ο ισχυρισμός του ότι το παρέδωσε στους Ναΐτες ιππότες — που είχαν διαδραματίσει μεσολαβητικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για την απόλυσή του — για να το διαβιβάσουν στον Βοημούνδο. Οι Ναΐτες δεν παρέδωσαν το ποσόν στον Βοημούνδο ισχυριζόμενοι ότι είχαν ληστευθεί από πειρατές. Ο Βοημούνδος έστειλε πρέσβεις στον Ισαάκιο ζητώντας το ποσόν, αλλά ο Ισαάκιος αρνήθηκε να το ξαναπληρώσει. Τελικά ο Βοημούνδος ελευθέρωσε τα δυο παιδιά του Ισαακίου το 1187, ύστερα από κράτηση δυο χρόνων.
Ένα χρόνο μετά την κατάληψη της Κύπρου από τον Ισαάκιο εκδηλώθηκε έντονη, αν και όχι αποτελεσματική, η αντίδραση του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαακίου Β' Αγγέλου εναντίον του σφετεριστή. Ένας μεγάλος στόλος από 70 πλοία με διοικητή τον ναύαρχο Ιωάννη Κοντοστέφανο* και μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη με αρχηγό τον τυφλό Αλέξιο Κομνηνό στάληκε στην Κύπρο το 1186. Ο Ισαάκιος νίκησε τον βυζαντινό στρατό, που είχε αποβιβαστεί κοντά στην Αμαθούντα και ο Σικελός ναύαρχος Μαργαρίτης — που είχε σταλεί στην Κύπρο στο πλαίσιο της συμμαχίας με τον Νορμανδό βασιλιά της Σικελίας — κατέλαβε τον ανυπεράσπιστο βυζαντινό στόλο. Η συμπεριφορά του Ισαακίου προς τους νικημένους Βυζαντινούς υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Ελευθέρωσε πρώτα όλους όσοι ήθελαν να υπηρετήσουν υπό τις διαταγές του, έστειλε μερικά πλοία στον βασιλιά της Σικελίας σαν δώρο και έδωσε στον Μαργαρίτη την ευκαιρία να πάρει όσα λάφυρα και αιχμαλώτους επιθυμούσε. Τα πληρώματα των πλοίων τα ελευθέρωσε. Ανέλαβε όμως ο ίδιος προσωπικά την τιμωρία όσων ήθελε να τιμωρήσει. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και ο πρώην δάσκαλός του της ρητορικής και πολιτικής, Βασίλειος Ραντακηνός, τον οποίο ακρωτηρίασε κόβοντάς του το πόδι με τσεκούρι. Σύμφωνα με μια άλλη πηγή, τον σκότωσε.
Η συμπεριφορά αυτή του Ισαακίου ήταν ανάλογη με όσα αναφέρονται από τις σύγχρονες πηγές για τον βίαιο χαρακτήρα του. Ο Ισαάκιος ήταν ένας εξαιρετικά σκληρός και απάνθρωπος τύραννος. Διέπραξε φόνους και εγκλήματα κάθε λογής, μοιχείες, ακολασίες, βασανισμούς και διαρπαγές περιουσιών, ώστε να δημιουργηθεί μια αφόρητη κατάσταση και έντονη δυσαρέσκεια στο λαό. Σύμφωνα με τον άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο, που έζησε τα γεγονότα, ανήκουστα κακά είχαν πέσει πάνω στην Κύπρο, ώστε πολλοί έφευγαν μυστικά από το νησί για άλλες χώρες και για τη βασιλεύουσα. Όσοι απέμειναν στην Κύπρο υφίσταντο ανακρίσεις, φυλακισμούς και διαρπαγή χρημάτων και περιουσιών. Άλλες πηγές αναφέρουν πως ο Ισαάκιος αντιπαθούσε φοβερά τους Λατίνους και ότι σκότωσε τον μοναχογιό του, επειδή εξέφραζε τη συμπάθειά του για τους Λατίνους. Σαν δείγμα της σκληρότητάς του αναφέρεται ακόμη ότι σκότωσε και τη γυναίκα του (δεν καθορίζεται εάν πρόκειται για την πρώτη ή τη δεύτερη σύζυγό του).
Ενώ η κατάσταση αυτή επικρατούσε στην Κύπρο και ο λαός για 6 χρόνια περίμενε κάποια ευκαιρία για να απαλλαγεί από τον τύραννο Ισαάκιο, παρουσιάστηκε το 1191 στο προσκήνιο της κυπριακής ιστορίας ο Άγγλος βασιλιάς Ριχάρδος Α' ο Λεοντόθυμος ή Λεοντόκαρδος. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1187, που η Ιερουσαλήμ είχε πέσει στα χέρια του σουλτάνου της Αιγύπτου Σαλαδίνου (Calah-ad-Din), με τις ενέργειες του πάπα Κλήμεντος Γ' οι τρεις ισχυρότεροι ηγεμόνες της Ευρώπης, ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας, ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Αύγουστος και ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, είχαν αναλάβει την πραγματοποίηση της Γ' Σταυροφορίας στους Αγίους Τόπους. Πρώτος ξεκίνησε το 1189 ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας, αλλά την επόμενη χρονιά με το θάνατό του η στρατιά του διαλύθηκε στα πρόθυρα της Συρίας. Ο Ριχάρδος και ο Φίλιππος Αύγουστος ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1190 από τη Γαλλία. Ο Ριχάρδος διαχείμασε στη Σικελία κοντά στην αδελφή του βασίλισσα της Σικελίας Ιωάννα — σύζυγο του αποθανόντος βασιλιά Γουλιέλμου Β', του πρώην συμμάχου του Ισαακίου Κομνηνού. Εκεί αρραβωνιάστηκε την πριγκίπισσα της Ναβάρρας Βερεγγάρια και αναχώρησε με το στόλο του στις 10 Απριλίου 1191 για τους Αγίους Τόπους. Πολύ γρήγορα όμως ο στόλος του σκορπίστηκε από θαλασσοταραχή. Το καράβι που μετέφερε τον Ριχάρδο στάθμευσε για μια μέρα στην Κρήτη και στη συνέχεια για δέκα μέρες στη Ρόδο. Ενώ βρισκόταν εκεί, δυο από τα καράβια του ναυάγησαν στα νότια παράλια της Κύπρου, μερικοί δε ιππότες του Ριχάρδου, μεταξύ των οποίων ο καγκελλάριός του Rogerus Malus Catulus, πνίγηκαν. Το καράβι, που μετέφερε την αδελφή του Ριχάρδου Ιωάννα και την αρραβωνιαστικιά του Βερεγγάρια, αγκυροβόλησε στον όρμο της Λεμεσού. Οι Άγγλοι ναυαγοί που σώθηκαν από τα δυο καράβια συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν και τα υπάρχοντά τους κατασχέθηκαν από τον Ισαάκιο, που είχε φθάσει λίγο πρωτύτερα στην περιοχή με το στρατό του για να αντιμετωπίσει εκείνους που ενώ περνούσαν από την Κύπρο για άλλες χώρες, επιχειρούσαν να τη βλάψουν. Ο Ισαάκιος έστειλε στη συνέχεια μήνυμα στις δυο κυρίες να αποβιβαστούν, αλλά εκείνες επειδή φοβήθηκαν, ότι ίσως συλλαμβάνονταν για να ζητηθούν λύτρα για την απελευθέρωσή τους, προτίμησαν να μείνουν στο καράβι τους. Ζήτησαν όμως να ανεφοδιάσουν το πλοίο τους με νερό, πράγμα που απορρίφθηκε από τον Ισαάκιο. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Ισαάκιος προσπάθησε με δικά του πλοία να καταλάβει το πλοίο των δυο βασιλισσών, οπότε εκείνο απομακρύνθηκε από τον όρμο στα ανοιχτά. Η προσβλητική αυτή συμπεριφορά του Ισαακίου, που θα στοίχιζε πάρα πολύ στον ίδιο, ιδιαίτερα όμως και μακροπρόθεσμα στην Κύπρο, εξηγείται ίσως από τον βίαιο και άπληστο χαρακτήρα του, από τα αντιλατινικά του συναισθήματα και πιθανόν από μια συμφωνία, που λεγόταν ότι είχε κάμει με τον Σαλαδίνο, να μη παρέχει οποιεσδήποτε διευκολύνσεις στους Σταυροφόρους, που θα περνούσαν από την Κύπρο, ή προς τους Χριστιανούς της Συρίας.
Στις 6 Μαϊου 1191 έφθασε ο Ριχάρδος μ' ένα μέρος του στόλου του στον όρμο της Λεμεσού και αφού πληροφορήθηκε τα διατρέξαντα, ζήτησε από τον Ισαάκιο να ελευθερώσει τους κρατούμενους και να τους αποδώσει τα υπάρχοντά τους. Ο Ισαάκιος αρνήθηκε και άρχισε να οχυρώνει πρόχειρα την παραλία της Λεμεσού για να προβάλει αντίσταση. Ο Ριχάρδος χρησιμοποιώντας μικρές φορτηγίδες (νάκκας) άρχισε να πραγματοποιεί απόβαση στη Λεμεσό. Η αντίσταση που πρόβαλαν οι άνδρες του Ισαακίου, που ήταν Έλληνες και Αρμένιοι, δεν ήταν αποτελεσματική, γι’ αυτό ο Ισαάκιος έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο εσωτερικό του νησιού. Την αυγή της επομένης ο Ριχάρδος επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον του στρατοπέδου του Ισαακίου, που βρισκόταν σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από τη Λεμεσό, και προκάλεσε τεράστιες απώλειες στον Ισαάκιο. Ο Ισαάκιος μόλις κατάφερε να σωθεί εγκαταλείποντας τους θησαυρούς του, τις προμήθειές του, καθώς και τη χρυσοκέντητη σημαία του, την οποία ο Ριχάρδος αφιέρωσε αργότερα στο αββαείο του St. Edmund's Bury στην Ανατολική Αγγλία. Έπιασαν οι Άγγλοι επίσης πολλούς αιχμαλώτους, Έλληνες και Αρμένιους. Στη συνέχεια ο Ριχάρδος ανακοίνωσε στους Κυπρίους πως όσοι επιθυμούσαν την ειρήνη θα είχαν ασφάλεια. Πολλοί Κύπριοι προύχοντες και ευγενείς ορκίστηκαν πίστη στον Ριχάρδο.
Στις 11 Μαΐου έφθασαν στην Κύπρο από την Άκρα τρία πλοία, που μετέφεραν τον Γκυ ντε Λουζινιάν, έκπτωτο βασιλιά της Ιερουσαλήμ και υποτελή του Ριχάρδου στη Γαλλία, καθώς και άλλους 160 ιππότες, ανάμεσα στους οποίους και Ναΐτες, που τέθηκαν κάτω από τις διαταγές του Ριχάρδου. Αυτοί ζήτησαν από τον Ριχάρδο να βοηθήσει τον Γκυ να ανακτήσει το θρόνο του στην Ιερουσαλήμ και πιθανό να υπέδειξαν στον Ριχάρδο, που ως εκείνη τη στιγμή δεν φαίνεται να είχε οποιαδήποτε σχέδια για την Κύπρο, τη στρατηγική σημασία του νησιού για τις επιχειρήσεις των Σταυροφόρων στη Συρία και Παλαιστίνη, και την ανάγκη να την καταλάβει.
Ο Ισαάκιος μετά την ήττα του αποσύρθηκε στη Λευκωσία και βλέποντας πως ο λαός είχε αρχίσει να τον εγκαταλείπει, ζήτησε μια συνάντηση με τον Ριχάρδο, η οποία με τη μεσολάβηση του εκπροσώπου του τάγματος των Ιωαννιτών, πραγματοποιήθηκε σε κάποιο περιβόλι στο δρόμο Λεμεσού - Κιτίου, κατ' άλλη δε εκδοχή στο Κολόσσι. Κατά τη συνάντηση, συμφωνήθηκε να πληρώσει αποζημίωση ο Ισαάκιος για όσα πήρε από τους Άγγλους ναυαγούς (3.500 ή κατ' άλλους 20.000 χρυσά μάρκα), να ελευθερώσει τους κρατούμενους, να συμμετάσχει στη Σταυροφορία με 100 ιππότες και 400 τουρκοπόλους ιππείς και να παραδώσει το βασίλειό του και την κόρη του σαν εγγύηση ότι θα τηρήσει τη συμφωνία. Στη συνέχεια ενώπιον του Γκυ και άλλων ιπποτών ο Ισαάκιος ορκίστηκε υποτέλεια στον Ριχάρδο. Το μεσημέρι όμως της ίδιας μέρας, έχοντας μετανιώσει για τη συμφωνία και πιστεύοντας πως οι δυνάμεις του Ριχάρδου δεν ήταν αρκετές για να επιβληθούν σε μια νέα αντιπαράταξη μαζί του, έφυγε κρυφά από το στρατόπεδο του Ριχάρδου και πήγε στην Αμμόχωστο, απ' όπου ζήτησε από τον Ριχάρδο να εγκαταλείψει την Κύπρο, αλλιώς θα τον θεωρούσε σαν εχθρό. Σύμφωνα με άλλη πηγή ο Ισαάκιος παρασπόνδησε, γιατί πείσθηκε από κάποιο ιππότη ονόματι Paganus de Cayphas ότι ο Ριχάρδος σκόπευε να τον συλλάβει.
Στις 12 Μαΐου ο Ριχάρδος παντρεύτηκε τη Βερεγγάρια σε μια μικρή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Λεμεσό. Την επομένη με τον κατάπλου και του υπόλοιπου στόλου του, ο Ριχάρδος κινήθηκε αποφασιστικά εναντίον του Ισαακίου. Ο Ριχάρδος με το στόλο του, που απετελείτο από 40 εξοπλισμένες γαλέρες και 60 άλλα πλοία μαζί με 5 γαλέρες του Ισαακίου που είχαν κυριεύσει στη Λεμεσό, έπλευσε προς την Αμμόχωστο, ο δε Γκυ με τον στρατό από τη ξηρά κατευθύνθηκε προς την ίδια πόλη και την κατέλαβε. Ο Ισαάκιος, αφού έστειλε για περισσότερη ασφάλεια την κόρη του, που αγαπούσε πολύ, στο κάστρο της Κερύνειας, οδήγησε τον στρατό του από 700 άνδρες εναντίον του Ριχάρδου, ο οποίος βάδιζε από την Αμμόχωστο εναντίον της Λευκωσίας. Η σύγκρουση έγινε κοντά στο χωριό Τρεμετουσιά στις 17 Μαϊου 1191. Ο Ισαάκιος νικήθηκε και κατέφυγε στο κάστρο της Καντάρας ή στο οχυρωμένο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα.
Ο Ριχάρδος, χωρίς άλλη αντίσταση, βάδισε προς τη Λευκωσία την οποία και κατέλαβε αμαχητί. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με ανακούφιση, οι δε άνδρες έκοψαν τη γενειάδα τους σε ένδειξη υποτέλειας (σαν Βυζαντινοί άρχοντες έτρεφαν γενειάδα, σαν υποτελείς τώρα στους νέους κυρίαρχούς τους, που δεν είχαν γενειάδα, έκοψαν και αυτοί τη γενειάδα τους). Εν τω μεταξύ ο Γκυ κατέλαβε το κάστρο της Κερύνειας, όπου έπιασε αιχμάλωτη την κόρη του Ισαακίου, και το κάστρο Dieudamor (Αγίου Ιλαρίωνος), ύστερα από οδηγίες του Ισαακίου προς τη φρουρά του κάστρου να παραδοθεί. Ο Ριχάρδος, ύστερα από μια σύντομη αρρώστια του στη Λευκωσία, κατέλαβε το κάστρο του Βουφαβέντο. Ο Ισαάκιος βλέποντας τις αποτυχίες του στρατού του, τις αυξανόμενες λιποταξίες, καθώς και τη σύλληψη της κόρης του, αποφάσισε να παραδοθεί χωρίς όρους στον Ριχάρδο. Λέγεται ότι ζήτησε μόνο να μη τον δέσουν με σιδερένιες αλυσίδες, και ο Ριχάρδος διέταξε και τον έδεσαν με ασημένιες στις 25 Μαϊου 1191. Ο Ισαάκιος μεταφέρθηκε και φυλακίστηκε στο φρούριο του Μαρκάπου κοντά στην Τρίπολη, όπου έμεινε μέχρι το θάνατό του το 1195. Σύμφωνα με πληροφορία του Νικήτα Χωνιάτη, ο Ισαάκιος ελευθερώθηκε από τον Ριχάρδο και άρχισε να ετοιμάζει στάση εναντίον του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Ισαακίου, ο οποίος έστειλε ανθρώπους του και τον εδηλητηρίασαν. Η κόρη του δόθηκε στην ακολουθία των δυο βασιλισσών Ιωάννας και Βερεγγάριας.
Ο Ριχάρδος, μετά την ολοκλήρωση της απροσδόκητης κατάληψης της Κύπρου, έστειλε το στρατό του στη Λεμεσό, απ' όπου αναχώρησε με τις φορτηγίδες για την Παλαιστίνη. Ο ίδιος επιβιβάστηκε στις γαλέρες από το λιμάνι της Αμμοχώστου για τον ίδιο προορισμό στις 5 Ιουνίου 1191. Προηγουμένως άφησε ως διοικητές της Κύπρου τον Ricardus de Camvilla και Robertus de Turneham. Τα λάφυρα που μάζεψε από την Κύπρο ο Ριχάρδος ήταν αμύθητης αξίας. Εκτός από τους θησαυρούς του Ισαακίου και τις «εθελοντικές» εισφορές των Κυπρίων, ήταν και η υποχρεωτική εισφορά του 50% της περιουσίας κάθε Έλληνα σαν αντάλλαγμα για τη διατήρηση των βυζαντινών νόμων και θεσμών που ίσχυαν από την εποχή του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Ο Ριχάρδος μοίρασε τα κτήματα που περιήλθαν στην εξουσία του στους ιππότες και πρώτος εισήγαγε το φεουδαρχικό σύστημα στην Κύπρο. Μετά από μια σύντομη διακυβέρνηση του νησιού, το πούλησε στους Ναΐτες αρχικά και μετά στους Φράγκους που με τον Γκυ ντε Λουζινιάν θα εγκαθίδρυαν το μακρόχρονο φραγκικό βασίλειο της Κύπρου (1192-1489).
Β. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ