Έδεσμα που κατασκευάζεται με γέμιση η οποία αποτελείται από ψιλοκομμένα τεμάχια κοτσ΄ινοκόλοκου (βλέπε γι’ αυτό στο λήμμα κολοτζ'ια – κολότζ'ιν) και πουρκούρι ή ρύζι. Για τον λόγο αυτό ονομάζεται κολοκωτή ή και κολοκόπιττα (η). Παλαιότερα το παραδοσιακό κυπριακό αυτό παρασκεύασμα επωλείτο κυρίως κατά τις περιόδους των νηστειών και τρωγόταν ως «μπούκκωμα», δηλαδή ως πρωινή τροφή. Σήμερα εξακολουθεί να κατασκευάζεται στην Κύπρο και καταναλώνεται και πάλι κατά τις πρωινές κυρίως ώρες. Σε παλαιότερες εποχές αποτελούσε το πρόγευμα των εργατών και γενικά των φτωχότερων τάξεων, επειδή ήταν φθηνό φαγώσιμο είδος.
Η κολοκωτή κατασκευάζεται ως εξής:
Το κοτσ'ινοκόλοκον (ή και γλυκοκόλοκον όπως επίσης λέγεται) κόβεται σε μικρά κομμάτια. Το πουρκούρι πλένεται καλά και στη συνέχεια τοποθετείται σε ζεστό νερό όπου και φουσκώνει. Ύστερα αναμειγνύεται με τα κομμάτια του κοτσ΄ινοκόλοκου και στο μείγμα προστίθενται λίγο λάδι και μπαχαρικά (αρτύματα, κανέλα). Εάν το κοτσ΄ινοκόλοκον δεν είναι αρκετά γλυκό, προστίθεται και λίγη ζάχαρη. Σ' όσους αρέσουν, προσθέτουν και λίγες σταφίδες. Τότε, αφού κατασκευαστεί ζύμη από αλεύρι, κόβεται σε μικρά τεμάχια. Το καθένα απ’ αυτά ανοίγεται σε φύλλο κι αφού τοποθετηθεί σ' αυτό η γέμιση από το μείγμα, κλείνεται και πιέζεται στις άκρες για να κολλήσει. Αφού έτσι κατασκευαστούν αρκετές κολοκωτές, τότε ψήνονται σε φούρνο. Τρώγονται συνήθως ζεστές, αλλά και κρύες.
Σε μερικές περιοχές της Κύπρου το παραδοσιακό αυτό έδεσμα ονομαζόταν σσ΄επαστή (σκεπαστή), επειδή η ζύμη σκεπάζει πλήρως ολόκληρο το περιεχόμενο (μείγμα) της γέμισης. Στις ίδιες αυτές περιοχές κολοκωτή ονομαζόταν άλλο παρασκεύασμα από ζύμη αναμειγμένη με μικρά κομμάτια από μεγάλο κόκκινο κολοκύθι που ψηνόταν σε φούρνο, ήταν δηλαδή είδος πίττας όπως η ελιωτή (με ελιές), η χαλλουμόπιττα (με χαλλούμι) κλπ. Το δεύτερο αυτό είδος κολοκωτής (κολοκόπιττας, όπως λεγόταν αλλού) δεν κατασκευάζεται σήμερα, τουλάχιστον ευρέως.