Κόλακες

Image

Κολακεία είναι η επίκληση της ματαιοδοξίας ενός ατόμου που έτσι κολακεύεται με την επιβεβαίωση, υπογράμμιση και τονισμό των υποτιθεμένων προσόντων του και της ιδανικής εικόνας που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του. Η κολακεία, που συνήθως απευθύνεται σε ισχυρά πρόσωπα, στόχο έχει να διαθέσει τα πρόσωπα αυτά ευνοϊκά έναντι εκείνου που κολακεύει — που διενεργεί δηλαδή την κολακεία — ο οποίος αναμένει να εξασφαλίσει έτσι την εύνοια και τη βοήθειά τους προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα προσωπικά του συμφέροντα και, εν πάση περιπτώσει, ν’ αποκομισθούν προσωπικά οφέλη.

 

Όπως διασώζει ο συγγραφέας Αθήναιος στο έργο του Δειπνοσοφισταί, στην αρχαία Κύπρο και ιδιαίτερα στη Σαλαμίνα, υφίστατο τάξη πολιτών που ήσαν επαγγελματίες κόλακες, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονταν και γυναίκες, οι κολακίδες. Ωστόσο η τάξη αυτή των Κυπρίων κολάκων δεν ασκούσε κολακεία με την έννοια ότι κολάκευε τους βασιλιάδες με λόγια, αλλά εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των βασιλιάδων διενεργώντας ένα είδος κατασκοπείας ανάμεσα στον λαό. Αποτελούσαν δηλαδή οι κόλακες στην ουσία μια ισχυρά στελεχωμένη μυστική αστυνομία στην υπηρεσία του βασιλιά. Ο θεσμός αυτός των κολάκων επεκτάθηκε από τη Σαλαμίνα και στα άλλα κυπριακά βασίλεια αλλά κι εκτός Κύπρου όπου εφαρμόστηκε και από άλλους ηγεμόνες.

 

Ο Αθήναιος (σσ. 255-257) γράφει σχετικά πως όλοι οι μονάρχες στην αρχαία Κύπρο είχαν αποδεχθεί ως χρήσιμη για τους ιδίους και τα συμφέροντά τους την τάξη των ευγενών κολάκων, η οποία εξέφραζε το πνεύμα της τυραννίας (=απολυταρχίας). Οι κόλακες χρησιμοποιούνταν αρχικά στη Σαλαμίνα κι αργότερα και στα λοιπά βασίλεια και κανένας δεν γνώριζε ούτε πόσοι ούτε ποιοι ήσαν, εκτός από μερικούς που είχαν καταστεί διάσημοι, άρα και γνωστοί. Σύμφωνα προς την καταγωγή τους, οι κόλακες της Σαλαμίνος χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες: τους Γεργίνους και τους Προμάλαγγας.

 

Οι Γεργίνοι εθεωρούντο απόγονοι κάποιου Γεργίνου που ήταν Τρώας και που είχε μεταφερθεί στην Κύπρο μαζί με άλλους Τρώες σκλάβους από τον Τεύκρο τον Τελαμώνιο μετά την άλωση της Τροίας και τον εποικισμό του νησιού. Η κατηγορία αυτή των κολάκων ήταν εκείνη που διενεργούσε την καθαυτό κατασκοπεία - αστυνόμευση: μεταμφιεσμένοι σε απλούς καθημερινούς πολίτες, τριγύριζαν ολόκληρη την ημέρα στην πόλη κι αναμειγνύονταν με τον λαό στις αγορές, στα μαγαζιά, στους δρόμους, όπου και ωτακουστούσαν. Δουλειά τους ήταν, δηλαδή, να περιφέρονται στην πόλη και να βλέπουν και ν' ακούν τι λέγεται και τι πράττεται από τον λαό. Με το τέλος της ημέρας, οι Γεργίνοι έδιναν αναφορά στους άνακτες (=πρίγκιπες, μέλη της βασιλικής οικογένειας) για όλα όσα είδαν κι άκουσαν.

 

Οι Προμάλαγγες πάλι αποτελούσαν την κατηγορία των γραφειοκρατών -ανακριτών: δουλειά τους ήταν ν' αξιολογούν όλα όσα ανέφεραν οι Γεργίνοι κι απ΄ αυτά, όσα έκριναν ότι χρειάζονταν περαιτέρω έρευνα, τα διερευνούσαν εκτελώντας και τις ανακρίσεις.

 

Ο Αθήναιος προσθέτει πως η συναναστροφή αυτών των κολάκων με όλο τον άλλο κόσμο ήταν τόσο έντεχνη και πειστική, ώστε επικρατούσε η εντύπωση πως απ' αυτούς είχε διαδοθεί και στις άλλες χώρες το σπέρμα των διασήμων κολάκων. Γράφει ακόμη ο Αθήναιος ότι η κατηγορία αυτών των ανθρώπων αισθανόταν υπερβολική περηφάνεια για το επάγγελμα που έκανε γιατί ακριβώς αυτό τους το επάγγελμα τους χάριζε τιμές και υψηλές θέσεις κοντά στους Κυπρίους βασιλιάδες.

 

Οι κολακίδες πάλι (που αργότερα μετονομάστηκαν σε κλιμακίδες*) ήσαν γυναίκες στην υπηρεσία των ανασσών (πριγκιπισσών, μελών της βασιλικής οικογένειας). Κλιμακίδες ονομάστηκαν επειδή έκαναν τα σώματά τους κλίμακες (σκάλες), πέφτοντας στη γη ώστε οι πριγκίπισσες να πατούν πάνω στις πλάτες τους για ν' ανεβούν ή να κατεβούν από τις άμαξες. Σε τέτοιο εξευτελιστικό βαθμό κολακείας είχαν κατέλθει, ώστε ο Αθήναιος τις χαρακτηρίζει ανοητότατες, προσθέτοντας ότι η κολακεία γίνεται τελικά κι αιτία κακών σ' εκείνους που, επειδή κολακεύονται, την δέχονται με ευχαρίστηση.

 

Όλες τις πιο πάνω πληροφορίες ο Αθήναιος άντλησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, από τον Γεργίθιον, δυστυχώς μη σωζόμενο έργο του Κυπρίου φιλοσόφου Κλέαρχου* του Σολέως.